του Χρήστου Γεωργίου *
Πώς εξηγείται η μεγάλη έλξη που ασκεί ο γενετικός αναγωγισμός, η ανθεκτικο­τητά του στις επιστημονικά θεμελιωμέ­νες νέες αντιγονιδιοκεντρικές ιδέες, η ελλιπής χρηματοδότησή τους από επίσημους ερευνητικούς θεσμούς και η αποσιώπησή τους από το εκπαιδευτικό σύστημα και τα ΜΜΕ;

Οι λόγοι εν πολλοίς απορρέουν από την ιδεολογικοπολιτική και οικονομική εξάρτηση των επιστημών. Οι βάσεις της γονιδιοκεντρικής βι­ολογίας τέθηκαν από το Rockefeller Institute of Biochemistry (σήμερα Rockefeller University) της γνωστής οι­κονομικής δυναστείας των ΗΠΑ (Kay, 1993),όπου πρωτοανακαλύφθηκε η χημική σύνθεση του DNA (τη δεκα­ετία του 1920).

Το Ίδρυμα Ροκφέλερ διαμόρφωσε ακόμα και το όνομα του DNA, εισάγοντας τα αρχικά του στο τμήμα rib της πλήρους ονομασίας του (deoxyribonucleic acid) – θα έπρεπε να είναι riboso από τον ελληνικό όρο δεο­ξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ. Το Ίδρυμα Ροκφέλερ ασχολήθηκε με το DNA τη δεκαετία του 1920 επειδή οι διαχειριστές (καταπιστευματοδέκτες) του φοβόντουσαν μια επανάστα­ση μπολσεβίκικου τύπου, λόγω των προηγηθεισών λαϊκών αναταραχών (το 1911), που οδήγησαν στη διάσπαση της πετρελαϊκής εταιρείας τους, Standard Oil.

Το Ίδρυμα αναζητούσε τρόπους αποτελεσματικής διαχείρισης των αγανακτισμένων και ζηλόφθονων όχλων, εφαρμόζοντας δύο ξεχωριστές συμπληρωματικές στρατηγικές ελέγ­χου της ανθρώπινης συμπεριφοράς: στο επίπεδο των κοινωνικών δομών (οικογένεια, εργασία, συναισθήμα­ τα) υπό τον όρο «ψυχοβιολογία» και στο επίπεδο των χημικών βιομορίων. Το διπλά εστιασμένο πρόγραμμα του Ιδρύματος «Επιστήμη του Ανθρώπου», κατά τον διευθυντή του (το 1929) Max Mason,«προσανατολίζεται στο γενικό πρόβλημα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, με σκοπό τον έλεγχό της μέσω της κατανόησής της. Οι κοινωνικές επιστή­ μες, για παράδειγμα, θα ασχοληθούν με τον εξορθολογισμό του κοινωνικού ελέγχου. Οι ιατρικές και φυσικές επι­στήμες προτείνουν μια στενά συντο­νισμένη μελέτη των επιστημών που στηρίζουν την κατανόηση και τον έλεγ­χο του ατόμου» (Kay, 1993).


Σύμφωνα με τον Warren Weaver, διευθυντή των Φυσικών Επιστημών του Ιδρύματος (το 1932), η «αναμόρφωση των επικρατουσών ιδεών για την ανθρώπινη φύση και τη συμπεριφορά», θα πρέπει να εναρ­μονίζεται με τις «διαχειριστικές ανά­γκες» βιομηχανοποίησης προσωπικών χαρακτήρων όπως η διαχρονικότητα και η υπακοή.

Ο δεύτερος στόχος του Ιδρύματος ήταν η επιστημονική ορθολογικοποίηση των τότε ευρέως διαδεδομένων αντιλήψεων της ευγονικής, που για τους διαχειριστές του σήμαινε ότι γνωρίσματα όπως ευγένεια, νοημοσύνη και υπακοή, ελέγχονται από κάποιους κρυμμένους μηχανισμούς και βιομό­ρια, που λογικά θα έπρεπε να είναι επιστημονικά ανιχνεύσιμα, και που μόλις αναγνωριστούν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο της συμπεριφοράς. Αυτό απαιτούσε μια νέα ανταγωγιστική «επιστήμη του πολύ μικροσκοπικού» για την ανακάλυψη της φύσης του γονιδίου (τότε θεωρεί­ το ότι ήταν πρωτεΐνες), που το Ίδρυμα την ονόμασε «μοριακή βιολογία».

Μετά από διάφορες προσεγγίσεις με επιστήμονες και ιδρύματα, το Ίδρυμα κατέληξε το 1933 σε μια πλήρως επε­ξεργασμένη στρατηγική ανάπτυξης της μοριακής βιολογίας, με τη χρηματοδό­τηση επιστημονικών ομάδων σε λίγα κορυφαία ιδρύματα όπως το Caltech και το Chicago University. Από εκεί εκ­παιδεύτηκαν εκατοντάδες επιστήμονες στην ανακάλυψη των «κύριων μορίων» –πηγών προέλευσης των σωματικών λειτουργιών και της συμπεριφοράς του ανθρώπου– με στόχο για το Ίδρυμα την επιστημονική επικύρωση των ευγονι­κών θέσεων των Ροκφέλερ. Όλες αυτές οι έρευνες ήταν εξαιρετι­κά επιτυχείς για το Ίδρυμα, που τελικά επικέντρωσε τη χρηματοδότηση στο ευκολοπροσβάσιμο DNA.

Όπως σημει­ώνει ο George Beadle (νομπελίστας στη φυσιολογία και διαπλεκόμενος με το Ίδρυμα), από τα 18 βραβεία Νό­μπελ που δόθηκαν στη γενετική μετά το 1953, μόνο ένα απονεμήθηκε σε επιστήμονα που δεν είχε χρηματοδο­τηθεί από το Ίδρυμα Ροκφέλερ (Kay, 1993). Έως το 1989, η μοριακή βιολο­γία αποτελούσε την κυρίαρχη προσέγ­γιση όλων των κλάδων της βιολογίας (ιατρική, αναπτυξιακή βιολογία, νευ­ροβιολογία, γενετικά τροποποιημένη γεωργία) κυρίως χάρη στο Ίδρυμα, με τις οικονομικοπολιτικές επιρροές στη σύγχρονη διαμόρφωσή της να συνεχί­ζονται μέχρι σήμερα (Latham, 2017).

Η μόνη παραχώρηση του νεοδαρβινισμού ήταν η συμμετοχή και ολίγου περιβάλλοντος στη γενετική διαμόρφωση της ανθρώπινης φύσης, η ποσόστωση του οποίου ξεκινά σχεδόν από το μηδέν για τις (ακρο)δεξιές και τείνει αυξανόμενη προς κεντρώες, σοσιαλδημοκρατικές και αμιγώς αριστερές ιδεολογίες, που όμως ακυρώνεται από τις απροσπέ­λαστες για τα άτομα-μάζες, στυγνά ανταγωνιστικές νεοφιλελεύθερες συ­μπληγάδες της τελειομανίας και της αξιοκρατίας.

Συνεπώς, ο νεοδαρβινισμός αναμ­φίβολα αποτέλεσε και αποτελεί το κε­ντρικό ιδεολόγημα των ελίτ όλων των μορφών καπιταλισμού. Η κεντρική του ιδέα περί μη βιολογικής (γενετικής) και διανοητικής ισότητας μεταξύ των ατόμων ήταν αποδεκτή από τον Μαρξ (δικαιολογημένα, με την τότε βιολογία στα σπάργανα και τις ανάλογες ιδέ­ες του Δαρβίνου στο απόγειό τους). Παραμένει όμως στους θεωρητικούς του μαρξισμού (και του αναρχισμού), με εξαίρεση τον Antonio Gramsci και τον Κορνήλιο Καστοριάδη (Georgiou, 2016). Επίσης, έχει επηρεάσει καθο­ριστικά την αποτυχία της μαρξιστικής ιδεολογίας στην ανάπτυξη ενός ενο­ποιητικού επιστημονικού ορισμού της ισότητας, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της Αριστεράς σε ιδεολογικές αιρέσεις ενός μαρξισμού σε εκφυλιστική επιστημονική στατικότητα.



Η αποδο­χή της ύπαρξης γενετικά ισοδύναμης, αδιαβάθμητης διανοητικής ισότητας (όχι ταυτότητας) μεταξύ των ατόμων συνεπάγεται αυτόματα και την κατάργηση των κοινωνικών τάξεων, όχι όμως το αντίθετο (όπως έχει ήδη διαπιστωθεί από τη δημιουργία/διαιώνιση κοινωνικών ανισοτήτων στα πρώην και νυν καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού). Με το να μην κατανοούν τη μετατροπή της γονιδιοκεντρικής βιολογίας σε κύ­ριο ιδεολογικοπολιτικό εργαλείο των ελίτ, οι μαρξιστές, αριστεροί και αναρ­χικοί κάθε απόχρωσης αδυνατούν να αντιπαρατεθούν ιδεολογικά μαζί τους σε αυτό το πεδίο. Υπολείπονται ιδεολογικά ακόμα και όταν οι ελίτ διατρανώνουν ακραία τις ανισότητες προκει­μένου να αιτιολογήσουν τις πολιτικές τους, με κλασικό εγχώριο πολιτικό πα­ράδειγμα τον πρόεδρο της Νέας Δημο­κρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη: «Δεν τρέ­φω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση».

Η αναδυόμενη νέα βιολογία προ­σφέρει τα απαραίτητα επιστημονικά επιχειρήματα για την ιδεολογική και επιστημονική θεμελίωση των κοινω­νιών του μέλλοντος που θα βασίζο­νται στην ισότητα των ατόμων. Θέτει τα γονίδια περί γενετικών ανισοτήτων στη θέση των άψυχων πλήκτρων του πιάνου που ενεργοποιούνται από τον πιανίστα-άτομο, σε απόκριση πλειάδας περιβαλλοντικών διαβαθμίσεων (ενδο/ διακυτταρικές, ενδο/διοργανικές και ενδο/διοργανισμικές, τροφή, φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον). 

H διανοητική/γνωστική διαφορετι­κότητα των ατόμων είναι αποτέλεσμα έκθεσης σε διαφορετικά ερεθίσματα που μπορεί να είναι τυχαία (λόγω γέν­νησης από μη επιλέξιμα οικογενειακά περιβάλλοντα, γεωγραφικούς χώρους και χώρες) ή υποβαλλόμενα (παιδεία) ή και επιδιωκόμενα (στο βαθμό που υπάρχει ενσυνείδητη και πλήρης εικό­να του όλου).

Επίσης, τα ερεθίσματα μπορεί να τυχαιοποιούνται στο πλαίσιο πολιτιστικών, οικονομικών ακόμα και αντιπαγκοσμιοποιητικών βιολογικών/ τεχνολογικών περιορισμών (διποδι­σμός, τεχνολογικά αδύνατη η ακαριαία μετάβαση-επιστροφή, εγκατάσταση, προσαρμογή σε άλλες χώρες), καθώς και λόγω της περιοριστικής αυτοσυντηρητικής τάσης συνασπισμού των ατόμων σε ομάδες (φυλές, έθνη, πα­τρίδες) αλληλοσυμπληρούμενων ενδι­αφερόντων/συμφερόντων/παραδόσε­ων/θρησκειών εντός περιορισμένων γεωγραφικών χώρων.


Οι ελίτ κατασκευάζουν για τις μάζες έναν απρόσωπο/νεφελώδη –γνωστικά, κοινωνικά, και ως προς τη φυλογένεια– γονιδιοκεντρικό ατομικισμό. Επιτρέ­πουν στα άτομα την ελεύθερη επιλογή μόνο σε ομογενοποιημένους (κοσμοπολιτικά, πολυπολιτισμικά) τρόπους αποπροσωποποίησης του ατομισμού τους. Έτσι, τα αναγκάζουν να προσφεύ­γουν σε θολά κριτήρια αυτοεπιβεβαί­ωσης, μετατρέποντάς τα σε πολιτικά ακίνδυνες ατομικιστικές ασημαντότη­ τες.

Παρά ταύτα, τα άτομα ισορροπούν βιολογικά, ψυχικά και διανοητικά μόνο όταν αντλούν αυτοεπιβεβαίωση από κοινωνικούς στόχους/δράσεις που θέ­τουν/πραγματοποιούν δημοκρατικά με ισότιμα μέλη των κοινωνιών τους. Συνεπώς, η βιολογική φύση του αν­θρώπου και η επιβίωσή του ως είδος επιβάλλουν την αξιακά και διανοητι­κά ισότιμη, συναγωνιστική κοινωνική συμβίωσή του υπό συνθήκες ατομικού αλληλοσεβασμού και υψηλού επιπέδου πολιτισμού και παιδείας. Μόνο υπό αυτό το πλαίσιο βιολογικής/διανοητι­κής ισότητας θα μπορέσει ο άνθρωπος να επεξεργαστεί βιώσιμα πολιτικά συ­στήματα και δομές ουσιαστικής κοινωνικής αυτοδιαχείρισης.

* Καθηγητής Βιοχημείας, Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών

Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το άρθρο «Μια νέα κοινωνιοκεντρική βιολογία αλληλεπίδρασης μεταξύ βιολογικά ισότιμων ατόμων και περιβάλλοντος. Αποκαθηλώνεται η γονιδιοκεντρική μοριακή βιολογία των ελίτ» που δημοσιεύτηκε στα Τετράδια Μαρξισμού 7:39-64, 2018.

Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.