Articles by "Μαρτυρίες"


Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρτυρίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων


Διαδικτυακή συζήτηση-αφιέρωμα στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί, με θέμα "Η Τούμπα στην Κατοχή και την Αντίσταση", διοργανώνει η Εταιρεία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων 1940-1974 Κεντρικής-Δυτικής Μακεδονίας (ΕΔΙΑ) το Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020, ώρα 7 μ.μ.. Την εκδήλωση μπορεί να την παρακολουθήσει κανείς από την ιστοσελίδα της ΕΔΙΑ: www.edia-makedonia.gr

Εισηγητές θα είναι oi:

-Σπύρος Κουζινόπουλος, δημοσιογράφος-συγγραφέας

-Σίμος Κερασίδης, συγγραφέας

-Ανδρέας Βενιανάκης, ερευνητής-συγγραφέας

Τη συζήτηση θα συντονίζει ο πρόεδρος της ΕΔΙΑ Μακεδονίας, Τριαντάφυλλος Μηταφίδης

Στη μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη, η Τούμπα στα ανατολικά της, συμπύκνωνε δυναμικά τις αντιθέσεις της πόλης, ιδιαίτερα στα λαϊκά της στρώματα: Ρομά, Εβραίοι στο 151 και πρόσφυγες, που έδωσαν ζωή στον ακαλλιέργητο και εγκαταλειμμένο κάμπο της Τούμπας, εργάτες, τεχνίτες και μικρομαγαζάτορες, συναντήθηκαν με τον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό αλλά και τον εθνικισμό, τον αντικομμουνισμό και τον αντισημιτισμό σε ένα εκρηκτικό μείγμα.

Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος άμβλυνε τις διαφορές αλλά η γερμανική κατοχή τις επανέφερε βαθιές και συχνά αγεφύρωτες. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, πλήρωσαν βαρύ φόρο στον πόλεμο, στις απώλειες από πείνα, φυματίωση, ελονοσία και στο Ολοκαύτωμα. Πολλοί δεν πτοήθηκαν. Ο πρωτεργάτης της αντιστασιακής οργάνωσης «Ελευθερίας», Σίμος Κερασίδης, στέλεχος του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ, εκκινούσε από την Τούμπα, το ΕΑΜ και η ΕΠΟΝ βρήκαν εδώ πρόσφορο έδαφος, με 1.500 ανθρώπους να συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις το 1944. Η περιοχή έγινε στόχος των ενόπλων του Δάγκουλα με το αιματηρό μπλόκο της Κάτω Τούμπας να αφήνει πίσω του νεκρούς και τραυματίες.

Από τα μέσα Οκτωβρίου 1944, η Τούμπα μαζί με τους άλλους συνοικισμούς ελεγχόταν από τον εφεδρικό Ε.Λ.Α.Σ. και λίγες μέρες αργότερα με την απελευθέρωση της πόλης από τον ΕΛΑΣ, ο κόσμος της κατηφόριζε στο κέντρο με τρομπέτες, παντιέρες, λάβαρα και χωνιά, φωνάζοντας “Τούμπα - Στάλινγκραντ”….




Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Συγκλονιστική μαρτυρία σχεδόν μισό αιώνα μετά τη ματωμένη εισβολή στο χωριό Σύσκληπος της Κύπρου: «Ήμουν 12 ετών, με βίαζαν οι Τούρκοι και δίπλα αποκεφάλιζαν τον αδελφό μου» αποκαλύπτει φέτος για πρώτη φορά μια γυναίκα που δεν μπορεί να ξεχάσει εκείνο το καλοκαίρι που σταμάτησε ο χρόνος…

Έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. «Οχι μισός αιώνας. Είναι 44 χρόνια», με διορθώνει ένας φίλος που έχασε το σπίτι του εκείνο το καλοκαίρι. Μετράει βασανιστικά ένα-ένα τα χρόνια που βρίσκεται μακριά από τον τόπο όπου γεννήθηκε. Είναι και άλλοι που μετρούν μήνες. Πέρασαν 528 μήνες από την ημέρα που έχασαν τα αδέλφια, τους γονείς, τους φίλους τους. Δολοφονήθηκαν, σκοτώθηκαν στη μάχη, υπήρξαν απώλειες σε ένα έγκλημα διαρκείας.




Μια γυναίκα, σίγουρα όχι η μόνη, μετράει μία-μία τις μέρες από τον Αύγουστο του 1974. Τις θυμάται όλες και κάθε πρωί παλεύει να τις σβήσει και να προσποιηθεί ότι όλα ήταν ο εφιάλτης μιας νύχτας που πέρασε. Οτι είναι πάλι 12 χρόνων, όσο ήταν το καλοκαίρι εκείνο. Το καλοκαίρι που σταμάτησε να είναι παιδί. Η βρώμικη ανάσα των Τούρκων που τη βίασαν, το αίμα στα χέρια τους, οι κραυγές, οι πυροβολισμοί είναι η απόκοσμη συντροφιά της σε μια ζωή που προσπαθεί να την κάνει να είναι όπως των άλλων, σχεδόν φυσιολογική. Ολα αυτά τα χρόνια, τους μήνες, τις μέρες και τις ώρες, από τη στιγμή που βρέθηκε στα χέρια των Τούρκων, δεν μίλησε. Δεν ήθελε να μιλάει. Δεν ήθελε κανένας να ξέρει. Μόλις πριν από λίγες μέρες, όμως, τόλμησε. Χωρίς φωτογραφίες, χωρίς ονόματα, χωρίς λεπτομέρειες που θα την έβγαζαν από την ανωνυμία που έχτισε, μίλησε σε δημοσιογράφο της κυπριακής εφημερίδας «Πολίτης». Σε ένα προάστιο της Λευκωσίας, όπου εργάζεται σε ιδιωτική εταιρεία, έξυσε τις μνήμες και μίλησε για τη δική της ιστορία. Μια ιστορία που δεν γράφτηκε σε κανένα βιβλίο, απασχόλησε λίγους, εξόργισε ελάχιστους και αγνοήθηκε από πολλούς.

Οταν μπήκαν στο χωριό

Η εκεχειρία, που υποτίθεται ότι ίσχυε στις 23 Ιουλίου του 1974, έχει κάνει τους λίγους κατοίκους που έμειναν στο χωριό Σύσκληπος, στις παρυφές του όρους Πενταδάκτυλος, να ελπίζουν ότι η μπόρα θα περάσει και οι δικοί τους άνθρωποι που εγκατέλειψαν το χωριό σύντομα θα ξαναγυρίσουν. Εδιναν δύναμη ο ένας στον άλλον -ηλικιωμένοι οι περισσότεροι- και μαζεύονταν σε ένα σπίτι στην έξοδο του χωριού που ανήκε στον Ευγένιο Χατζηηράκλη. Περίπου 15-20 ψυχές. Μεταξύ τους και ένας πατέρας με τη 12χρονη κόρη του και τον 19χρονο γιο του. Με τα αυτιά κολλημένα στο ραδιόφωνο για να μάθουν αν «πετάξαμε τους Τούρκους στη θάλασσα», όπως μετέδιδε το ΡΙΚ που είχε καταληφθεί στις 15 Ιουλίου από τους πραξικοπηματίες. Παρακολουθούσαν και τις ειδήσεις στα ελληνικά από τον παράνομο τουρκοκυπριακό σταθμό Μπαϊράκ, που θριαμβολογούσε για την επιτυχημένη «ειρηνευτική» επιχείρηση της Τουρκίας. Η διαλυμένη από το πραξικόπημα Εθνική Φρουρά είχε αναδιπλωθεί και το χωριό είχε μείνει αβοήθητο στο έλεος των Τούρκων, οι οποίοι το κατέλαβαν το βράδυ της 26ης Ιουλίου του 1974. Οι Τούρκοι στρατιώτες, συνοδευόμενοι από κάποιους ένοπλους άτακτους Τουρκοκύπριους, βρήκαν στο σπίτι του γερο-Ευγένιου 14 άτομα. Πήγαιναν κάθε πρωί και τους κατέγραφαν ώστε να είναι σίγουροι ότι δεν διέφυγε κάποιος. Φωνές, σπρωξίματα, βρισιές… αλλά μέχρι εκεί. Ωσπου έφτασε η 3η Αυγούστου του 1974.




Η 12χρονη κάθε φορά που οι Τούρκοι έμπαιναν στο σπίτι κρατιόταν από το παντελόνι του πατέρα της έχοντας την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Ποιος θα μπορούσε να την πειράξει; Δεν μπορούσε στο παιδικό της μυαλό να συλλάβει τι ήταν αυτό που θα ακολουθούσε το απόγευμα της 3ης Αυγούστου. Το πρωί οι Τούρκοι στρατιώτες είχαν καταγράψει και πάλι τους Ελληνοκύπριους που έμεναν στο σπίτι. Επανήλθαν όμως. Από εκείνο το ζεστό απομεσήμερο του Αυγούστου, το σπίτι έγινε τόπος ενός από τα φοβερότερα εγκλήματα που διέπραξαν οι Τούρκοι στην Κύπρο. Μια ασύλληπτης βαρβαρότητας σφαγή, με τα λείψανα των θυμάτων να μην έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα. Συνολικά στο χωριό καταγράφηκαν 28 αγνοούμενοι, εκ των οποίων οι 14 στο συγκεκριμένο σπίτι. Σε μια σπηλιά βρέθηκαν τα καμένα οστά ενός ζευγαριού, το οποίο εντόπισαν κρυμμένο οι Τούρκοι. Αφού τους έσφαξαν, τους έκαψαν παίρνοντας τα λίγα χρήματα που είχαν μαζί τους για να διαφύγουν σε ασφαλή περιοχή.

Ο Τούρκος αντισυνταγματάρχης

Σε βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2004 με τίτλο «Κύπρος: Νησί προς πώληση – Αγνωστες πτυχές της Ειρηνευτικής Επιχείρησης», ο Τούρκος καθηγητής και συγγραφέας Erol Mütercimler καταγράφει αυτούσιες μαρτυρίες Τούρκων αξιωματικών και στρατιωτών που είχαν λάβει μέρος στην εισβολή στην Κύπρο. Μεταξύ των μαρτυριών είναι και αυτή του αντισυνταγματάρχη πεζικού Salih Guleryuz, ο οποίος ήταν υποδιοικητής της μονάδας καταδρομών που στρατοπέδευσε στον Σύσκληπο. Ο Salih Guleryuz κρατούσε καθημερινό ημερολόγιο και σε κάποιες σημειώσεις δίνει συγκλονιστικά στοιχεία για τη σφαγή των αμάχων. Λέει ότι το βράδυ της 3ης Αυγούστου του 1974 ενημερώθηκε για τη δολοφονία 14 άμαχων Ελληνοκυπρίων σε ένα σπίτι του χωριού. Ο Guleryuz γράφει στο ημερολόγιο:«3 Αυγούστου 1974… Μάθαμε ότι 14 από τους Ελληνοκύπριους που έμειναν στο χωριό Σύσκληπος σκοτώθηκαν το βράδυ σε ένα σπίτι. Αυτό το έκαναν ένας πυροβολητής υπαξιωματικός, δύο στρατιώτες καταδρομείς και δύο πολεμιστές (Τουρκοκύπριοι άτακτοι). Λήφθηκαν οι καταθέσεις των στρατιωτών μέχρι αργά…

4 Αυγούστου 1974… Κατά τις πρωινές ώρες ήρθε ο συμμαθητής μου, ο επιτελικός αρχηγός του σώματος στρατού, συνταγματάρχης Μαχμούτ Μπογουσλού. Πήγαμε μαζί στον Σύσκληπο και βρήκαμε το σπίτι όπου σκοτώθηκαν οι Ελληνοκύπριοι πολίτες. Σκοτώθηκαν από πυρά με αυτόματα τυφέκια στον προθάλαμο ενός σπιτιού κοντά στο ορνιθοτροφείο του χωριού. Οκτώ άτομα ήταν πάνω στις πολυθρόνες και στις καρέκλες πνιγμένα στο αίμα, διάτρητα από σφαίρες στο στήθος και στο κεφάλι. Στο έδαφος υπήρχαν ακόμα πέντε νεκρά άτομα, άνδρες και γυναίκες. Κοντά στην είσοδο της πόρτας πάνω σε μια καρέκλα υπήρχε ακόμη ένα πτώμα χωρίς κεφάλι. Εκεί κοντά ήταν και ένα κορίτσι, Ελληνοκυπριόπουλο, ηλικίας 11-12 χρόνων… Την είδαμε ενώ προγευματίζαμε με τους στρατιώτες μου στο ορνιθοτροφείο του Συσκλήπου. Οταν μας είδε εκείνη, είπε απελπισμένα καλημέρα χαμογελώντας».

Αυτό το 12χρονο κορίτσι που γλίτωσε από τη σφαγή έχοντας δει τον πατέρα της νεκρό με το κεφάλι πολτοποιημένο από τις σφαίρες και τον αδελφό της αποκεφαλισμένο σήμερα κουβαλάει τη μοναδική αυθεντική μαρτυρία της προσωπικής της τραγωδίας. Η μοναδική επιζήσασα ενός εγκλήματος γεμάτο από δολοφονίες αμάχων.

Μοναδική επιζήσασα

Η 12χρονη που επέζησε μίλησε πριν από λίγες μέρες για πρώτη φορά μετά από 44 χρόνια. Τη μαρτυρία της κατέγραψε ο δημοσιογράφος Σωτήρης Παρούτης και τη μετέφερε αυτούσια χωρίς παρεμβάσεις. Αλλωστε τι παρέμβαση μπορεί να γίνει στην εξιστόρηση ενός εγκλήματος από ένα εκ των θυμάτων;

Λέει η μοναδική επιζήσασα για το απόγευμα της 3ης Αυγούστου του 1974:

«Εμένα με πήρανε πρώτη. Ο πατέρας μου είχε καταλάβει τι επρόκειτο να γίνει. Φώναζε, έπεσε κάτω και τους παρακαλούσε. Με είχαν πάρει από εκεί που ήμασταν μαζεμένοι όλοι και με πήγαν στην άκρη του σπιτιού όπου ήταν το μπάνιο. Εγώ τον άκουγα ακόμη που φώναζε. Ακουγα και τον αδελφό μου επίσης. Ετσι ξεκίνησε ο βιασμός. Ερχονταν, με βίαζαν και έφευγαν. Υστερα από λίγο άκουσα πυροβολισμούς και φωνές. Εμένα με κρατούσαν εκεί. Οταν τέλειωσαν οι πυροβολισμοί, φύγανε και αυτοί. Με άφησαν μόνη μου μέσα στο μικρό δωμάτιο του μπάνιου. Εμεινα εκεί πεσμένη, κατατρομαγμένη και σοκαρισμένη. Πέρασε, νομίζω, κάνα μισάωρο και σκεφτόμουνα ότι μπορούσα να ανοίξω την πόρτα, να βγω έξω και να φύγω… Από το μικρό παραθύρι έβλεπα ότι δεν υπήρχε κανένας. Μετά το γκαράζ του σπιτιού μας ήταν τα χωράφια… Μόλις όμως έκανα τη σκέψη να βγω και να φύγω, μπήκε κάποιος και με άρπαξε. Με έβγαλε από την πίσω πόρτα. Εγώ ήμουνα ξυπόλητη. Σε μαύρο χάλι. Με πήγε από γύρω από το σπίτι. Κάποια στιγμή μού έδειξε ότι έπρεπε να φορέσω παπούτσια. Του λέω “δεν έχω”. Για να βρω παπούτσια έπρεπε να μπω ξανά στο σπίτι και να πάω στο δωμάτιό μου. Με πήγε μέσα. Πέρασα από τον χώρο όπου ήταν όλα τα πτώματα. Και του πατέρα μου και του αδελφού μου… Φόρεσα παπούτσια και βγήκα από το δωμάτιό μου. Ο άλλος που με συνόδευε ήταν μαζί μου».

Το μέγεθος του κακού

Η μαρτυρική 12χρονη του 1974, μοναδική επιζήσασα της σφαγής του Συσκλήπου, θυμάται: «Τα πτώματα ήταν δεκαπέντε, είκοσι, δεν τα μέτρησα. Το πτώμα του αδελφού μου ήταν πάντως με κομμένο το κεφάλι. Αυτός που με συνόδευε με πήρε να φύγουμε από το σπίτι. Εκλαιγα διαρκώς. Ούτε μπορούσα να μιλήσω, ούτε να συνειδητοποιήσω το μέγεθος του κακού. Προστέθηκαν και δυο-τρεις άλλοι κατά την απομάκρυνσή μου από το σπίτι. Με πήγαν μέσα στο χωριό. Σούρουπο πια, με έβαλαν σε ένα άλλο σπίτι. Εκεί ξεκίνησαν πάλι τον βιασμό. Ενας έμπαινε, ένας έβγαινε στο δωμάτιο όπου με κρατούσαν. Πέρασε δεν θυμάμαι ακριβώς πόσος χρόνος. Κανένα μισάωρο, καμιά ώρα… και άκουσα έναν πανικό. Ξαφνικά έφυγαν όλοι. Εγώ έμεινα εκεί. Τρομαγμένη στο κρεβάτι».


«Τι να πω και τι θα γίνει»

Η συγκλονιστική μαρτυρία συνεχίζεται: «Υστερα από κάνα πεντάλεπτο μπήκε κάποιος. Οχι από αυτούς που ήταν προηγουμένως. Με έπιασε από το χέρι και με έβγαλε έξω. Είδα ένα στρατιωτικό τζιπ να πλησιάζει. Μόλις έφτασε το τζιπ, οι βιαστές έφυγαν όπως-όπως. Ορισμένοι όμως παρέμειναν. Προτού καλά-καλά σταματήσει το αυτοκίνητο, κατέβηκε “το παιδί” που σας είπα στην αρχή (σ.σ.: Τούρκος αξιωματικός που είχε αναπτύξει καλή σχέση με τον αδελφό της προτού τον αποκεφαλίσουν), ήρθε κοντά μου και με έπιασε από το χέρι. Χάρη σε αυτόν σώθηκα! Μου μίλησε στα αγγλικά… Εγώ συνέχιζα να κλαίω. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Είδε όμως το χάλι μου. Οι υπόλοιποι που ήταν στο τζιπ κατέβηκαν και αυτοί κάτω και πρόταξαν τα όπλα στους υπόλοιπους μιλώντας τη γλώσσα τους. Εγώ δεν καταλάβαινα. Ηρθε κοντά μου και πάλι ο νεαρός αξιωματικός και μου έγνεψε να του δείξω ποιοι. Μου μιλούσε στα αγγλικά, επιτακτικά: “Show me, who? Who did this?” (σ.σ.: Δείξε μου, ποιος; Ποιος το έκανε;).

Αν και 12 χρόνων -και μετά από όλο αυτό το βασανιστήριο που πέρασα-, ήμουν σε θέση να διερωτηθώ μόνη μου: “Τι να πω και τι θα γίνει αν πω;”. Αστραπιαία σκέφτηκα, ανακουφισμένη κάπως, ότι το μυαλό μου ακόμη δούλευε! Σας τα λέω με λεπτομέρεια, όλα όσα έχουν μείνει αποτυπωμένα στη μνήμη μου. Εκανα, λοιπόν, με τους ώμους μου την κίνηση ότι τάχα δεν ξέρω. Εκείνος με τη σειρά του έδιωξε τους διάφορους, με έβαλε στο αυτοκίνητο και ανηφορίσαμε στο βουνό, πάνω από το χωριό, όπου ήταν το στρατόπεδό τους. Επικρατούσε χάος εκεί, πολλά πράγματα του πολέμου, οχήματα, στρατιώτες, όπλα, κανόνια κ.λπ. Απ’ ό,τι αντιλήφθηκα, με πήγε αμέσως στον ανώτερό του, ίσως τον διοικητή του στρατοπέδου. Του εξήγησε, απ’ ό,τι κατάλαβα, τι έγινε. Αυτός με πήρε και με έβαλε στο δωμάτιό του. Μου ετοίμασαν κρεβάτι το οποίο εφαπτόταν στον τοίχο. Ξαναήρθε το παιδί που με πήρε από τα χέρια τους και μου εξήγησε με λίγα αγγλικά ότι ο λόγος που με έδωσε στον διοικητή ήταν για να είμαι ασφαλής, διότι δεν ήξερε, όπως συμπλήρωσε, τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί. Ετσι, λοιπόν, έμεινα όλο το βράδυ στο δωμάτιο του διοικητή».


Το σπίτι του Ευγένιου Χατζηηράκλη, στην άκρη του χωριού, όπου βρήκαν καταφύγιο οι άμαχοι και έμελλε να γίνει μαζικός τάφος (φωτ. αρχείου)
Ανάρρωση στην Τουρκία

Στη μαρτυρία που έδωσε μόλις πριν από λίγες μέρες στην κυπριακή εφημερίδα «Πολίτης», η τότε 12χρονη ανέφερε ότι από το στρατόπεδο όπου την είχαν μεταφέρει οι Τούρκοι έβλεπε το σπίτι της και τη μεταφορά των πτωμάτων μέσα σε μαύρες σακούλες. Στη συνέχεια την πήγαν σε αστυνομικό τμήμα όπου έδωσε κατάθεση και νοσηλεύτηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο υπό συνεχή επίβλεψη για να μην της συμβεί κάτι. Με στρατιωτικό αεροπλάνο την πήγαν στην Αγκυρα και μετά στα Αδανα όπου νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο. Θυμάται ότι κάποια μέρα στον διάδρομο είδε έναν Ελληνοκύπριο ασθενή με πατερίτσες και τη ρώτησε αν είναι χριστιανή. Προτού προλάβει να του απαντήσει παρενέβησαν στρατιώτες και η συνομιλία διακόπηκε. Θυμάται ότι της φέρθηκαν καλά στην Τουρκία και την πίεζαν να φάει γιατί είχε αδυνατίσει υπερβολικά και είχε συνεχείς αιμορραγίες. Οταν αισθάνθηκε καλύτερα, τη μετέφεραν πίσω στα Κατεχόμενα και μετά από κάποιες διαδικασίες, τον Νοέμβριο, την παρέδωσαν στον ΟΗΕ, ο οποίος με τη σειρά του τη μετέφερε στις ελεύθερες περιοχές. Αναζητούσε τη μητέρα της, η οποία μαζί με τα άλλα αδέλφια της είχαν εγκαταλείψει τη Λευκωσία λόγω της εισβολής. Για μήνες στάθηκε αδύνατο να εντοπιστεί η μητέρα της, η οποία καθημερινά πήγαινε στο σημείο όπου επέστρεφαν οι αιχμάλωτοι και αναζητούσε την κόρη της.

«Κόρη μου, στάσου όρθια»

Στη μαρτυρία της θυμάται ότι τη μετέφεραν στο γραφείο του τότε προέδρου της Κυπριακής Βουλής, Γλαύκου Κληρίδη, που προήδρευε του κράτους, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος κατά το πραξικόπημα είχε διαφύγει στη Βρετανία. «Εκεί με άκουσε ο πρόεδρος με μεγάλο σεβασμό για δύο ώρες. Χωρίς να με ρωτά λεπτομέρειες. Μου είπε όμως μια κουβέντα που τη θυμάμαι μέχρι σήμερα: “Ακου, κόρη μου. Οπως σε έριξαν κάτω και σηκώθηκες -γιατί έχεις σηκωθεί πια-, έτσι θα πρέπει να μείνεις. Δεν έχεις να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν, ούτε για το τι έχεις περάσει, ούτε για το τι δεν πέρασες”». Στη συνέχεια βρέθηκε με τη μητέρα της και τα αδέλφια της και συνέχισε τη ζωή της με τον εφιάλτη να την κυνηγά. «Είναι περιττό να σας πω ότι για δύο χρόνια με τον παραμικρό θόρυβο που άκουγα έμπαινα κάτω από το κρεβάτι. Δύο χρόνια δεν μπορούσα να δω ένστολο. Ερχόταν ο αδελφός μου που υπηρετούσε τη θητεία του στην Εθνική Φρουρά και έβγαζε τη στολή έξω από το σπίτι. Εξω από την πόρτα και μετά έμπαινε μέσα. Αυτά».

Δικάστηκε ένας

Για τη σφαγή στον Σύσκληπο έχει υπάρξει παραδοχή της Τουρκίας, η οποία ωστόσο φορτώνει το έγκλημα σε άτακτους ένοπλους Τουρκοκύπριους, υποστηρίζοντας ότι οι Τούρκοι στρατιώτες δεν είχαν εμπλοκή. Οι μαρτυρίες και τα στοιχεία, όμως, δείχνουν ότι οι Τούρκοι στρατιώτες είναι αυτοί που διέπραξαν και τους βιασμούς και τις εν ψυχρώ δολοφονίες αμάχων. Αν και στις καταθέσεις που είχαν ληφθεί κατονομάζονταν οι δράστες, τελικά λόγω της δεύτερης φάσης του «Αττίλα» στις 15 Αυγούστου του 1974, αυτοί συγκαλύφθηκαν και εστάλησαν στην Αμμόχωστο. Για να δημιουργηθεί άλλοθι συνελήφθη μόνο ένας Τουρκοκύπριος με το όνομα Αλί, από το γειτονικό χωριό Φώτα, και εστάλη στην Τουρκία για να δικαστεί. Καταδικάστηκε και φυλακίστηκε για περίπου έναν χρόνο. Ο τουρκικός στρατός που μετέφερε τα πτώματα από το σπίτι μέχρι σήμερα δεν έχει αποκαλύψει πού τα έθαψε ή τα έκαψε. Εχουν γίνει πολλές ανασκαφές σε γύρω περιοχές, χωρίς όμως να εντοπιστούν λείψανα για να ταυτοποιηθούν οι αγνοούμενοι.

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

To γνωστό πολύ καλό free-press περιοδικό της Θεσσαλονίκης Parallaxi, ζήτησε από πέντε Θεσσαλονικείς να θυμηθούν τη μέρα που 50 χρόνια πριν η Δικτατορία επιβλήθηκε στη χώρα. Η Αλέκα Γερόλυμπου, ο Σπύρος Κουζινόπουλος, η Όλγα Τριαρίδου, η Ελένη Χοντολίδου και ο Απόστολος Παπαγιαννόπουλος θυμούνται όσα έζησαν στη Θεσσαλονίκη εκείνη τη μέρα που το ημερολόγιο έγραφε 21 Απριλίου 1967.


Τον Απρίλη του 1967

της Όλγας Τριαρίδου, δικηγόρου, συζύγου του Ντίνου Τριαρίδη

Τον Απρίλη του 1967 τον χαρακτήριζε ο έντονος προεκλογικός αγώνας για τις επερχόμενες εκλογές και η επίσης έντονη φημολογία για επιβολή δικτατορίας από τους στρατιωτικούς.

Εκείνη την εποχή μια ομάδα φίλων, με σφυρηλατημένη την φιλία μας στους φοιτητικούς αγώνες του 114 και του 15% για την παιδεία, καθώς και στους δύο ανένδοτους αγώνες του Γέρου της Δημοκρατίας, βγάζαμε, με εμπνευστή της προσπάθειας τον Ντίνο Τριαρίδη, την εφημερίδα «Νέα Γενιά», όπου με αλλαγή των εσωτερικών σελίδων για τα τοπικά νέα, κυκλοφορούσε στο Κιλκίς, την Πέλλα, την Πιερία, την Ημαθία, με υπεύθυνους αντίστοιχα τον Ντίνο Τριαρίδη, τον Γιώργο Σιδηρόπουλο, τον Τάσο Τερζή, τον Γ. Μπρουσκέλη.

Μακρακώμη 1971 

Η «Νέα Γενιά», εξαιρετικά αξιόλογη για τοπική εφημερίδα, έβγαινε με ελάχιστα οικονομικά, ατελείωτες ώρες δουλειάς από όλους μας και απέραντο ενθουσιασμό. Στο τύπωμα μας βοηθούσε ο φίλος Βαγγέλης Παγανός, λινοτύπης στην εφημερίδα «Μακεδονία».

Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου, βγαίνοντας ο Βαγγέλης από το τυπογραφείο της «Μακεδονίας» στην Τσιμισκή, βρέθηκε μπροστά στα τανκς με τον φοβερό θόρυβο των ερπυστριών μέσα στην ησυχία της νύχτας. Έντρομος, μπήκε ξανά στην εφημερίδα και μας τηλεφώνησε. Σηκώνοντας το ακουστικό, ο Ντίνος τον άκουσε να λέει «Ντίνο, 4η Αυγούστου, 4η Αυγούστου» και έκλεισε.

Λίγες στιγμές σιωπής μέχρι να συλλάβει το νόημα του τηλεφωνήματος και μετά –σαν να τον βλέπω ακόμη τώρα– χτυπώντας με την παλάμη το μέτωπο «το κάνανε το πραξικόπημα».

Φουρνάς 

Πόσο δύσκολο η φήμη να γίνεται πραγματικότητα.

Ανταλλάξαμε πέντε κουβέντες και εγώ μεν έμεινα στο σπίτι, άμαχος πληθυσμός πλέον –ο Θανάσης βρέφος δέκα μηνών και ο Στέφανος κυοφορούμενος στον έβδομο μήνα– ο δε Ντίνος έφυγε με άγνωστη κατεύθυνση για να ενωθεί με τον λαό που θα αντιδρούσε στο πραξικόπημα βγαίνοντας στους δρόμους κατά χιλιάδες όπως ήλπιζε ο Ανδρέας. Τέτοια αντίδραση εκείνο το βράδυ δεν υπήρξε, ούτε τα επόμενα.

Ο κόσμος μουδιασμένος και σοκαρισμένος περίμενε. Έτσι, ύστερα από τρεις μέρες άκαρπης αναμονής για ευρύτερο ξεσήκωμα και αφού πολλά εσωτερικά θέματα βρήκαν λύση – διασφάλιση των αρχείων της ΕΔΗΝ, φυγάδευση του Αντώνη Λιβάνη στην Αθήνα, αποστολή του πρώτου αντιστασιακού μηνύματος στην εφημερίδα «Δημοκρατία» στη Γερμανία, δημιουργία της ΣΕΑΔΑ (Συντονιστική Επιτροπή Αντιδικτατορικού Αγώνα) κλπ κλπ, επέστρεψε στο σπίτι μας και αρχίσαμε να ζούμε το βαρύ κλίμα της επταετίας.




Από τις σημειώσεις μιας φοιτήτριας της αρχιτεκτονικής, αρχές Μαίου 1967

της Αλέκας Καραδήμου-Γερόλυμπου, Αρχιτέκτονα πολεοδόμο, Καθηγήτριας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων,. Α.Π.Θ.

Πέμπτη 20 Απριλίου 1967, ετοιμάζομαι για το μάθημα της Παρασκευής, τελευταίο πριν από το Πάσχα. Δεν είμαι ευτυχής, δεν συνεννοούμαι καλά με τον διδάσκοντα και δεν θέλω να πάω στο Πολυτεχνείο. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα μου τηλεφωνεί η φίλη μου η Νίνα. Ήταν έξω με παρέα και επιστρέφει με τα πόδια στο σπίτι της στο κέντρο. Πολλή φασαρία στους δρόμους από στρατιωτικά JMC. Τι να συμβαίνει άραγε; Λες να ήρθε αυτό που τόσον καιρό φοβόμασταν;


Από τα πολλά που άλλαξαν, μια ανάμνηση πάντοτε μου έρχεται στο μυαλό όταν μιλούμε για την χούντα. Με την επιστροφή στα μαθήματα μετά από την Δευτέρα του Θωμά, η οικειότητα με τους χώρους των σπουδών μας έχει εξαφανιστεί. Πριν, μπορούσες να μπαίνεις μέσα στα φωτισμένα κτίρια όποια ώρα της μέρας ή της νύχτας, από ορθάνοιχτες πόρτες και παράθυρα, και να δουλεύεις μόνος ή με παρέα, σωπαίνοντας, μιλώντας, τραγουδώντας…

Όπως στο σπίτι σου

Τώρα τα φώτα σβήνουν, τα παράθυρα του ισογείου κλειδώθηκαν, οι πόρτες έχουν κλείσει και μια μόνον είναι ανοιχτή, η κεντρική. Οι χώροι έχουν γεμίσει θυρωρούς γνωστούς και άγνωστους , που στέκουν αμίλητοι σε κάθε γωνία, πέρασμα, ασανσέρ. Στο κάποτε θορυβώδες κυλικείο με τις έντονες συζητήσεις, επικρατεί σιγή. Λιγοστοί φοιτητές παίρνουν βιαστικά τα σάντουιτς από τους τρεις αναπήρους πολέμου διαχειριστές του και απομακρύνονται. Μάταια αυτοί αγωνίζονται να ανοίξουν κουβέντα.

Αλλά το σημαντικότερο ζήτημα είναι ότι ο χώρος δεν είναι οικείος, δεν βοηθάει τις συναντήσεις, τις συνεργασίες, την συναδελφικότητα. Στην τάξη πολλά σχεδιαστήρια είναι άδεια και θα μείνουν έτσι. Οι συμφοιτητές μας έχουν εξαφανιστεί. Κρύβονται; Συνελήφθησαν; Τους έστειλαν στα νησιά; Η έγνοια και ο φόβος για την τύχη τους μας γεμίζουν αγωνία. Κυρίως όταν θυμόμαστε ότι ο συμφοιτητής μας και μόλις διορισμένος από την χούντα πρόεδρος της τάξης, χασκογελούσε δείχνοντάς μας ένα περίστροφο κάτω από το σακάκι του.



Πώς έζησα την πρώτη ημέρα της δικτατορίας

του Σπύρου Κουζινόπουλου, δημοσιογράφου-συγγραφέα

Πενήντα χρόνια από το πραξικόπημα της χούντας των συνταγματαρχών, στις 21 Απριλίου 1967. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από μία μαύρη ημέρα που τον σημάδεψε βαθιά για όλη την υπόλοιπη ζωή του!!

Ξυπνάω έντρομος από τα παρατεταμένα κουδουνίσματα, τα δυνατά χτυπήματα στην πόρτα και τη φωνή «Σπύρο ξύπνα, Σπύρο ξύπνα». Με την τσίμπλα ακόμη στα μάτια, διαπιστώνω ότι η ώρα είναι γύρω στις 5:30 το πρωί και έξω είναι ακόμη σκοτάδι. Ανοίγοντας την εξώπορτα της γκαρσονιέρας στην οποία διέμενα, στην οδό Κύπρου, περιοχή Σχολής Τυφλών, βλέπω έκπληκτος τον εξάδελφο μου Μόρφη Στεφούδη, να με προτρέπει κουνώντας το δεξί χέρι: «Ντύσου γρήγορα και πάμε να φύγουμε, έγινε πραξικόπημα».

Με τον Μίκη Θεοδωράκη στις Σέρρες, δυόμισι χρόνια πριν το πραξικόπημα της χούντας, 
Β΄ Γραμματέας της Νεολαίας Λαμπράκη Σερρών, αν και μαθητής γυμνασίου ακόμη 

Ήταν λίγους μήνες πριν που είχα έρθει στη Θεσσαλονίκη από τις Σέρρες και εργαζόμουν στην εβδομαδιαία εφημερίδα της αριστεράς «Μακεδονική Ώρα», κάνοντας ελεύθερο ρεπορτάζ ενώ παράλληλα είχα συνδεθεί με τη Νεολαία Λαμπράκη, της οποίας ήμουν στέλεχός της στο νομό Σερρών, από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας της.

Όση ώρα προσπαθούσα να φορέσω ρούχα και παπούτσια, άρχισε να μου εξηγεί ότι είχε πάει γύρω στις 4,30 το πρωί, όπως κάθε μέρα, στο Σιδηροδρομικό Σταθμό για να πάρει το αστικό λεωφορείο προκειμένου να μεταβεί στην περιοχή «151», στις εγκαταστάσεις της εφημερίδας «Νέα Αλήθεια» όπου εργαζόταν ως πιεστής. Κι όταν στο Σταθμό είδε να είναι περικυκλωμένος από τανκς και πάνοπλους στρατιώτες, κατάλαβε ότι κηρύχτηκε δικτατορία. Κάνοντας δε οτοστόπ, κατάφερε να έρθει ως εμένα.

«Κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς, γίνονται σε όλη την πόλη συλλήψεις, μπορεί να έρθουν κι’ εδώ». Είναι αλήθεια ότι άργησαν. Και όπως με πληροφόρησε αργότερα ο θυρωρός της πολυκατοικίας, είχαν πάει και με ζητούσαν γύρω στις 10 το πρωί

Σε λίγα λεπτά, ήμασταν μεν στο δρόμο, άρχιζε όμως το μεγάλο βάσανο σχετικά που θα πάμε να κρυφτούμε. Θυμήθηκα ότι σε κοντινή απόσταση, έμενε μία συμπατριώτισσά μου φοιτήτρια του Οικονομικού. Όταν της χτύπησα την πόρτα, προθυμοποιήθηκε να μας φιλοξενήσει για δύο εβδομάδες, καθώς την ίδια ημέρα, τόσο η ίδια, όσο και οι άλλες δύο συγκάτοικοί της θα έφευγαν για τα σπίτια τους για να κάνουν Πάσχα, καθώς η μέρα που επιβλήθηκε η δικτατορία, ήταν Παρασκευή, παραμονή του Λαζάρου και έκλεινε το Πανεπιστήμιο.

Περιττό να πω ότι εκείνο το συμπαθητικό διαμέρισμα φιλοξένησε από το ίδιο βράδυ πάνω από δώδεκα καταζητούμενους από την Ασφάλεια του καθεστώτος αγωνιστές. Ενώ απερίγραπτος ήταν ο πόνος, όταν καταφέρνοντας κάποια στιγμή να μιλήσω στο τηλέφωνο με τον πατέρα μου, με πληροφόρησε ότι είχαν συλλάβει τη μητέρα μου την οποία στη συνέχεια εξόρισαν στη Γυάρο επί εννέα μήνες, κι αυτό εξαιτίας ενός… τυπολάτρη διοικητή του Τμήματος Ασφαλείας Σερρών: Είχε ο άνθρωπος στα χέρια του μία λίστα με 283 ονόματα αριστερών του νομού που έπρεπε να συλλάβει με βάση το σχέδιο «Προμηθεύς». Και όταν πήγαν όργανά του στο σπίτι μου για να με συλλάβουν και η μάνα μου τους είπε ότι διαμένω πλέον στη Θεσσαλονίκη, για να μη μείνει η λίστα τους λειψή, συνέλαβαν και εξόρισαν την πολυβασανισμένη στη ζωή της κυρά-Μεταξία.

Αυτά για την εμπειρία μου από την πρώτη μέρα της δικτατορίας στη Θεσσαλονίκη. Τα υπόλοιπα για τα εφτά μαύρα χρόνια που ακολούθησαν, την παρανομία, τη σύλληψη κάποια στιγμή, τον εγκλεισμό στα κρατητήρια της Εθνικής Ασφάλειας, στην οδό Βαλαωρίτου, τη φάλαγγα, τις παρακολουθήσεις και τον κατατρεγμό, ίσως μια άλλη φορά.



Αναμνήσεις από τη δικτατορία

της Ελένης Χοντολίδου, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Σχολικής Παιδαγωγικής και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης στη Φιλοσοφική του ΑΠΘ




Εδώ τα τρυκάκια της Εριφύλης. Περήφανη για την αδελφούλα μου. 

Είμαι στην Ε΄ Γυμνασίου. Η αδελφή μου έρχεται στο σπίτι να πάρει ρούχα. Είναι στην κατάληψη της Πολυτεχνικής. Ο πατέρας μου της απαγορεύει να επιστρέψει με πλήρη αποτυχία. Αφού φύγει με κοιτάει με μάτια που δεν θα ξεχάσω ποτέ και μου λέει: «ήμουν υποχρεωμένος να το κάνω, αλλά είμαι περήφανος που το κάνει».


Η Εριφύλη ήταν στην Επιτροπή Επικοινωνίας. ΄Εγραφε τρυκάκια με τα καθαρά γράμματά της και μίλησε με τον Θεοδωράκη. Γύρισε χαράματα μετά την εκκένωση. Τρίτη πρωί ήρθαν δύο «κύριοι» να την πάρουν. Νομίζω ότι είναι ο υδραυλικός που περιμένουμε! Η Εριφύλη μάζεψε τα πράγματά της και πολύ ψύχραιμα άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Εγώ αισθάνομαι έναν πόνο στην καρδιά. Της είπαν να κατεβεί περπατώντας να μη δει η γειτονιά ότι τη μάζεψε η ασφάλεια!

Δεν το είπα στους γονείς μου. Πήγα στο σχολείο όπου η συμμαθήτριά μου Σοφία Γιαννούση μου εξηγούσε πώς θα της κάνουν φάλαγγα εκείνη την ώρα. Η Σοφία λόγω Νάκου τα ήξερε αυτά… Δεν νομίζω ότι παρακολούθησα μάθημα.

Η Εριφύλη δεν βασανίστηκε σωματικά, ευτυχώς. Της έδειξαν πρησμένα πόδια παιδιών από το Πολυτεχνείο, κατάλαβαν ότι δεν είναι οργανωμένη, της πήραν το διαβατήριο.

Γυρνώντας από το σχολείο τη βρήκα σπίτι. Ο πατέρας μου που ειδοποιήθηκε να την παραλάβει (όπου του διάβασαν και τον δικό του μικρό φάκελο) με μάλωσε που δεν τους ειδοποίησα.



…. Ένα μπουρίνι και οι λεύκες έσωσαν τη Νέα παραλία

του Απόστoλου Παπαγιαννόπουλου ιστορικού – συγγραφέα

Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1969 και στο Διοικητήριο πραγματοποιείται μία από τις γνωστές «συσκέψεις» των τοπικών φορέων της Θεσσαλονίκης υπό την προεδρία του Στυλιανού Παττακού, αντιπροέδρου τότε και υπουργού Εσωτερικών της κυβέρνησης Γ. Παπαδόπουλου. Αντικείμενο της σύσκεψης ήταν η πορεία του έργου της κυβέρνησης της «Εθνοσωτηρίου Επανάστασης της 21ηςΑπριλίου». Δήμαρχος Θεσσαλονίκης ήταν τότε ο Αλέξανδρος Κωνσταντινίδης, συνταξιούχος υπάλληλος του Δήμου διορισμένος από την κυβέρνηση των συνταγματαρχών. Τον δήμαρχο συνόδευε και ο υποφαινόμενος προϊστάμενος τότε στις Τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου αρμόδιος για πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά θέματα στην πόλη και ο τότε προϊστάμενος των Κήπων. Μόλις τελείωσε η σύσκεψη, όπου βέβαια όλα ο Παττακός τα βρήκε … θαυμάσια, με εντολή του μία πομπή από καμιά εικοσαριά μαύρες λιμουζίνες με επικεφαλής αυτή του αντιπροέδρου της κυβέρνησης κατευθύνεται και φτάνει στο ανεγειρόμενο τότε ξενοδοχείο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΠΑΛΛΑΣ» στη μπαζωμένη επέκταση της Νέας παραλίας για αυτοψία.


Η περιοχή λίγο προτού ξεκινήσει η ανέγερση του ξενοδοχείου «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΠΑΛΛΑΣ» 

Η πέριξ του ξενοδοχείου έκταση προοριζόταν από την Εφορία Δημοσίων Κτημάτων ως τα «κοτόπουλα» και τον Ιστιοπλοϊκό όμιλο να μετατραπεί σε οικόπεδα και να πουληθεί παρά τις αντιδράσεις του Δήμου που ήθελε να παραμείνει ακάλυπτος χώρος πρασίνου. Μόλις φτάσαμε εκεί ξεσπά ένα ισχυρό καλοκαιρινό μπουρίνι το οποίο κάνει τη μέρα νύχτα από τη σκόνη που σηκώθηκε από τις εκτάσεις των δημοσίων οικοπέδων . Ο Παττακός φωνάζει τότε το δήμαρχο και του κάνει αυστηρές παρατηρήσεις δίνοντας εντολή όλες αυτές οι εκτάσεις να ‘πρασινίσουν» ως την επόμενη επίσκεψή του στην πόλη. Ο δήμαρχος τα χρειάστηκε αλλά τον καθησυχάσαμε λέγοντας πως είναι ευκαιρία να πρασινίσουμε την περιοχή χωρίς μάλιστα να περιέλθουν οι εκτάσεις του δημοσίου στο Δήμο. Συντάχθηκε τότε εν τάχει μία μελέτη πρασίνου και τις επόμενες μέρες αρχίσαμε με την υπηρεσία Κήπων να διαμορφώνουμε την περιοχή σε πράσινο. Τότε ήταν που αποφασίσαμε να φυτέψουμε λεύκες που μεγαλώνουν γρήγορα ώστε να παγιωθεί η κατάσταση και στο μέλλον. Και αυτό γιατί άλλο είναι να καταστρέφουν ένα γκαζόν και άλλο να κόβουν δέντρα. Και αυτό ήταν μαζί με το μπουρίνι που έσωσε τη Νέα παραλία τελικά όταν θέλησε το Δημόσιο να πάρει τα οικόπεδα της παραλίας πίσω για να τα κτίσει…»