Articles by "Μαστρογιάννη"
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαστρογιάννη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων



τηςΦωτεινής Μαστρογιάννη

Ο ασφαλισμένος είναι ο τρίτος τύπος ανθρώπου που παρουσιάζεται στην κρίση σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση των Χαρτ και Νέγκρι.

Στον τύπο αυτό περιλαμβάνουν τον σημερινό άνθρωπο που παρακολουθείται διαρκώς όπως είχα αναφέρει και στο κείμενό μου «Σε βλέπω» για τον περιορισμό της ατομικής ελευθερίας μέσω του ηλεκτρονικού χρήματος όπου θα καταγράφονται όλες οι κινήσεις του ατόμου με ψευτοδικαιολογία την πάταξη της φοροδιαφυγής αλλά στην ουσία για πλήρη επιτήρηση και απομάκρυνση των αντιιφρονούντων με κλείσιμο των τραπεζικών τους λογαριασμών (Χέρινγκ) και με τη γενικότερη ηλεκτρονική παρακολούθηση όλων των δραστηριοτήτων του ανθρώπου (Ραμονέ).

Οι καθημερινές δραστηριότητες καταγράφονται και ο άνθρωπος είναι ουσιαστικά φυλακισμένος και φοβισμένος, είναι και έγκλειστος και φύλακας σε μία κοινωνία-φυλακή. Ακόμα και οι πραγματικοί φυλακισμένοι έχουν αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό χωρίς αυτό να εξηγείται από την άνοδο της εγκληματικότητας (τουλάχιστον για τις ΗΠΑ στις οποίες αναφέρονται οι συγγραφείς).

Από τη μία παρατηρείται η αύξηση των φυλακισμένων και η κατ’επέκταση αύξηση των φυλακών και από την άλλη η κοινωνία στρατιωτικοποιείται. Η αρχή έχει γίνει από τις ΗΠΑ και επεκτείνεται σε όλο τον κόσμο. Όπως προαναφέρθηκε, ο άνθρωπος είναι και φυλακισμένος και φοβισμένος – στρατολογημένος.

Οι Χαρτ και Νέγκρι θεωρούν ότι οι τάσεις αυτές εμφανίζονται τώρα λόγω της νεοφιλελευθερισμού που επιβάλλει την κινητικότητα και την επισφάλεια των εργαζόμενων όπου πλέον δημιουργούνται στρώματα πλεονάζοντος πληθυσμού (δηλαδή πληθυσμού που «περισσεύει»).

Ο «περισσευούμενος» αυτός πληθυσμός που είναι οι άνεργοι, οι υποαπασχολούμενοι ακόμα και οι φτωχοί εργαζόμενοι, θεωρούνται εν δυνάμει επικίνδυνοι για τα συμφέροντα των ελίτ και ως εκ τούτου πρέπει να «φυλακίζονται» και να λειτουργούν και ως φόβητρο για όσους έχουν απομείνει ακόμα «ελεύθεροι» (βλ. κείμενό μου«Τουρίστες και Αλήτες» όπου τουρίστες είναι αυτοί που μπορούν και καταναλώνουν (άρα έχουν ακόμα κάποια καλά αμειβόμενη εργασία) ενώ «αλήτες» είναι αυτοί που δεν μπορούν. Οι τουρίστες όμως ζουν διαρκώς με το άγχος (το φόβητρο που προανέφερα) μήπως γίνουν «αλήτες» και έτσι προσπαθούν να κρύψουν το άγχος τους, αγνοώντας τους αλήτες, προσποιούμενοι ότι αυτοί απλά δεν υπάρχουν).


Όπλο για την καθυπόταξη των μαζών είναι ο φόβος – φόβος πολέμου, φόβος τρομοκρατίας, φόβος για να μην χάσει κάποιος τη δουλειά του και δεν μπορεί να πληρώσει τα χρέη του (χρέη που τον έχουν βάλει σε μία άτυπη φυλακή). Όπως είχα γράψει, η κοινωνία επιτηρείται πλέον από παντού και«μία κοινωνία που ξέρει ότι επιτηρείται διαρκώς γίνεται πολύ γρήγορα πειθήνια και δειλή».

Όπως γράφουν οι Χαρτ και Νέγκρι: «Η ασφαλισμένη κοινωνία που σήμερα λειτουργεί με την ίδια επαίσχυντη λογική αλλά τώρα οι λύκοι είναι ήδη ελεύθεροι, παραμονεύουν στη σκιά, ως μία διαρκής απειλή. Τα φαντάσματα ενός γενικευμένου φόβου μπορούν να δικαιολογήσουν κάθε είδος αδικίας». Κρούεται ο κώδωνας του κινδύνου για τη διαμόρφωση μίας κοινωνίας - ζούγκλας. Θα συνεχίσει ο άνθρωπος να το επιτρέπει προκαλώντας έτσι την εξαφάνισή του;


Προτεινόμενα Αναγνώσματα

Michael Hardt & Antonio Negri. Να πάρουμε τη σκυτάλη. Διακήρυξη. Εκδ. Βιβλιόραμα.

Φωτεινή Μαστρογιάννη. Σε βλέπω.
Διαθέσιμο στο:http://mastroyanni.blogspot.gr/2017/08/blog-post_14.html
Φωτεινή Μαστρογιάννη. Τουρίστες και Αλήτες.Διαθέσιμο στο:
http://mastroyanni.blogspot.gr/2017/04/blog-post_27.html

πηγή

της Φωτεινής Μαστρογιάννη

Ένας άλλος τύπος ανθρώπου που υπάρχει στην κρίση, σύμφωνα με τους Χαρτ και Νέγκρι, είναι ο Μεσοποιημένος.
Στο παρελθόν θεωρούνταν ότι οι άνθρωποι είχαν ελλιπή πληροφόρηση και ως εκ τούτου, η πολιτική τους δράση παρεμποδιζόταν. Με την άνοδο του Διαδικτύου, οι άνθρωποι έχουν καλύτερη πληροφόρηση (όπως έχουμε διαπιστώσει όλοι μας κατά τη διάρκεια της κρίσης όπου αποκαλύφθηκαν πολλά για πρόσωπα και πράγματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας). Ωστόσο αυτή η αύξηση της πληροφόρησης δεν είναι αρεστή, γι’αυτό και παρατηρούμε τον περιορισμό της ελεύθερης διακίνησης της πληροφόρησης από τα κοινωνικά μέσα και όχι μόνο.



Το αρνητικό είναι ότι ο άνθρωπος κατακλύζεται από την πληροφόρηση, πολλές φορές μέσω διοχετευμένων ειδήσεων, μη δυνάμενος να διασταυρώσει την ορθότητά τους. Όπως γράφουν οι Χάρτ και Νέγκρι «το κυριότερο ζήτημα σε ότι αφορά την πολιτική δράση και απελευθέρωση, δεν είναι η ποσότητα της πληροφορίας, της επικοινωνίας και την έκφρασης, αλλά απεναντίας η ποιότητά τους».Ταυτίζεται η άποψή τους με αυτό που είχα γράψει στο κείμενό μου «μην πείτε στη μητέρα μου ότι είμαι μπλόγκερ,νομίζει ότι είμαι υπάλληλος γραφείου» δηλαδή ότι ο μέσος αναγνώστης (ακροατής, θεατής) μπορεί πλέον να έχει πρόσβαση σε πλούσιο περιεχόμενο χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να δέχεται τον ορυμαγδό αυτό της πληροφορίας χωρίς να ασκεί την κριτική του ικανότητα.



Θεωρούν δε ότι για να υπάρξει πολιτική δράση πρέπει πέραν της κυκλοφορίας των ιδεών να δημιουργηθούν πολιτικά συναισθήματα τα οποία δημιουργούνται μέσω της φυσικής εγγύτητας. Όπως είχε αναφέρει (με αναφορά στο μπλόγκινγκ) και ο Μαλέκ Μουσταφά - «δεν αρκεί να γράφει κάποιος. Το μπλόγκινγκ πρέπει να συνδυάζεται με δράση στους δρόμους διαφορετικά είναι μία άδεια, άχρηστη διαμαρτυρία».

Για την ανάπτυξη όμως της συλλογικής δράσης, πρέπει κάποια άτομα να ξεχωρίσουν από το πλήθος και να είναι αυτά που να προτείνουν την ανάληψη δράσης, είχα γράψει στο κείμενό μου «Απάθεια και Συλλογική Δράση» και δεν αναφερόμουν στην ύπαρξη κάποιου συγκεκριμένου ηγέτη. Η κινηματική μορφή αντίστασης στις ημέρες μας φαίνεται ότι είναι αποτέλεσμα ομάδων και όχι ηγετών, τουλάχιστον προς το παρόν. Ωστόσο μπορεί να υπάρξει κάποιος που να ξεχωρίσει από το πλήθος και με τις απόψεις του να ταυτιστεί μεγάλο μέρος των ανθρώπων και έτσι να καταλήξουν στη συλλογική δράση.



Η ύπαρξη των κινημάτων, τα τεράστια συλλαλητήρια που έγιναν στη χώρα μας με αφορμή το ζήτημα της Μακεδονίας, η ενεργοποίηση του κόσμου και μέσω των κοινωνικών μέσων και γενικότερα ο διαδικτυακός ακτιβισμός, δείχνουν για όσους συμμετείχαν και συμμετέχουν σε αυτά «τη δύναμη της δημιουργίας νέων πολιτικών συναισθημάτων μέσω της συνεύρευσης». Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν πίστεψαν στη ματαιότητα του αγώνα και απέδειξαν ότι η μαχητικότητα αποτελεί στοιχείο της αυτό-αντίληψής τους. Γνώριζαν δε και γνωρίζουν ότι τα προβλήματά τους δεν μπορεί να τα επιλύσει το πολιτικό σύστημα.

Στις δύσκολες στιγμές που ζει η χώρα μας, στιγμές που θέτουν σε άμεσα κίνδυνο την ύπαρξη της ως χώρας, η συνεύρεση και οργάνωση των πολιτών μέσω ομάδων (που δεν θα καθοδηγούνται από πολιτικά κόμματα και από αμφιλεγόμενους Μεσσίες) είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Ο ιστορικός χρόνος του καιρού των μαχητών, που είχα αναφερθεί στο παρελθόν, έχει πλέον έρθει.

της Φωτεινής Μαστρογιάννη

«…εκφράζεται ένα αντι-κίνημα, που σε κάποιο μέλλον, 
θα καταργήσει αυτόν τον πραγματοποιημένο μηδενισμό»
Φρήντριχ Νίτσε

Χαρακτηριστικό δείγμα του μηδενισμού, θεωρώ ότι είναι το παρακάτω απόσπασμα που διάβασα στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Ζαν-Κλωντ Μισεά «Τα μυστήρια της Αριστεράς» (σελ. 141).

«Στις 12 Ιουνίου 2012, το σουηδικό κόμμα της αριστεράς (που διαθέτει 22 βουλευτές στο σουηδικό κοινοβούλιο) κατέθεσε ενώπιον του γενικού συμβουλίου της κομητείας Σόρμλαντ-μέσω του τοπικού του σταρ, Βίγκο Χάνσεν- ένα νομοσχέδιο με στόχο να απαγορευτεί στο εξής, σε όλα τα «άτομα του ανδρικού φύλου», να ουρούν όρθια. Το γεγονός- ασφαλώς αδιανόητο στον 21οαιώνα- ότι δεν υπάρχει ακόμα σουηδικός νόμος που μπορεί να καθορίζει έναν τρόπο ούρησης που να μπορεί επιτέλους να είναι ο ίδιος για όλους συνιστά, πράγματι – στα μάτια των οπαδών αυτού του κόμματος της άκρας αριστεράς -, μια σκανδαλώδη και ιδεολογικά απαράδεκτη διάκριση (και, συνακόλουθα, ο μοναδικός δημοκρατικός τρόπος ούρησης δεν θα μπορούσε , βεβαίως, να είναι εκείνος που επιβάλλει το αρσενικό πρότυπο)».


Η κίνηση αυτή της σουηδικής αριστεράς είναι στα πλαίσια της πολιτικής ορθότητας. Όσον αφορά το φύλο, αυτό θεωρείται κοινωνική κατηγορία δηλαδή διαμορφώνεται από το κοινωνικό πλαίσιο και ως εκ τούτου, μπορεί να αλλάξει χωρίς όμως να αποσαφηνίζεται πλήρως τι είναι ανδρικό φύλο και τι γυναικείο. Στη θεώρηση της σουηδικής αριστεράς παραβλέπεται η ανατομική διαφορά και η λειτουργία της όπως είναι στο παραπάνω παράδειγμα της ανδρικής ούρησης, η οποία θεωρείται ότι μπορεί με νόμο να αλλάξει (!). Προφανώς πρόκειται περί μίας πολύ μεγάλης διανοητικής σύγχυσης.

Γενικότερα, οι θεωρήσεις περί φύλου, σχέσεων, ερωτικών προτιμήσεων, εθνικής ταυτότητας, ιστορίας, γλώσσας, θρησκείας έχουν ενταχθεί στο πλαίσιο των ατομικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, το άτομο μπορεί να επιλέξει το τι είναι παραβλέποντας το όποιο κοινωνικό πλαίσιο το οποίο θεωρείται εξ ορισμού καταπιεστικό (ακόμα και εάν δεν είναι) και ως τέτοιο πρέπει να αλλάξει ακόμα και με τη χρήση νομοθετικών ρυθμίσεων, παρά τη θέληση των ανθρώπων τους οποίους αφορά.

Το ενδιαφέρον και επικίνδυνο συνάμα είναι ότι όλα αυτά έχουν αποκλειστικά ως επίκεντρο το άτομο, παραβλέποντας τη σχέση του ατόμου με την κοινότητα, καταργώντας έτσι οποιαδήποτε έννοια συλλογικότητας. Συνεπώς, η επίκληση για τα ατομικά δικαιώματα υπακούει πλήρως στα κελεύσματα του οικονομικού φιλελευθερισμού στον οποίο τα πάντα αγοράζονται και πωλούνται με στόχο την ικανοποίηση του ατόμου και μόνον αυτού.

Εντυπωσιακό είναι επίσης ότι οι υπερασπιστές των ατομικών δικαιωμάτων, δεν υπερασπίζονται βασικά ανθρώπινα δικαιώματα όπως είναι το δικαίωμα στην εργασία, και στην αξιοπρεπή διαβίωση. Δεν καταγγέλλουν την πλήρη εξαθλίωση του εργαζόμενου στο εργασιακό περιβάλλον, την υποαμειβόμενη ή καθόλου αμειβόμενη εργασία (όπως είναι η τάση στη χώρα μας τελευταίως), την παρενόχληση ψυχολογική και σωματική (η οποία μπορεί να προκαλείται και από γυναίκες σε γυναίκες και όχι μόνο από άντρες), τα ατυχήματα στον χώρο εργασίας, την ελλιπή εργονομία, τις κακές συγκοινωνίες που εξαναγκάζουν πολλούς εργαζόμενους να δαπανούν άνω των δύο ωρών ημερησίως για να μεταβούν στον χώρο εργασίας με όποιες συνέπειες μπορεί η ταλαιπωρία αυτή να έχει στη σωματική και ψυχική τους υγεία κοκ.

Υποστηρίζουν ακόμα τη μαζική μετανάστευση ολόκληρων πληθυσμών για εύρεση εργασίας γιατί δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων που δεν είναι άλλο παρά η καταδίκη της αποτυχίας της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής και η οποία ως αποτυχημένη πρέπει να αλλάξει. Δεν το κάνουν όμως γιατί θεωρούν τον οικονομικό φιλελευθερισμό μονόδρομο ή κάποιοι από αυτούς περιμένουν να πέσει ο καπιταλισμός ως ώριμο φρούτο για να δούμε άσπρη μέρα. Παρατηρούμε μία μάλλον θεοκρατική αντίληψη της οικονομίας, πολύ επικίνδυνη εάν όχι απλά αφελή.

Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι ενώ υποστηρίζουν τα ατομικά δικαιώματα και τη διαφορετικότητα, δεν υποστηρίζουν την ατομική αξία. Κατ’αυτούς πρέπει να είναι όλοι όμοιοι και όχι ίσοι γιατί όπως προανέφερα το ίσοι προϋποθέτει και ριζική αλλαγή του οικονομικού μοντέλου κάτι που δεν εντάσσεται στην ατζέντα προβληματισμού τους.

Όσο για το όμοιοι αυτό είναι χαρακτηριστικό μάλλον ισοπεδωτικών και απολυταρχικών ιδεολογιών. Η ισοπέδωση αυτή αγνοεί το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί σε κάτι και δεν είναι απαραίτητο, αλλά δεν θα είχε και ενδιαφέρον, να είμαστε όλοι καλοί στο ίδιο αντικείμενο, ευτυχώς δεν είμαστε ακόμα ανθρωποειδή. Εάν κάποιος, για παράδειγμα, είναι άριστος στη Φυσική δεν σημαίνει ότι κάποιος που δεν του αρέσει η Φυσική πρέπει να αισθάνεται μειονεκτικά. Αντίθετα, μπορεί να είναι καλός π.χ. στη Λογοτεχνία. Όπως λένε και οι ψυχολόγοι, οφείλουμε να ενδυναμώσουμε τα καλά μας στοιχεία και όχι να μετατρέψουμε τα αρνητικά σε θετικά. Είναι πολύ προτιμότερο να γίνει κάποιος άριστος στη Λογοτεχνία που είναι η κλίση του παρά σε κάτι άλλο. Είναι επίσης προφανές ότι και στους δύο πρέπει να παρέχουμε τις ίσες ευκαιρίες και από εκεί να μπορούν να επιλέξουν.

Με το να εξαναγκάσουμε τους ανθρώπους να γίνουν όμοιοι, δεν δεχόμαστε τη διαφορετικότητα της φύσης τους.
Η διαφορετικότητα, για τους υπερασπιστές των ατομικών δικαιωμάτων, είναι σεβαστή για ορισμένες μειονότητες και όχι για το σύνολο όπως π.χ. λαοί. Για παράδειγμα, οφείλουμε να σεβόμαστε τη διαφορετικότητα των ομοφυλόφιλων με βάση τη σεξουαλική τους προτίμηση. Πόσοι όμως ομοφυλόφιλοι θέλουν να τους σέβονται για τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις και όχι για τις ικανότητές τους; Ένας ομοφυλόφιλος μπορεί να εργάζεται ως λογιστής και να θέλει να τον σεβόμαστε ως καλό επαγγελματία λογιστή και όχι ως ομοφυλόφιλο. Είναι σίγουρο δε, ότι οι πελάτες του, τον έχουν επιλέξει για τις γνώσεις του ως λογιστή και όχι για τη σεξουαλική του προτίμηση. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι αρκετοί ομοφυλόφιλοι έχουν αντιδράσει στην ισοπεδωτική προσέγγιση των ατομικών δικαιωμάτων που φαίνεται ότι είναι κατά βάθος ρατσιστική σε αντίθεση με αυτά που με ηχηρό και αρκετές φορές με βίαιο τρόπο υποστηρίζουν.


Οι υπερασπιστές των ατομικών δικαιωμάτων υποστηρίζουν και τα δικαιώματα των γυναικών ιδωμένα από μία εξίσου περίεργη οπτική.Κατ’αρχάς, οι γυναίκες δεν αποτελούν μειοψηφία αλλά το μισό πληθυσμό του πλανήτη. Το να τις κατατάσσει κάποιος σε πλαίσια «μειοψηφίας» είναι μία αντιδραστική αντιμετώπιση.Ειδικότερα στο εξωτερικό, οι υπερασπιστές των ατομικών δικαιωμάτων, έχουν στραφεί σε έναν ακραίο φεμινισμό στρεφόμενοι κατά του λευκού άνδρα ως βασικού εκπρόσωπου της πατριαρχίας και αιτία σχεδόν όλων των δεινών π.χ. αποικιοκρατία κτλ.

Η πατριαρχία, βέβαια, με την καταπιεστική για τις γυναίκες μορφή των προηγούμενων αιώνων, δεν υφίσταται, ωστόσο καταπίεση των γυναικών υφίσταται και δεν είναι αποτέλεσμα της κυριαρχίας του ανδρικού φύλου αλλά του ίδιου του κοινωνικοπολιτικοοικονομικού συστήματος. Η ασαφής αναφορά στην πατριαρχία δεν περιλαμβάνει όμως ζητήματα όπως είναι οι χαμηλότερες αμοιβές των γυναικών, οι χειρότερες θέσεις εργασίας, η έλλειψη νηπιακών σταθμών και σχολείων, ο υποβιβασμός της οικιακής εργασίας και φροντίδας των υπερήλικων μελών ως μη αμειβόμενης άρα και ως μη υφιστάμενης καπ. Δεν γίνεται επίσης καμία αναφορά στη δυσμενή θέση των γυναικών στις αναπτυσσόμενες χώρες όπου πολλές γυναίκες δεν έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, υφίστανται κλειτοριδεκτομή, όπου η παραμικρή ένδειξη μη συμφωνίας με τον θρησκευτικό νόμο τιμωρείται διά λιθοβολισμού, κτλ. και υπεύθυνος γι’αυτά δεν είναι ο λευκός άντρας.

Το ειρωνικό είναι ότι ειδικά στην τελευταία περίπτωση, οι καλοθρεμένοι και βολεμένοι δυτικοί, υποστηρίζουν ότι οι ίδιες οι γυναίκες πρέπει να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους αποδεικνύοντας έτσι την πλήρη έλλειψη κατανόησης του περιβάλλοντος των χωρών αυτών και έτσι νίπτουν απλώς υποκριτικά τας χείρας τους.

Το θέμα χρήζει περισσότερης ανάλυσης και επιφυλάσσομαι σε νεότερο κείμενο. Ωστόσο, κρούεται ο κώδωνας του κινδύνου. Η ανθρωπότητα βρίσκεται σε έναν κινούμενο βάλτο, έχουν χαθεί οι σταθερές που εκφράζονται μέσω των αξιών. Το ερώτημα είναι εάν θα ξαναβρεί τις αξίες της και ξεφύγει από τον μηδενισμό ή εάν θα παραδοθεί στην ενόρμηση του θανάτου.


Προτεινόμενα αναγνώσματα

  • Ζαν-Κλωντ Μισεά. Τα μυστήρια της Αριστεράς. Από το ιδεώδες του Διαφωτισμού, στον θρίαμβο του απόλυτου Καπιταλισμού», Εναλλακτικές Εκδόσεις/ σειρά: Δοκίμιο 28.
  • Φρήντριχ Νίτσε. Ο Ευρωπαϊκός Μηδενισμός. Ευθύνη. Αναλόγιο θ’.



«Πολλοί δρόμοι οδηγούν στη βία ή στο μίσος: η αποθάρρυνση και η απώλεια ελπίδας, η αδράνεια και η απάθεια, η ανάπτυξη μιας πικρίας και μιας μνησικακίας που οδηγούν σε εκρήξεις βίας, όχι πάντα τις ίδιες ποιοτικά και στους τρόπους έκφρασης. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μία διάχυτη δυσφορία που μπορεί να μετατραπεί σε ακραία βία».

Η προπαγάνδα έχει ως στόχο τη χειραγώγηση και είναι ένας από τους πολλούς δρόμους που έχουν οδηγήσει στη βία, στο μίσος και σε ακρότητες. Πατέρας της προπαγάνδας θεωρείται ο Γκέμπελς.

Αποτέλεσμα εικόνας για goebbels photos

O Πάουλ Γιόζεφ Γκέμπελς ήταν Υπουργός Προπαγάνδας της Ναζιστικής Γερμανίας την περίοδο 1933-1945. Ο καθηγητής ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Γιέηλ, Λέοναρντ Ντοομπ (Leonard Doob) το 1950, με βάση τα δημοσιευμένα αλλά και μη δημοσιευμένα αποσπάσματα του ημερολογίου του Γκέμπελς, συνόψισε τις βασικές αρχές του  Γκέμπελς για την προπαγάνδα. Οι αρχές αυτές μελετήθηκαν πολύ από τους ερευνητές επικοινωνίας αλλά και μέχρι σήμερα θεωρούνται εφαρμόσιμες ειδικότερα στον ψηφιακό κόσμο αλλά και στην πολιτική.

Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, η προπαγάνδα θα πρέπει να εστιάζει σε ένα συγκεκριμένο εχθρό ενώ το μήνυμα της θα πρέπει να είναι απλό και να απευθύνεται στις μάζες και όχι στους διανοούμενους.  Θα πρέπει να χρησιμοποιούνται διακριτές εκφράσεις για τον εχθρό, οι οποίες θα περιέχουν λέξεις και σλόγκαν  που θα  προκαλούν τις επιθυμητές αντιδράσεις (επιθυμητές για τον προπαγανδιστή) από το πλήθος. Στη συνέχεια, αυτές οι λέξεις θα συνδεθούν με ένα γεγονός και πρέπει να είναι εύκολες για να μπορεί το πλήθος να τις απομνημονεύσει και να τις επαναλάβει με ευκολία. Ο προπαγανδιστής θα πρέπει επίσης να τις επαναλαμβάνει ξανά και ξανά αλλά μόνο στις κατάλληλες περιστάσεις.
Αποτέλεσμα εικόνας για photos propaganda
Το μήνυμα και οι εκφράσεις πρέπει να μεταδίδονται μέσω του κατάλληλου επικοινωνιακού μέσου και εξυπακούεται ότι πρέπει να προκαλούν την προσοχή του κοινού και να αποτελείται από γενικεύσεις στις οποίες οι περισσότεροι θα μπορούν να ταυτιστούν. Θα πρέπει επίσης να μεταδίδεται από άτομα με κύρος. Στις κατεχόμενες από τη ναζιστική Γερμανία χώρες ιδιαίτερη έμφαση δίνονταν στην απόκτηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης από τις κατοχικές δυνάμεις. 

Στα γερμανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο Γκέμπελς είχε διαπιστώσει ότι οι Γερμανοί ήθελαν και ψυχαγωγία πέραν των προπαγανδιστικών μηνυμάτων (δεν είναι τυχαία στις μέρες μας, η χρήση όλων αυτών των ευτελών ψυχαγωγικών τηλεοπτικών εκπομπών). Στις εφημερίδες δεν ήταν αποτελεσματική η ευθεία χρήση προπαγάνδας μέσω κειμένων αλλά η προπαγάνδα πραγματοποιούνταν μέσω πλάγιων ειδήσεων.

Η μετάθεση είναι επίσης μία πολύ σημαντική αρχή της προπαγάνδας που χρησιμοποιείται στην πολιτική και δεν είναι άλλη παρά την κατηγορία του αντιπάλου για τα λάθη και τις ανεπάρκειές του. Προφανώς, δεν πρόκειται περί μίας ηθικής αρχής.

Αποτέλεσμα εικόνας για photos propagandaΗ άλλη αρχή είναι αυτή της υπερβολής και της πρόκλησης φόβου αλλά σε ένα «αποδεκτό» επίπεδο.  Κατά τον Γκέμπελς, ο χειρισμός του φόβου θέλει προσοχή. Ο μεγάλος φόβος προκαλεί πανικό και απώλεια ηθικού ενώ ο λίγος φόβος προκαλεί αυταρέσκεια και απάθεια. Ως εκ τούτου, η προπαγάνδα πρέπει να δημιουργεί και να δυναμώνει τον φόβο όσον αφορά τις συνέπειες της ήττας. Από την άλλη, πρέπει να μειώνει τον φόβο (εκτός αυτού που αφορά τις συνέπειες της ήττας), όταν δεν μπορούν να τον μειώσουν οι άνθρωποι από μόνοι τους.

Η αρχή της ανανέωσης, είναι κάτι που βιώνουμε συχνά και αφορά τον βομβαρδισμό με μηνύματα και πληροφόρηση τα οποία εμποδίζουν το άτομο να σκέπτεται. Όταν ο αντίπαλος/ εχθρός απαντήσει στα μηνύματα αυτά, τότε το κοινό δεν θα ενδιαφέρεται πλέον γιατί η προσοχή του θα έχει οδηγηθεί να στραφεί σε κάτι άλλο.

Μία άλλη αρχή είναι αυτή της αρέσκειας, που αφορά τη συνένωση αποσπασματικών πληροφοριών για τη δημιουργία μίας νέας ερμηνείας. Εάν δε αυτή η ένωση αποσπασματικών πληροφοριών μεταδίδεται από πολλές πηγές, τότε αποκτά από μόνη της υπόσταση και «ειδικό βάρος». Η αρχή αυτή θυμίζει αρκετά κάποιους μεταμοντέρνους ιστορικούς γιατί υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν γεγονότα παρά μόνο ερμηνείες αυτών ή ακόμα και τις ψευδείς ειδήσεις που διοχετεύονται από τα μέσα (fake news). 

Ο προπαγανδιστής είναι αυτός που λέει την αλήθεια (αρκεί αυτή να μην θίγει την αξιοπιστία του)  γι’αυτό και πρέπει να ελέγχει διεξοδικά αυτά που ισχυρίζεται ακόμα και εάν είναι ψέματα αρκεί να μην μπορούν να αποδειχθούν ως τέτοια ενώ ο εχθρός (κατά τον προπαγανδιστή) λέει πάντα ψέματα.  Εάν ο σκοπός της προπαγάνδας του εχθρού είναι η εκμαίευση μίας απάντησης, τότε η σιωπή είναι η καλύτερη λύση, ειδικά εάν δεν υπάρχουν ισχυρά αντεπιχειρήματα, ενώ εάν η προπαγάνδα του εχθρού περιέχει ψέματα τότε η αντίδραση θα είναι η άμεση απάντηση. Η σιωπή πρέπει να χρησιμοποιείται και όταν υπάρχουν αρνητικές ειδήσεις.

Η λογοκρισία αποτελεί, κατά τον Γκέμπελς, ουσιαστικό όπλο της προπαγάνδας, γιατί περιορίζει το υλικό που δρα εναντίον της. Η λογοκρισία δεν πρέπει όμως να ασκείται εμφανώς γιατί έτσι διακυβεύεται η αξιοπιστία του καθεστώτος. Το υλικό αυτό, εάν είναι δυνατόν, θα χρησιμοποιηθεί ως υλικό αντι-προπαγάνδας εναντίον του εχθρού.

Οι αρχές της προπαγάνδας εφαρμόζονται και σήμερα τόσο στο μάρκετινγκ όσο και στην πολιτική επικοινωνία. Ωστόσο, ειδικότερα στους πολύ δύσκολους καιρούς που ζούμε, θα πρέπει να θυμόμαστε και να μην ξεχνάμε τα λόγια τουΒολταίρου «αυτοί που μπορούν να σε κάνουν να πιστέψεις απιθανότητες, είναι ικανοί να σε πείσουν να διαπράξεις φρικαλεότητες».

  
Προτεινόμενα αναγνώσματα

Claudine Haroche και Eugene Enriquez. Το σκοτεινό πρόσωπο των σύγχρονων δημοκρατιών. ΕκδΝησίδες.
Leonard, W. Doob. Goebbel’s Principles of Propaganda Author(s). Διαθέσιμο στο:

Ο Χρήστος Μαρσέλλος έχει σπουδάσει φιλοσοφία στην Ελλάδα και στη Γαλλία, έχει γράψει άρθρα και μελέτες που θα δημοσιευτούν ή θα αναδημοσιευτούν κυρίως από τις εκδόσεις Περισπωμένη, και έχει μεταφράσει στα ελληνικά μια σειρά από βιβλία φιλοσοφίας.

Φωτεινή Μαστρογιάννη: Στο επίμετρο του βιβλίου «Οικονομικές προοπτικές για τα εγγόνια μας» του JohnMaynard Keynes, αναφέρετε ότι ο Κέυνς δεν είχε προβλέψει το 1925 τις εκατόμβες που ετοιμάζει η θρησκεία της ηθικής. Ποιες είναι αυτές οι εκατόμβες;

Χρήστος Μαρσέλλος: Ως θρησκεία της ηθικής περιέγραφε ο Κέυνς τον κομμουνισμό, και αναφέρομαι βέβαια στα εκατομμύρια των θυμάτων που είχε κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα το κομμουνιστικό πείραμα. Χωρίς να απαλλάσσει κανείς το «δυτικό» στρατόπεδο από τις δικές του ευθύνες, είναι ζήτημα τιμιότητας να αναγνωρίσει κανείς αυτή την πραγματικότητα, και είναι ζήτημα ευθύνης της σκέψης να αναζητήσει τα απώτερα αίτια, τα μη προφανή.

Γράφω μάλιστα ότι ο αστικός κόσμος χρησιμοποίησε τις εκατόμβες του κομμουνιστικού ως άλλοθι για τις δικές του αβελτηρίες, αλλά συνέβη και το αντίθετο: οι τραγωδίες του κομμουνιστικού εξηγήθηκαν από την αντίσταση που προέβαλε ο αστικός κόσμος, από το δυσμενές περιβάλλον, χωρίς το οποίο θα είχαν γίνει όλα μέλι γάλα. Αυτά είναι και από τις δύο πλευρές δικαιολογίες, που δεν αφήνουν να σκεφτούμε σε βάθος, ενώ στο βάθος φαίνονται όλο και περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου οι κοινές παραδοχές των δύο.
Αυτές πρέπει να σκεφτούμε: την ασύνειδη ή ανομολόγητη επικράτηση του homoeconomicus, που δεν είναι ιδεολογική, δηλαδή δεν την κάνει κανείς παντιέρα για να συγκρουστεί στο όνομά της –αντιθέτως: οι μεν αρνούνται ότι υπηρετούν τον homo economicus ενώ συγχρόνως ορίζουν τον άνθρωπο ως εργασιακή δύναμη και οι δε, που μέχρι πρόσφατα υποστήριζαν τον homo economicus στο όνομα της ελευθερίας, τώρα ανακαλύπτουν ότι η ελευθερία είναι μια έννοια που δεν αντιστοιχεί σε τίποτα και ότι υπάρχει μόνο θέμα επιτυχημένου ή μη social engineering – και ισχυρίζονται ότι το δικό τους είναι απλώς πιο επιτυχημένο, ως πιο ευέλικτο.

ΦΜ: Γράφετε ότι ο homo economicus έχει απλώσει παντού τα πλοκάμια του. Ότι υπάρχει μόνο διαφήμιση ή αφάνεια του απλώς ιδιωτικού. Μπορείτε να μας το εξηγήσετε;

ΧΜ: Ο homo economicus εδώ με την πιο στενή και πιο προφανή έννοιά του, όχι αυτήν που υπαινίχτηκα παραπάνω. Συνειδητοποιώ ότι αυτή είναι μια πρόταση με την οποία κάθε τίμιος blogger θα πρέπει να αγανακτά, αφού η δραστηριότητά του προϋποθέτει την πίστη ότι τα πράγματα δεν μπορεί να είναι τόσο περίκλειστα.
Και επειδή δεν είμαι καθόλου προφήτης, θα δεχόμουν κάλλιστα να συμμεριστώ την πίστη αυτή και να μετριάσω την απόφανση. Περιγράφω απλώς μια τάση. Μια παλιά, βουδιστική νομίζω, διδασκαλία έλεγε ότι αν κλειστείς στο πιο απόμερο δωμάτιο του σπιτιού σου και σκεφτείς πολύ έντονα θα σε ακούσει όλος ο κόσμος. Εννοούσε όμως ότι θα σε ακούσει – εντέλει. Δηλαδή προϋπέθετε την ιστορία.
Η τάση της εποχής μας είναι η αντίθετη. Είναι ανιστορική, και ίσως αυτό οφείλεται στη φύση των mass media. Σε ακούει κανείς από το δωμάτιό σου αν εκπέμπεις -- ήχο ή εικόνα, χωρίς να έχει καμιά σημασία αν σκέφτεσαι έντονα ή όχι. Αξίζει να θυμηθεί κανείς εδώ ότι για τον McLuhan ο αποφασιστικός λόγος για τον οποίο αυτά τα media λέγονται μαζικά δεν είναι το μέγεθος του κοινού στο οποίο απευθύνονται, αλλά το μέγεθος του κοινού στο οποίο απευθύνονται συγχρόνως. Ίσως χρειαστούν αιώνες για να συνειδητοποιηθεί τι συνέπειες έχει αυτή η επικράτηση της συγχρονικότητας.
Βλέπουμε πάντως σήμερα τα πιο ιδιωτικά περιεχόμενα να γίνονται δημόσια και τα με αλλοτινά κριτήρια δημόσια, τα πιο πανανθρώπινα, να αποσιωπώνται, εκτός αν μπορούν να γίνουν μόδα, αν μπορούμε να τα πουλήσουμε ως αξεσουάρ του καλού hipster. Αλλά βέβαια έτσι αλλάζουν χαρακτήρα – αν μάλιστα σκεφτούμε και τη ρήση του Ουάιλντ ότι η μόδα είναι κάτι τόσο άσχημο που πρέπει να το αλλάζουμε κάθε πέντε μήνες.
Έτσι ο κόσμος μας μοιάζει να εξελίσσεται σύμφωνα με έναν αλγόριθμο της εξέλιξης όπου η βιωσιμότητα είναι η επαρκής οικονομική βάση, και βέβαια την μεγαλύτερη οικονομική βάση την έχει ό,τι απευθύνεται σε περισσότερους ανθρώπους συγχρόνως. Από κει και πέρα οι νόμοι της στατιστικής έχουν μοιραία το πάνω χέρι. Η κακή τηλεοπτική εκπομπή, ή η κακή εφημερίδα, διώχνει την καλή, όπως το κακό χρήμα διώχνει το καλό. Αλλά επειδή η ισορροπία του κόσμου μας είναι δυναμική, όπως αυτή της φύσης γενικότερα, υπάρχει πάντοτε μια ποικιλία αρκετή για να κρύβει από τα μάτια μας την τάση και να παρουσιάζει την κατάσταση ως σταθερή, ώστε κάποιοι να λένε: πάντα έτσι ήταν.
Αυτό που κρύβεται είναι η επικράτηση του ανθρώπου που ο Μαρκούζε ονόμαζε μονοδιάστατο, ή ό,τι ο Καστοριάδης ονόμαζε « άνοδο της ασημαντότητας» -- που είναι με μια έννοια η άνοδος της ιδιωτικότητας, στους αντίποδες της ελληνικής αντίληψης για τα κοινά, αλλά όχι μόνο.

ΦΜ: Ποια είναι η ελληνική αντίληψη για τα κοινά;

XM: Είπα ότι η άνοδος της ιδιωτικότητας βρίσκεται στους αντίποδες της ελληνικής αντίληψης για τα κοινά, αλλά όχι μόνο, γιατί στην πραγματικότητα σήμερα προβάλλουμε πάνω στην κατανόηση του θέματος αυτού στοιχεία που προέρχονται από τις άλλες μας καταβολές, τις ιουδαιοχριστιανικές, με τρόπο που δεν συνειδητοποιούμε πόσο προβληματικός είναι. Έτσι κρατάμε βολικά ότι σε αντίθεση με τον ιδιώτη (που κατέληξε να σημαίνει τον βλάκα σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες) ο πολίτης δεν ασχολείται με τον εαυτό του -- ασχολείται με τα κοινά.
Aλλά αυτό για τον αρχαίο δεν σημαίνει καμιά ανιδιοτέλεια – σημαίνει, ανάλογα και με τις εποχές, ότι φιλοδοξεί να διαπρέψει στα σημαντικά ζητήματα και να δοξαστεί, ή σημαίνει ότι εννοεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του, και τα συμφέροντα της ιδιαίτερης κοινότητάς του επίσης. Τα κοινά είναι λ.χ., για τους Αθηναίους, και το αν θα σταλεί στρατός να καταπνίξει την εξέγερση της Λέσβου, σφάζοντας τους άντρες και πουλώντας τα γυναικόπαιδα, ή αν ο Σωκράτης πρέπει να πιει το κώνειο γιατί πιστεύει σε θεούς άλλους από αυτούς στους οποίους πιστεύει η πόλη. Ο πολίτης, όπως θέλησε να τον αναβιώσει η Γαλλική επανάσταση, είχε ακόμα τέτοια διλήμματα, και αποφάσιζε αντίστοιχα να καταπνίξει την εξέγερση στη Vendée, ή να κηρύξει τη θρησκεία του Υπέρτατου όντος.

O Μαρξ μόνο, που δεν έμενε, και δικαίως, ικανοποιημένος με την ταύτιση αστού και πολίτη στην οποία κατέληξε η Γαλλική επανάσταση, σκέφτηκε τον πολίτη ως το ιδεατό (και ιδεολογικό) συμπλήρωμα του εγωιστή αστού, κάτι σαν μηχανισμό αναπλήρωσης. Γι’ αυτό στα νεανικά γραπτά του, τα φιλοσοφικά, το όραμα που τον καθοδηγεί είναι, πίσω από την άρση του διχασμού του ανθρώπου σε ιδιώτη αστό από τη μία και πολίτη, με μια ιδεατή μόνο κοινωνικότητα, από την άλλη -- η άρση του πολιτικού.

Το πολιτικό υπάρχει μόνο όσο δεν έχει πραγματωθεί η κοινωνική φύση του ανθρώπου. Ενώ διατηρείται εδώ ένας πυρήνας της ελληνικής αντίληψης, ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι ιδιώτης, αλλά να ασχολείται με τα κοινά, το πλαίσιο είναι αλλαγμένο – αυτή η εγελιανή πραγμάτωση/κατάργηση του πολιτικού είναι κάτι αδιανόητο για τους Έλληνες, και οι καταβολές της είναι στην πραγματικότητα βιβλικές. Στηρίζεται συγχρόνως σε μια μονομερή ερμηνεία της ιστορίας, γιατί στην πραγματικότητα η νεότερη αστική κοινωνία/η κοινωνία των πολιτών (bürgerlicheGesellschaft) αναπτύχθηκε γύρω από τις θρησκευτικές διενέξεις στο όνομα της ελευθερίας της συνείδησης, και όχι απλώς ως έκφραση του οικονομικού εγωισμού του αστού/πολίτη. Γι’ αυτό άλλωστε για τον άθρησκο, δηλαδή αφανάτιστο, Κέυνς, που είναι προϊόν αυτής ακριβώς της ιστορικής εξέλιξης, ο προλετάριος εκπροσωπεί ένα νέο βαρβαρισμό, και όχι το μέσο για να πραγματωθεί η ουσία του ανθρώπου. Αλλά και ο Κέυνς. ενώ φαντάζεται την ελευθερία με τρόπο που να θυμίζει την ελευθερία του πολίτη από την ανάγκη, στην πραγματικότητα προβάλλει πάνω της νεότερα στοιχεία: ο Έλληνας της «δημοκρατικής» εποχής δεν είχε κάποια ατομική ελευθερία, η ελευθερία του δεν ήταν εσωτερική, ήταν πολιτική – δεν είχε το «νομικό» καθεστώς του δούλου -- και ήταν ταγμένη στην εξυπηρέτηση της κοινωνικής νόρμας.

ΦΜ: Ποιος είναι ο νέος βαρβαρισμός που εκπροσωπεί ο προλετάριος;

Χρήστος Μαρσέλλος

XM :Ο Κέυνς φοβόταν ότι ο προλετάριος ερχόταν να σβήσει με μια μονοκοντυλιά όλες τις κατακτήσεις του μέχρι τότε πολιτισμού. Πόσο έντονη ήταν την εποχή εκείνη η αίσθηση ότι δημιουργούνταν ένας νέος άνθρωπος μπορούμε να το δούμε και από την ανάποδη, λ.χ. στο δοκίμιο «Ο εργάτης» του Ernst Jünger που, εκείνος, συναινούσε στο «νέο άνθρωπο», όπως και ο κομμουνισμός της εποχής του, αν και από άλλες αφετηρίες.

Αυτό που υπερασπίζεται ο Κέυνς περιέχει πολλή συμβατικότητα, και δεν είναι από κάθε άποψη άξιο υπεράσπισης. Αλλά και ο Jünger μάλλον μετάνιωσε αργότερα για τις αρχικές του θέσεις, ενώ και ο κομμουνισμός, από αρνητής της παράδοσης, κατέληξε συντηρητής της – όταν στο δυτικό κόσμο ανθούσε η ροκ μουσική, στον ανατολικό ανθούσαν τα ωδεία κλασικής μουσικής. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να έχει αμβλυνθεί η αίσθηση του κινδύνου της απαξίωσης του «πολιτισμού», να τείνει μάλιστα να εξαφανιστεί εντελώς μέσα στο γενικευμένο κουλτουραλισμό που επικρατεί.

Αν ήθελα να πω ποιο είναι το πραγματικό διακύβευμα που δεν φέρνουν ικανοποιητικά στο φως ούτε ο φόβος του Κέυνς, ούτε η προσδοκία του Jünger ή του αρχικού κομμουνισμού, θα ρωτούσα αν δεν υπάρχει ο κίνδυνος να φτάσουμε σε μια κατάσταση όπου να μην υπάρχει κανείς για τον οποίο να έχει νόημα το ερώτημα: αν μωρανθή το άλας της γης, τίνι αλισθήσεται;

ΦΜ: Γράφετε, πολύ εύστοχα ομολογώ, ότι «η ηθική γίνεται αισθητική των ιδιωτικών επιλογών και τέχνη του βίου, ενώ η πολιτική παύει να είναι πολιτική για να γίνει η δυναμική διαχείριση της πληθύος των ιδιωτών». Μπορείτε να μας δώσετε κάποια παραδείγματα;

XM:Οι διατυπώσεις αυτές προσπαθούν να δώσουν μια πρώτη περιγραφή του homo economicus, ή, αν θέλετε, της κατάστασης στην οποία το άλας της γης τείνει να μωρανθεί, και όπου οι λέξεις διατηρούνται αλλά χάνουν το περιεχόμενό τους, ή, αν θέλετε, τη γεύση τους.

Δεν υπάρχει ηθική αν κατά βάθος πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος είναι προϊόν συνθηκών, ότι δεν υπάρχει ελευθερία, ότι δεν υπάρχει Δέον κλπ. Εκείνο που μένει είναι ότι κάποιος είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του γιατί κάνει την τάδε επιλογή, κάποιος άλλος επειδή κάνει την δείνα. Όλο το ζήτημα είναι πώς να περάσει κανείς ευχαριστημένος τη ζωή που του έχει δοθεί και το μόνο ηθικό είναι να μην εμποδίζει τους άλλους να κάνουν το ίδιο, οπότε με μια έννοια δεν υπάρχει ηθική και με μια έννοια ονομάζεται ηθικό ένα ζήτημα που στην πραγματικότητα είναι πολιτικό.

Η πολιτική αντιστοίχως γίνεται διαχείριση πληθυσμών, γιατί δεν μπορεί να υπάρχει πολιτική εκεί που δεν υπάρχει πολίτης (αφού δεν υπάρχει ελευθερία, ενώ και η απλώς πολιτική έννοια της ελευθερίας, προϋποθέτει, έστω χωρίς να την θεματοποιεί, μια πρωταρχικότερη) αλλά μόνο αποτελεσματικό social engineering. Η πολιτική γίνεται λοιπόν διαχείριση πληθυσμών πρώτα πρώτα με την εντελώς πρακτική έννοια, πώς θα μοιραστούν οι πρώτες ύλες, η ενέργεια κλπ., όχι με καμιά απόλυτη δικαιοσύνη, αλλά με μια ελάχιστη, ώστε να αποφεύγονται τουλάχιστον οι, πραγματιστικά ασύμφορες, εξεγέρσεις των πληθυσμών -- αλλά και με την έννοια της διαχείρισης της κοινής γνώμης. Γι’ αυτό οι πολιτικοί παρακολουθούν πια τις δημοσκοπήσεις ώστε να προσαρμόζονται στην κοινή γνώμη, ή φτιάχνουν τις δικές τους προκειμένου να την επηρεάσουν, ή να παρουσιάσουν μια πλαστή κοινή γνώμη – υπάρχει απλώς διαχείριση της εξουσίας, και η πάλη των ιδεών, που άλλοτε ήταν πραγματική, σήμερα επαναλαμβάνεται απλώς προσχηματικά.

ΦΜ: Αναφέρετε ότι οι δυτικές κοινωνίες έχουν τύψεις για τα προνόμιά τους αλλά καμιά επιθυμία να μοιραστούν τα κεκτημένα τους. Μιλάμε λοιπόν για κοινωνίες υποκρισίας και ενοχικές. Πού μπορεί να οδηγήσει κάτι τέτοιο;

XM: Υπήρξαν κοινωνίες του παρελθόντος που ήταν πολύ πιο σκληρές από τις δυτικές, χωρίς να αισθάνονται γι’ αυτό καμία ενοχή. Η πολιτική δεν θεωρούσε πάντα ότι η ηθική την δεσμεύει. Το θεωρεί κυρίως από τη Βίβλο και μετά – γι’ αυτό έχει ακόμα νόημα όταν ονομάζουμε τον πολιτισμό μας ιουδαιοχριστιανικό.

Η ενοχικότητα των δυτικών κοινωνιών δείχνει με μια έννοια ότι δεν μπορούν να ζήσουν με τον εγωισμό του φυσικού ανθρώπου, αλλά συγχρόνως δεν τον έχουν ξεπεράσει αρκετά. Αυτό είναι αναμενόμενο γιατί το αίτημα της υπέρβασης της φυσικότητας είναι ηθικό και δεν παρακολουθείται μηχανικά από μια ολόκληρη κοινωνία. Οι μηχανισμοί μπορούν να καθορίσουν μόνο τι είναι θεμιτό να αποσιωπάται – από δω η υποκρισία – και να ελέγξουν τις συμπεριφορές, όχι όμως τη συνείδηση – από εδώ η ενοχικότητα. Κοινωνιολογικά βέβαια, η υποκρισία και η ενοχικότητα φτιάχνουν κοινωνίες ευάλωτες.



Φωτεινή Μαστρογιάννη

ΦΜ:Γιατί η οικονομία έχει αναβιβαστεί σε πολιτική;

ΧΜ:Προσπάθησα, στο Επίμετρο που ήταν η ταπεινή αφορμή των ερωτήσεών σας, να δείξω, ακροθιγώς και πολύ πρόχειρα, βέβαια, καταφεύγοντας σε ένα κλασικό δοκίμιο του Friedman, γιατί η προσδοκία του Κέυνς ότι στο μέλλον θα φτάναμε να βλέπουμε τον οικονομολόγο σαν έναν απλό ειδικό, έναν οδοντίατρο λ.χ., (οπότε η οικονομία θα περιοριζόταν σε αυτό που ήταν για τους αρχαίους η χρηματιστική) ήταν έωλη. Αλλά επιφυλάσσομαι να δείξω σε μελλοντικές δημοσιεύσεις (ο εκδότης μου έχει ήδη ανακοινώσει τη δημοσίευση ενός τόμου με τίτλο: Πολιτικά απολιτικά) ότι υπάρχει κάτι σαν νόμος που λέει ότι όσο περισσότερα είναι τα απολιτικά στοιχεία, τόσο περισσότερα είναι τα πολιτικά, και αντιστρόφως. Η εποχή μας, κηρύσσοντας ότι όλα είναι πολιτικά, στην πραγματικότητα ανήγαγε τα πολιτικά σε οικονομικά, στρώνοντας τον δρόμο για τον homo economicus, ακόμα και εκεί που νομίζει ότι τον αρνείται. Επομένως η απάντησή μου στο ερώτημά σας είναι διπλή: από τη μία, η οικονομία είναι από τη φύση της πολιτική, και από την άλλη έχουμε οι ίδιοι, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, εγκλωβίσει την πολιτική στην οικονομία.

ΦΜ: Ποια θεωρείτε ότι θα είναι η θέση της Ελλάδας στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο σύστημα;

XM: Η επικράτηση του homo economicus σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν έχουν πια συνείδηση κάποιας «πνευματικής» αποστολής.
Είναι Έλληνας κανείς γιατί «έτυχε» να γεννηθεί από Έλληνες γονείς (jus sangunis), ή, γιατί «έτυχε» να γεννηθεί εδώ (jussoli);

Το κυριότερο σήμερα δεν είναι το ποιο από τα δύο ενδεχόμενα επικρατεί -- στο παρελθόν έδωσαν το «πολιτισμικό» και το «πολιτικό» έθνος αντίστοιχα– το κυριότερο είναι ότι δεν υπάρχει πλέον η συναίσθηση ότι η «τυχαιότητα» πρέπει να αναληφθεί και να μεταπλαστεί σε μοίρα – με ένα «πρέπει» που εξηγείται από το ότι μπορώ να αλλάξω τον εαυτό μου αλλά δεν μπορώ να αλλάξω εαυτό.

Στη μίνιμουμ εκδοχή τους οι «εαυτοί» είναι εναλλάξιμοι – στην πραγματικότητα δεν είναι εαυτοί, αλλά καθορισμένες θέσεις μέσα στο σύστημα του πραγματικού.

Η εναλλαξιμότητά τους έχει όμως ένα φυσικό όριο: τη γλώσσα. Μπορεί ως Έλληνας να μην ξέρεις γιατί «πρέπει» να είσαι Έλληνας και όχι Αμερικανός ή Πακιστανός, θα συναντήσεις όμως κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, το φυσικό όριο που είναι η γλώσσα. Αν δεν μιλάς αμερικάνικα ή πακιστανικά, θα είσαι στην Αμερική ή το Πακιστάν πολίτης δεύτερης κατηγορίας, που μοιραία σε μήκος χρόνου θα αφομοιωθεί και θα εξαφανιστεί.

Αυτό θα συμβεί αύριο στον συγχρονικά παγκοσμιοποιημένο κόσμο, στη γλώσσα του οποίου θα πρέπει να εκφραστείς. Ο συγχρονικά παγκοσμιοποιημένος κόσμος αμβλύνει την αίσθηση του κινδύνου λέγοντάς σου ότι το μόνο αναγκαίο είναι να μπορείς να «συνεννοηθείς», κατεβάζοντας δηλαδή τη γλώσσα στην μίνιμουμ εκδοχή της που ταιριάζει στους μίνιμουμ εαυτούς που του χρειάζεται να δημιουργήσει -- αλλά για κάποιους και η «συνεννόηση» αυτή φαντάζει αδύνατη.

Έτσι στο άλλο άκρο από τον homo economicus αναπτύσσεται ένα ένστικτο πρωτόγονης αυτοσυντήρησης, για το οποίο όλα τα επιτεύγματα του παρελθόντος μας γίνονται επιχειρήματα επιβίωσης. Αλλά αυτό είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να τα προδώσεις, η άλλη όψη της επικράτησης του homo economicus.

Κινούμαστε σήμερα ανάμεσα στα δύο άκρα, του πολιτισμικά άχρωμου,άοσμου και άγευστου homo economicus(που μπορεί κάλλιστα να μην έχει καθόλου συνείδηση ότι είναι τέτοιος) και ενός αταβιστικού εθνικισμού καθηλωμένου στο επίπεδο της απλής επιβίωσης.

Όσο η διαμάχη δεν λήγει αλλά παρατείνεται μέσα στο χρόνο, υπάρχει βέβαια η ελπίδα ότι μπορεί να προκύψει η γνήσια δημιουργία μέσα από την οποία το ελληνικό στοιχείο θα συνεχιστεί οργανικά, αλλά θα πρέπει να προκύψει μέσα σε αντίξοες συνθήκες, αφού η ηγεμονία του homo economicus δεν φαίνεται έτοιμη να κλονιστεί.

ΦΜ: Σας ευχαριστώ πολύ!



Είμαστε μία κοινωνία οφειλετών. Το κράτος χρωστάει , χρωστούν οι πολίτες σε αυτό  κράτος και κυρίως στις τράπεζες. Οι τράπεζες αποτελούν πλέον το μεγάλο αφεντικό.  Η ζωή ακριβαίνει διαρκώς λόγω του δημόσιου χρέους. Οι φόροι αυξάνονται και κατά συνέπεια αυξάνονται και οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών ενώ οι μισθοί μειώνονται διαρκώς. Ο κύκλος αυτός του θανάτου είναι πλέον η καθημερινότητά μας.

Ωστόσο, η κοινωνία οφειλετών με τα μεγάλα αφεντικά τις τράπεζες δεν ξεκίνησε από την Ελλάδα αλλά από την Αμερική.  Στην Αμερική του υπερκαταναλωτισμού, του δανεισμού για τα πάντα (σπουδές, σπίτια, υγεία), στην Αμερική των υψηλών μισθών αλλά των χαμηλών αποταμιεύσεων. Το 62% των Αμερικάνων έχουν αποταμιεύσεις μικρότερες από  $1.000 και οι λόγοι, πέραν του υπερκαταναλωτισμού τους που εν πολλοίς χρηματοδοτείται και από τις υπόλοιπες χώρες, είναι και το ότι έχουν να πληρώσουν σπουδαστικά δάνεια, στεγαστικά, ιατροφαρμακευτικές καλύψεις κτλ.

Αυτό που ζούμε πολλοί το έχουν αποκαλέσει καπιταλιστική υποανάπτυξηόπου το χρέος των πολιτών αποτελεί μηχανισμό σκλαβιάς. Ο μεγαλοεπενδυτής Γουώρεν Μπάφετ είχε πει ότι οι ΗΠΑ από κοινωνία ιδιοκτητών θα μετατραπoύν σε κοινωνία κολλήγων (η Ελλάδα, ακολουθώντας την μοίρα όλων των αποικιών, υπήρξε πάντα κοινωνία κολλήγων και πλέον δουλοπάροικων).

Οι πολίτες επιβαρύνονται με χρέη για τα πάντα, δεν θα μπορούν διαφορετικά να επιβιώσουν, η παραγωγική οικονομία σχεδόν δεν υφίσταται και ο δημόσιος τομέας, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και του εκσυγχρονισμού (!) στερείται πόρων τους οποίους διοχετεύει σε έναν ιδιωτικό κρατικοδίαιτο τομέα με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τον πολίτη. Κοινωνικές παροχές όπως είναι η δωρεάν παιδεία και υγεία απλά δεν θα υπάρχουν. 

Το βιώνουμε όλοι με την πτώση του επιπέδου εκπαίδευσης. Τα δημόσια σχολεία, στην πλειοψηφία τους , παράγουν στρατιές λειτουργικά αναλφάβητων ενώ η δημόσια υγεία απλά πνέει τα λοίσθια. Τα νοσοκομεία δεν έχουν  γιατρούς οι οποίοι προτιμούν τη μετανάστευση ή τη μετάβαση στον ιδιωτικό τομέα και οι ελλείψεις σε νοσηλευτικό και νοσοκομειακό υλικό είναι μεγάλες. Ο απλός πολίτης δεν μπορεί να πάει στα πανάκριβα ιδιωτικά νοσοκομεία ούτε να πληρώνει ιδιωτικές επισκέψεις σε γιατρούς. Η παιδεία και η υγεία θα είναι αποκλειστικά για τους έχοντες. 

Το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα από  5,5% του ΑΕΠ το 1995 έφθασε το 2016 το 60% του ΑΕΠ. Όσον αφορά την αποταμίευση μόνο το 13,5% των ελληνικών νοικοκυριών έναντι 45,1% των νοικοκυριών της ευρωζώνης έχει τη δυνατότητα να αποταμιεύει σε συστηματική βάση (σύμφωνα με στοιχεία του 2014).  Πέραν αυτού «Τον Ιούνιο 2016, ταυπόλοιπα των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων ανέρχονταν σε 67,2 δισ. ευρώκαι 27,6 δισ. ευρώ αντιστοίχως, με το 41,8% των στεγαστικών και το 55,3% τωνκαταναλωτικών να είναι μη εξυπηρετούμενα. Ένα ποσοστό 40% των στεγαστικών και65% των καταναλωτικών δανείων είναι σε οριστική καθυστέρηση και οι συμβάσειςέχουν καταγγελθεί».

Η χρηματοδότηση της φτώχειας αποτελεί πλέον μία κερδοφόρα επιχείρηση. Βρίθουν οι τοκογλύφοι, οι υπεραναλήψεις σε χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες κτλ. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο τόκος ανέρχεται σε 300% ίσως και παραπάνω. Στην Αμερική μεγάλο μέρος αυτών των δραστηριοτήτων, που στο παρελθόν θα ήταν παράνομες και θα ενέπιπταν στους νόμους περί τοκογλυφίας, συνδέονται με τις μεγάλες τράπεζες όπως είναι η Citibank, η American Express κτλ. Η Ευρώπη την ακολουθεί κατά πόδας.

Οι ηλικιωμένοι, οι νέοι, οι χαμηλόμισθοι δεν έχουν άλλο τρόπο επιβίωσης παρά μόνο τον δανεισμό. Η εργασιακή ανασφάλεια, η περικοπή των θέσεων εργασίας, η μείωση του κοινωνικού κράτους, η ανάπτυξη που όλο λέει να έρθει και δεν έρχεται, αναγκάζει τους ανθρώπους να προσφεύγουν στον δανεισμό που ελέγχεται από μεγάλα κέντρα όπως η Γουώλ Στρητ.

Το σύστημα πλέον δεν είναι καπιταλιστικό αλλά κανιβαλιστικόΤο χρέος αποτελεί το μέσο ελέγχου των ανθρώπων και μετατροπής κρατών από ανεπτυγμένα σε υπανάπτυκτα. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική.

Το απογοητευτικό είναι, εάν κρίνουμε στα καθ’ημάς, ότι η πολιτική αντίσταση στη δουλοπαροικία του ανθρώπου μέσω χρεών είναι πλέον σχεδόν ανύπαρκτη εάν και πριν λίγα χρόνια ήταν ορατή και αρκετά μαχητική. Οι πολίτες έχουν παραδοθεί στη μοίρα τους χωρίς  καμία ελπίδα φωτός.  

Θα υπάρξει ξανά πολιτική αντίσταση στον εφιάλτη και την υποτέλεια που δημιουργεί το χρέος  ή είναι κάτι που πρέπει να ξεχάσουμε γιατί έχουμε συνηθίσει στο να ζούμε χειρότερα;

πηγή

της Φωτεινής Μαστρογιάννη

Η γενιά Χ δηλαδή αυτοί που είναι γεννημένοι το 1965-1980 είναι μία γενιά που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη χώρα μας γιατί τόσο ο Αλέξης Τσίπρας,ο Πάνος Καμμένος όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανήκουν σε αυτή. Είναι η μικρότερη πληθυσμιακά γενιά συγκρινόμενη με τη γενιά που προηγήθηκε (τη γενιά του Πολυτεχνείου/baby boomers) και την επόμενη τη Γενιά Υ (δύο άκρως ατομικιστικές γενιές).

Ονομάστηκε Χ από το περίφημο βιβλίο του Ντάγκλας Κάπλαντ (Douglas Coupland). Η Γενιά Χ ονομάστηκε «χαμένη» λόγω του σκεπτικισμού (κάποιοι θα υποστήριζαν μηδενισμού) που τη διακρίνει. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει και το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές σε σχέση με τις άλλες γενιές. Οφείλεται στον κυνισμό που έχει έναντι του πολιτικού συστήματος και στην επακόλουθη απόρριψή του.

Είναι, κατά κάποιους, η πιο μορφωμένη γενιά (στις ΗΠΑ το 35% των μελών της Γενιάς Χ έχουν πτυχία Πανεπιστημίου έναντι 19% της Γενιάς Υ ή Millennials). Την πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν τη συνέδεσαν με την επαγγελματική αποκατάστασηκαι τον πλουτισμό αλλά ήθελαν μία διαφορετική πορεία στη ζωή τους κάτι που την έκανε να διαφέρει από τις άλλες γενιές.

Εάν και είναι μία γενιά αρκετά εναλλακτική όπου τα μέλη της διαφοροποιούνται πολύ το ένα από το άλλο, χαρακτηριστικό τους είναι ότι η δημιουργία επαγγελματικής καριέρας δεν ήταν στα ενδιαφέροντά τους, απεχθάνονταν άλλωστε τους γιάπης.Πιθανόν αυτός να είναι ένας από τους λόγους που λίγοι από αυτούς ακόμα και μέχρι σήμερα έχουν ανελιχθεί σε υψηλές ιεραρχικά θέσεις, παρά τα προσόντα τους. Ο άλλος λόγος είναι ότι η γενιά του Πολυτεχνείου/baby boomers κατέχει τις υψηλές θέσεις και δεν είναι διατεθειμένη να τις εγκαταλείψει. Δεν είναι τυχαίο ότι η γενιά του Πολυτεχνείου όταν αποφασίσει να εγκαταλείψει κάποια θέση, προωθεί σε αυτή τους σημερινούς τριαντάρηδες (τη γενιά Υ) που είναι άλλωστε τα δικά της παιδιά.



Τα μέλη της γενιάς Χ είναι οι πρώτοι που μεγάλωσαν σε σπίτια όπου και οι δύο γονείς εργάζονταν και όπου υπήρχε βοήθεια στο σπίτι από τροφούς, καθαρίστριες κτλ. Πολλοί από αυτούς είναι παιδιά χωρισμένων γονιών. Αυτό τους έκανε πιο πραγματιστές και πιο ώριμους σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές, όσον αφορά τη δημιουργία οικογένειας. Εάν και παντρεύτηκαν σε μεγάλη ηλικία δεν επιθυμούν τα διαζύγια (εάν και κάποιοι από αυτούς δεν τα έχουν αποφύγει) και έχουν τα υψηλότερα ποσοστά διατήρησης γάμων.

Είναι προσεκτικοί όσον αφορά τη διαχείριση των οικονομικών σε σχέση με την προηγούμενη γενιά των baby boomers ή γενιά του Πολυτεχνείου στα καθ’ημάς ειδικότερα γιατί μεγάλωσε σε μία δύσκολη οικονομικά περίοδο όπως ήταν η δεκαετία του 1980 όπου αρκετοί είδαν τους γονείς τους να χάνουν τις δουλειές τους και να καταστρέφονται οικονομικά (κάτι αντίστοιχο βλέπουν και τα παιδιά της γενιάς Χ που είναι η γενιά Ζ). Είναι η γενιά που επαναστάτησε εναντίον της Γενιάς του Πολυτεχνείου βλέποντας με ειρωνεία και κυνισμό τη μετέπειτα δυσάρεστη εξέλιξή της. Αντισυμβατική, αντι-γιάπι, με όνειρα όχι εστιασμένα στην απόκτηση χρήματος αλλά στη διεύρυνση του πνεύματος πολλές φορές μέσω των ταξιδιών, είναι η γενιά που έδωσε την ίντυ και γκραντζ μουσική της δεκαετίας του 1990 και τα ρέηβ πάρτυ.

Ο σκεπτικισμός τους αφορά όλες τις πλευρές της ζωής τους. Θεωρούνται δύσκολοι καταναλωτές και έχουν το δεύτερο υψηλότερο εισόδημα από όλες τις γενιές και τους αρέσουν τα πολυτελή προϊόντα χωρίς όμως αυτά να χάνουν την πρακτικότητά τους. Παρά το γεγονός ωστόσο ότι έχουν υψηλά εισοδήματα, οι αποταμιεύσεις τους δεν είναι αντίστοιχες γιατί είναι επιβαρυμένοι με δάνεια (στο εξωτερικό κυρίως σπουδαστικά) και τη φροντίδα των παιδιών. Δίνει σημασία στην επωνυμία και τείνει να είναι πιστή σε αυτή.

Είναι μία γενιά που έχει σχέση και με το Διαδίκτυο και με τα κοινωνικά μέσα αφού δαπανούν κατά μέσο όρο επτά ώρες την εβδομάδα στο Facebook ενώ το 58% τους αρέσει να ενημερώνονται από το YouTube. Συμμετέχουν στα κοινωνικά μέσα από τις 20:00 μέχρι τα μεσάνυχτα. Χρησιμοποιούν τα κοινωνικά μέσα για ενημέρωση και όχι για αυτοπροβολή όπως κάνουν οι μεταγενέστερες γενιές. Απεχθάνονται την επίδειξηχωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν τους αρέσει να ζουν σε ωραία σπίτια, να ξοδεύουν και να βγάζουν χρήματα.

Στον χώρο εργασίας χαρακτηρίζονται από επινοητικότητα και ανεξαρτησία γι’αυτό και τους αρέσει να εργάζονται αυτόνομα χωρίς κανέναν «πάνω από το κεφάλι τους».Υπήρξε η πρώτη γενιά που μεγάλωσε με Η/Υ (αλλά γνωρίζει πως είναι ο κόσμος και χωρίς τους Η/Υ) γι’αυτό και χειρίζεται άνετα τα κινητά τηλέφωνα, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τα κινητά, τα laptops χωρίς όμως να παραγνωρίζει τη σημασία της προσωπικής επικοινωνίας. Δεν είναι πιστοί σε έναν εργοδότη και τους αρέσει να αλλάζουν γι’αυτό και μαθαίνουν αλλά και προσαρμόζονται γρήγορα, πάντα όμως με τους δικούς τους όρους. Δεν ζουν για να δουλεύουν αλλά δουλεύουν για να ζουν γι'αυτό και τους αρέσει να εργάζονται σε ένα φιλικό επαγγελματικό περιβάλλον χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν εργάζονται πολλές ώρες ή ότι δεν είναι ανταγωνιστικοί.Οι διευθυντές αυτής της γενιάς χρησιμοποιούν το χιούμορ και τα παιχνίδια ως μέρος των εργασιακών δραστηριοτήτων.


Στην Ελλάδα, η Γενιά Χ είναι η πρώτη γενιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα (γι’αυτό και είναι ευαισθητοποιημένη στα θέματα του αστικού περιβάλλοντος σε σχέση με τις προηγούμενες που έβλεπαν την Αθήνα ως προσωρινό τόπο διαμονής με απώτερο όνειρο την επιστροφή στο χωριό), πρόλαβε τις αλάνες, τις γειτονιές και την κρατική τηλεόραση.

Έζησε την προσωπική επικοινωνία και όχι μόνο την ηλεκτρονική. Φλέρταρε, δημιουργούσε σχέσεις, πολλές φορές ζωής. Πρόλαβε τη δωρεάν εκπαίδευση χωρίς τη συνοδεία πλήθους φροντιστηρίων. Είχε ενδιαφέροντα, έβγαινε έξω χωρίς όμως ούτε να παραμελεί τις σπουδές της ούτε αργότερα την εργασία της. Διάβασε βιβλία και εφημερίδες στη χάρτινη μορφή τους και ακόμα τα διαβάζει χωρίς όμως να δυσκολεύεται με τον ηλεκτρονικό τύπο και τα ηλεκτρονικά βιβλία. Είναι η γενιά που δεν συνάντησε προβλήματα επαγγελματικής αποκατάστασης μετά το πτυχίο γιατί το ποσοστό ανεργίας ήταν πολύ χαμηλό. Ωστόσο, σήμερα με την κρίση είναι και ίσως η πιο ταλαιπωρημένη γενιά γιατί έχει επιφορτισθεί τόσο με τη φροντίδα των ηλικιωμένων γονιών της όσο και με τη φροντίδα των παιδιών της ενώ οι ίδιοι έρχονται πολλές φορές αντιμέτωποι με την ανεργία έχοντας καμία ελπίδα πλέον εύρεσης εργασίας.

Για πολλούς είναι η γενιά που θα δώσει λύση στο τρέχον πρόβλημα της ανθρωπότητας γιατί είναι η γενιά που συνδέει το παλιό με το καινούριο συνδυάζοντας τη γνώση του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντος. Η γενιά του Πολυτεχνείου/baby boomers είναι προσκολλημένοι στο παρελθόν και αδυνατούν να δουν το μέλλον ενώ η γενιά Υ ζει στο μέλλον αλλά δεν γνωρίζει τίποτα από το παρελθόν. Η γενιά Χ είναι ο συνδετικός κρίκος, η ενδιάμεση γενιά και αυτός που θα δώσει και πρέπει να δώσει τη λύση.

Ο ιστορικός ρόλος της είναι βαρύς, θα σταθεί αντάξια τώρα που παραλαμβάνει τα ηνία από τη γενιά του Πολυτεχνείου ή θα είναι κι αυτή μία αποτυχία;

«Ο θυμός είναι καλύτερος από τη λύπη. 
Όταν είσαι θυμωμένος, τα πράγματα αλλάζουν».





Ο φόβος θεωρείται το πιο ισχυρό συναίσθημα. Στον φόβο έχω αναφερθεί και  σε προηγούμενα κείμενά μου αλλά στο παρόν θα σταθώ στις ιδιαίτερα σημαντικές επισημάνσεις της Λωρήν Γιάνγκ (Lauren Young) στη διδακτορική της διατριβή, σε ένα επιστημονικό πεδίο σχετικά άγνωστο για τον πολύ κόσμο όπως είναι αυτό της πολιτικής ψυχολογίας. Η διατριβή αυτή πραγματεύεται την ψυχολογία της καταστολής και τη διαφωνία στον απολυταρχισμό και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. 


Όσο πιο πολύ αυξάνει ο φόβος τόσο πιο αποτελεσματικές γίνονται οι απειλές καταστολής αλλά και τόσο περισσότερο μειώνεται η διάθεση του ανθρώπου να εκφράσει τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις ή ακόμα και την εναντίωσή του στο απολυταρχικό σύστημα. Αυτού του τύπου οι αλλαγές συνοδεύονται από απαισιοδοξία, απάθεια και αποφυγή του κινδύνου.

Ένα αυταρχικό καθεστώς χρησιμοποιεί τον φόβο για να τονίσει και να αυξήσει το κόστος της διαφωνίας των πολιτών σε αυτό (π.χ. μετάδοση στάσης του τύπου - ας καθίσουμε στ’αυγά μας, εμείς θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα; Δεν βλέπεις τι έπαθε ο Χ; ) προκειμένου αυτοί να μειώσουν την αντίστασή τους. Κατ’αυτό τον τρόπο, μεταδίδεται ο τρόμος (γι’αυτό και ο βομβαρδισμός με ειδήσεις τρόμου από τα ιδιωτικά μέσα μαζικής «ενημέρωσης») οι πολίτες δεν αντιδρούν, γίνονται απαισιόδοξοι και όπως προείπα, αποφεύγουν τον οποιονδήποτε κίνδυνο.

Κατ’αυτό τον τρόπο, ένα αυταρχικό καθεστώς είτε αυξάνει τις καταπιεστικές του πράξεις ή οδηγεί τα άτομα να επανεκτιμήσουν τα συναισθήματά τους (χαρακτηριστικό παράδειγμα η συζήτηση για την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα η οποία υφίσταται πλέον σε πολύ μικρότερο βαθμό όπου οι πολίτες κυριολεκτικά επανεκτίμησαν τη στάση τους, έχοντας ιδιαίτερα αυξημένο το κόστος διαφωνίας βλ. π.χ. η αύξηση αισθημάτων τύπου «θα καταστραφούμε περαιτέρω, η Ελλάδα είναι Ψωροκώσταινα και πρέπει να εξαρτάται από τους μεγάλους όπου χωρίς αυτούς δεν μπορεί να ζήσει κτλ.»)

Υπό αυτές τις συνθήκες, μορφές παθητικής αντίστασης όπως είναι το κίνημα κατά των πλειστηριασμών, οι καταλήψεις κτλ είναι πιο πιθανόν να έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή από ότι η ενεργητική αντίσταση όπως είναι οι διαδηλώσεις.

Η Γιανγκ κάνει μία εξίσου σημαντική παρατήρηση αναφερόμενη στους ψηφοφόρους που είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στη βία και υποτάσσονται στις απειλές. Αυτοί είναι κυρίως οι φτωχοί οι οποίοι τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά είναι ευάλωτοι στη βία. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι όσο πιο πολύ φτωχοποιείται μία κοινωνία, τόσο πιο υποταγμένη γίνεται. 

Οι σωματικές αδυναμίες των φτωχών περιλαμβάνουν την ικανότητά τους να προστατευθούν από τη βία γιατί δεν μπορούν να επενδύσουν στην ασφάλεια (δεν έχουν όπλα, σωματοφύλακες κτλ.) αλλά ούτε και μπορούν να φύγουν (μπορεί να είναι άρρωστοι, ηλικιωμένοι, να μην έχουν τα προσόντα που να ζητά κάποια άλλη χώρα υποδοχής κτλ). 

Ως ψυχολογική αδυναμία ορίζεται η αίσθηση υψηλού προσωπικού κινδύνου που μπορεί να αισθάνεται κάποιος  (π.χ. μην μιλάς θα χάσεις τη δουλειά σου, εσύ θα αλλάξεις τον κόσμο κοκ) ή η αδυναμία επεξεργασίας του πολιτικού κινδύνου με βέλτιστο τρόπο (στο σημείο αυτό ιδιαίτερο ρόλο επιτελεί η παραπληροφόρηση με τη διόγκωση ειδήσεων φόβου που κυμαίνονται από την αίσθηση πολέμου με άλλα κράτη, εμφυλίου πολέμου, απομόνωσης από το παγκόσμιο γίγνεσθαι,  περαιτέρω οικονομικής τιμωρίας από ισχυρά οικονομικά κέντρα κοκ).

Ιδιαίτερα όμως σημαντική είναι και η άλλη παρατήρηση της Γιανγκ «εάν οι φτωχοί καταστέλλονται ευκολότερα από τους πλούσιους, οι πολιτικοί σε ημι-δημοκρατικά συστήματα δεν έχουν κίνητρο να καλύψουν τις ανάγκες των φτωχών». Το γεγονός αυτό φαίνεται και από το ότι οι ημι-δημοκρατικοί ηγέτες πολύ φτωχών χωρών δεν προχωρούν σε αναδιανομή του πλούτου παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων τους είναι φτωχοί. Τέτοιοι ηγέτες μπορούν εύκολα να χειραγωγήσουν τους φτωχούς γιατί είναι πιο δεκτικοί στις απειλές.

Ο θυμός όμως μπορεί να είναι το αντίθετο του φόβου και είναι η κινητήριος δύναμη πολιτικής κινητοποίησης σε αυταρχικά καθεστώτα. Αυτοί που έχουν θυμώσει είναι κι αυτοί που παλεύουν περισσότερο για την αλλαγή της κατάστασης. Ο θυμός αλλά και ο ενθουσιασμός κινητοποιούν σε δράση μόνο που ο θυμός φέρνει πιο δυνατά αποτελέσματα. Ειδικότερα, επισημαίνει ότι η σχετική αποτελεσματικότητα του θυμού είναι υψηλότερη σε περιοχές που είχαν υποστεί στο παρελθόν καταστολή. 

Η Γιάνγκ συνεχίζει λέγοντας ότι πραγματικά γεγονότα καταστολής είναι σπάνια και έτσι οι πολίτες αφήνονται  να εξάγουν μόνοι τους συμπεράσματα όσον αφορά τις πράξεις αντίδρασης που μπορεί να σκέπτονται να πραγματοποιήσουν με βάση διάφορα ασαφή σήματα καταστολής του συστήματος. Ένα ασαφές σήμα καταστολής είναι η διαρκής ύπαρξη αστυνομικών σε όλες τις γειτονιές και σε κομβικά σημεία της πόλης που δεν σχετίζεται απαραίτητα με την τήρηση της τάξης και της ασφάλειας αλλά αποτελεί σήμα δυνάμενης καταστολής. 


Όπως αντιλαμβανόμαστε, οι πολίτες έχουν ατελή πληροφόρηση για τα γεγονότα και παρασύρονται στις αποφάσεις τους από τα συναισθήματά τους. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα συναισθήματα του φόβου και του θυμού για τη λήψη αποφάσεων και έχουμε δει τους πολίτες να παρασύρονται από αυτά μαζικά βλ. περιπτώσεις εκλογών, δημοψηφίσματος κτλ. 

Τα συμπεράσματα της Γιάνγκ είναι άκρως ενδιαφέροντα και διαφωτιστικά και αποτελούν πρόταση για τα αντιπολιτευόμενα κόμματα και την πολιτική κινητοποίηση των πολιτών σε ιδιαίτερα δύσκολα περιβάλλοντα. Αντί λοιπόν τα κόμματα της αντιπολίτευσης να εστιάζουν σε μελλοντικά κοινωνικά οφέλη για τους πολίτες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το θυμό ειδικότερα για την κινητοποίηση πολιτών υπέρ της δημοκρατίας.

Θα μπορούσε το αυτομαστίγωμα και η παραίτηση να μετατραπούν σε θυμό; 
Πιθανόν γιατί όπως έγραψε και η Εμιλυ Ντίκινσον«Μόλις ταΐσεις τον θυμό πεθαίνει. Η πείνα είναι που τον παχαίνει».


Προτεινόμενα αναγνώσματα

Lauren Elyssa Young. The Psychology of Repression and Dissent in Autocracy. Διαθέσιμο στο:
https://academiccommons.columbia.edu/catalog/ac:202078

Μαστρογιάννη, Φ. Φόβος και Πολιτική. Διαθέσιμο στο: <http://mastroyanni.blogspot.gr/2016/03/blog-post_8.html>
Μαστρογιάννη, Φ. Φοβάμαι άρα Υπάρχω. Διαθέσιμο στο: <http://mastroyanni.blogspot.gr/2016/09/blog-post_7.html>
Μαστρογιάννη, Φ. Κοινωνική Βία και Φόβος των Ελίτ. Διαθέσιμο στο:<http://mastroyanni.blogspot.gr/2017/05/blog-post_21.html>