Articles by "Σαν σήμερα"
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαν σήμερα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Γερμανικό άγημα υποδέχεται τη σοβιετική αποστολή (Κάμενεφ, Τρότσκι) 
στο σταθμό του Μπρεστ-Λιτόφσκ

Στις 3 Μαρτίου του 1918 υπεγράφη το τρίτο μέρος της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ ανάμεσα στην μπολσεβικική Ρωσία και τις Κεντρικές Δυνάμεις, τη Γερμανία και τους συμμάχους της, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νεοσύστατη Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία παρέδιδε στα χέρια του αντιπάλου τεράστια εδάφη.

Οι πρώτες σελίδες της Συνθήκης γραμμένες στα γερμανικά, ουγγρικά, βουλγαρικά, 
οθωμανικά τουρκικά και ρωσικά

Οι περιοχές των πόλεων της Υπερκαυκασίας Καρς και Αρνταχάν, με πολυάριθμους χριστιανικούς πληθυσμούς (κυρίως Αρμενίους, Έλληνες και Ασσυρίους), μετά από σαράντα χρόνια παραμονής στα εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας παραδόθηκαν στους Τούρκους.

Από τον Απρίλιο του 1916, μέρος της Ρωσίας αποτελούσε και το βιλαέτι της Τραπεζούντας. Την εξουσία στην περιοχή ασκούσε ο μητροπολίτης Χρύσανθος. Ο επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων Τζεμάλ Αζμί, κατά την αποχώρησή του από την Τραπεζούντα θεώρησε σκόπιμο και δίκαιο να παραχωρήσει επίσημα την εξουσία στα χέρια του Έλληνα δεσπότη. Την ελληνική τοπική Αρχή την δέχτηκαν και οι Ρώσοι. Με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ η θρυλική Τραπεζούντα ξαναγύρισε στα χέρια των Τούρκων κατακτητών, όπως και όλος ο Ανατολικός Πόντος.

Η παραχώρηση των εδαφών στην Υπερκαυκασία και τον Πόντο έγινε στο πλαίσιο μιας ευρύτερης απόφασης.

Η απόφαση των Μπολσεβίκων


Με την επικράτηση των Μπολσεβίκων στην εξουσία στις 25 Οκτωβρίου (7 Νοεμβρίου) του 1917, η Ρωσία εξήλθε από την Αντάντ. Οι Γερμανοί, ενώ ηττήθηκαν από τις Δυνάμεις υπό την ηγεσία της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, έβλεπαν την αδυναμία σκληρής διαπραγμάτευσης εκ μέρους της νέας ρωσικής ηγεσίας.

Αντιπρόσωποι των Κεντρικών Δυνάμεων: ο Γερμανός στρατηγός Χόφμαν, ο υπ. Εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας κόμης Τσέρνιν, ο εκπρόσωπος των Οθωμανών Μεχμέτ Ταλαάτ πασάς και ο Γερμανός υπ. Εξωτερικών φον Κούλμαν

Στην πρώτη φάση οι Σοβιετικοί πρότειναν στους Γερμανούς ανακωχή, η οποία και συνήφθη στις 15 Δεκεμβρίου του 1917. Το σύνθημα «Ειρήνη άνευ προσαρτήσεων, άνευ αποζημιώσεων», γινόταν πραγματικότητα μετά από τον νικηφόρο για τη Ρωσία πόλεμο. Κουρασμένος μετά από τέσσερα χρόνια, ο ρωσικός στρατός περίμενε τη διακοπή του πολέμου με οποιοδήποτε κόστος. Οι αντιπολεμικές δηλώσεις του Λένιν έσπασαν το φιλοπόλεμο ηθικό των στρατιωτών.

Ξεκίνησαν οι έφοδοι των Γερμανών σε όλο το μέτωπο. Η Ρωσία δεν μπορούσε να αντισταθεί επειδή στη χώρα επικρατούσε χάος. Μετά από δύο προσπάθειες να διαπραγματευτούν, οι εκπρόσωποι της σοβιετικής εξουσίας υπέγραψαν την παραχώρηση εδαφών άνευ όρων. Η Ρωσία παρέδιδε στις Κεντρικές Δυνάμεις την Πολωνία και τη Λιθουανία. Η Λετονία, η Εσθονία και η Φινλανδία εκκενώνονταν από τα ρωσικά στρατεύματα.

Η σοβιετική αντιπροσωπεία: α΄ σειρά Κάμενεφ, Γιόφε, Μπιτσένκο· β΄ σειρά Λίπσκι, Στούτσκα, Τρότσκι, Κάραχαν

Η τελευταία ελπίδα

Στις 3 Μαρτίου του 1918 ο ελληνισμός του Πόντου έχασε το τελευταίο του προπύργιο στην πάτρια γη. Μαζί με τα ρωσικά στρατεύματα, από τις πατρογονικές εστίες έφυγαν δεκάδες χιλιάδες Έλληνες συμπληρώνοντας τον ήδη μεγάλο αριθμό προσφύγων στον Καύκασο και τα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας.

Η προσπάθεια της ποντιακής ηγεσίας εκείνης της εποχής να φέρει πίσω τον ελληνικό πληθυσμό είχε πρόσκαιρη και μερική επιτυχία. Το 1919, μετά την προέλαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, 100.000 Πόντιοι γύρισαν στα σπίτια τους. Ο πατριωτισμός τους όμως έστειλε πολλούς από αυτούς στο θάνατο από τα χέρια των κεμαλιστών.

Το 1923, μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης, ο εναπομείνας ελληνικός πληθυσμός του Πόντου αναγκάστηκε για πολλοστή φορά να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς και να εγκατασταθεί στην Ελλάδα.

Γεννήθηκε στη Βαρσοβία στις 14 Δεκεμβρίου 1911, γιος του κόμη Βλαδίμηρου Ιβάνοφ, συνταγματάρχη του τσαρικού στρατού. Όταν πέθανε ο πατέρας του, η μητέρα του, Λεονάρδα Σαϊνόβιτς, ξαναπαντρεύτηκε τον Έλληνα Γιάννη Λαμπριανίδη και αμφότεροι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1925.
Αρχικά, όσον αφορά το αθλητικό κομμάτι, ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο, με τη φανέλα του «γηραιού», αλλά στη συνέχεια μεταπήδησε στο νερό, εκεί όπου σάρωσε τόσο στους εγχώριους όσο και σε διεθνείς κολυμβητικούς αγώνες, όχι μόνο στην κολύμβηση... Από το 1931 έως το 1935 συμμετείχε ανελλιπώς με την «κυανόλευκη» κολυμβητική ομάδα στους αγώνες Βορείου Ελλάδος και στους Πανελλήνιους αγώνες. Παράλληλα, ήταν μέλος της ομάδας πόλο του Ηρακλή και της εθνικής Πολωνίας.
Δεν αμέλησε όμως τα γράμματα. Σπούδασε γεωπόνος μηχανικός στο Πανεπιστήμιο του Λέουβεν στο Βέλγιο, εκεί όπου το 1933 κατέρριψε το πανεπιστημιακό ρεκόρ κολύμβησης της χώρας στα 50 μέτρα ελεύθερο με 35 δευτερόλεπτα. Tο 1934, στους Αγώνες Βορείου Ελλάδος που έγιναν στη Θεσσαλονίκη, τερμάτισε πρώτος στα 100 μέτρα ελεύθερο με χρόνο 1:12. Το 1936 κατέλαβε την πρώτη θέση στους Ιστιοπλοϊκούς Αγώνες του Θερμαϊκού μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του, Αντώνιο Λαμπριανίδη.
Επίσης, έλαβε μέρος με την ομάδα πόλο της A.Z.S. Βαρσοβίας σε διεθνείς αγώνες, αγωνιζόμενος ως φουνταριστός, με αξιοσημείωτη επιθετική απόδοση. Για τον λόγο αυτό επιλέχθηκε και στην εθνική Πολωνίας, για την οποία ανακηρύχθηκε ως ο καλύτερος παίκτης της το 1938.
Μετά τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Ινστιτούτο Αποικιακής Γεωπονίας στο Παρίσι, επέστρεψε στην Ελλάδα, τη δεύτερη πατρίδα του, για την οποία έμελλε να αγωνιστεί όχι ως απλός αθλητής, αλλά ως υπερασπιστής της ελευθερίας της. Άλλωστε, το αντι-ναζιστικό μένος είχε φουντώσει μέσα του κατά την περίοδο που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Πολωνία.

Η εκπαίδευσή του ως σαμποτέρ και τα πρώτα χτυπήματα

Τον Μάιο του 1940 απέκτησε επαφές με την πολωνική στρατιωτική βάση της Θεσσαλονίκης. Πήρε την απόφαση να μεταβεί στην Παλαιστίνη μέχρι τον Απρίλιο του 1941. Εκεί εκπαιδεύτηκε από τις πολωνικές μυστικές υπηρεσίες, που είχαν έδρα την Ιερουσαλήμ και αργότερα από τις βρετανικές στο Κάιρο της Αιγύπτου. Στις 13 Οκτωβρίου 1941 το αγγλικό υποβρύχιο Thunderbοlt τον αποβίβασε στην ακτή ανάμεσα στον Άγιο Ανδρέα και τη Νέα Μάκρη, για να αναλάβει δράση ως σαμποτέρ με τον κωδικό 033Β.
Ο Ιβάνοφ συνεργάστηκε με Έλληνες αντάρτες και έλαβε μέρος σε κατασκοπείες και σαμποτάζ. Ακολούθησε στις 19 Δεκεμβρίου η πρώτη του σύλληψη από τους Γερμανούς, μετά από προδοσία ενός φίλου του από τα παιδικά του χρόνια, του Κωνσταντίνου Πάντου. Δεν το έβαλε κάτω και κατάφερε να αποδράσει, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να επικηρυχθεί για 500.000 δραχμές. Δέκα ημέρες αργότερα, αφίσες με τη φωτογραφία του τοιχοκολλήθηκαν σε όλη την Αθήνα. Αυτό, ωστόσο, δεν εμπόδισε τη δράση του.


Η αποφασιστικότητά του αποδείχθηκε παροιμιώδης, ενώ δεν δίσταζε να παίρνει και ρίσκα. Ένα από αυτά ήρθε στις 14 Μαρτίου 1942, με τη βοήθεια Ελλήνων λιμενεργατών του ναυπηγείου Σκαραμαγκά, όταν και βύθισε το γερμανικό υποβρύχιο U-133. Ενδεικτικό της δυσκολίας που είχε η αποστολή του, είναι το γεγονός ότι εφοδιάσθηκε με έναν εκρηκτικό ωρολογιακό μηχανισμό, τον οποίο έδεσε γύρω από τη μέση του και κολύμπησε νύχτα από την ακτή του Πειραιά ως τον ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Στη συνέχεια τοποθέτησε τη βόμβα στα ύφαλα και μετά από λίγες ώρες… «μπουμ», το υποβρύχιο ανατινάχθηκε κατά τη διάρκεια της περιπολίας του. Οι περισσότεροι Γερμανοί πίστεψαν ότι αυτό προσέκρουσε σε νάρκη, αλλά η αλήθεια αποδείχθηκε διαφορετική.
Τον Μάιο του 1942 ο Ιβάνοφ βύθισε μέσα στο λιμάνι του Πειραιά το ισπανικό ατμόπλοιο San Isidore, το οποίο μετέφερε εμπορεύματα για λογαριασμό των κατακτητών. Αν και στη συνέχεια το πλοίο επισκευάστηκε, η κίνηση ήταν καταλυτική για να κάμψει το ηθικό αντίστοιχων πληρωμάτων που συνεργάζονταν με τους ναζί. Στις 3 Αυγούστου του 1942 τοποθέτησε μαγνητική νάρκη στο υποβρύχιο U-372 και του προκάλεσε τόσο μεγάλη ζημιά, που εκείνο δεν μπορούσε να καταδυθεί. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βυθιστεί εύκολα από τους Συμμάχους.

Τα «τσακισμένα» γερμανικά αεροπλάνα και… ο Ντούτσε

























Μεταξύ των σαμποτάζ που οργάνωσε σε συνεργασία με αντιστασιακές οργανώσεις, το πλέον κομβικό ήταν στο εργοστάσιο Μαλτσινιώτη, όπου επισκευάζονταν οι κινητήρες των αεροπλάνων της Luftwaffe. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Γερμανών, οδήγησε στην πτώση 400-450 αεροσκαφών στη Βόρειο Αφρική και για τον λόγο αυτό οι δυνάμεις του Άξονα υποχώρησαν 2.300 χιλιόμετρα δυτικά μέσα σε διάστημα έξι μηνών. Ανατίναξε, επίσης, μεγάλο αριθμό γερμανικών αεροπλάνων στο αεροδρόμιο του Ελληνικού...

Όταν ο Μπενίτο Μουσολίνι επισκέφθηκε την Αθήνα στις 20 Ιουλίου 1942, υπήρχαν πληροφορίες ότι θα κατέλυε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Με τη βοήθεια υπαλλήλων του ξενοδοχείου, ο Ιβάνοφ τοποθέτησε εκρηκτικά στο υπόγειο, με σκοπό να ανατινάξει την αίθουσα υποδοχής, μόλις κατέφθανε ο Ιταλός δικτάτορας. Όμως, το σχέδιο της επίσκεψης άλλαξε και ο Ντούτσε παρέμεινε μόνο για λίγες ώρες στην ελληνική πρωτεύουσα, με αποτέλεσμα η επιχείρηση αυτή να μην ολοκληρωθεί ποτέ.

Η νέα σύλληψη, ξανά με προδοσία, και η εκτέλεση στην Καισαριανή


Μετά από όλα αυτά, ήρθε η δεύτερη σύλληψη του Ιβάνοφ, μετά από νέα προδοσία στις 8 Σεπτεμβρίου 1942 και αφού το ποσό της επικήρυξης είχε εκτιναχθεί στα 2 εκατ. δραχμές. Αυτή έγινε στο Πεδίον του Άρεως, μαζί με τους συνεργάτες του Κοντόπουλο, Μαλλιόπουλο και αδελφούς Γιαννάτου, κατόπιν προδοσίας του αστυνομικού Παντελή Λαμπρινόπουλου. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ο Ιβάνοφ καταδικάσθηκε σε θάνατο μαζί με τους Κοντόπουλο, Παλιόπουλο και Δημήτρη Γιαννάτο, ενώ η ποινή του Κωνσταντίνου Γιαννάτου ήταν κάθειρξη 20 ετών.
Στις 4 Ιανουαρίου 1943 ο Ιβάνοφ οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Το σημείο όπου άφησαν την τελευταία τους πνοή πολλοί από όσους αγωνίστηκαν για την ελευθερία αυτού του τόπου στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έμελλε να είναι και για εκείνον το τελευταίο που είδαν τα μάτια του. Πριν το εκτελεστικό απόσπασμα, προσπάθησε να αποδράσει ξανά, αλλά οι διώκτες του τον πυροβόλησαν την ώρα που απομακρυνόταν και τον ξανάπιασαν. Αιμόφυρτος και δεμένος σε ένα πάσσαλο εκτελέστηκε μαζί με τους συντρόφους του. Προτού πέσει νεκρός, αναφώνησε: «Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω η Πολωνία!».

Οι μετά θάνατον τιμές και το γυμναστήριο με το όνομά του


Είναι πάρα πολύ σπάνιο τρεις χώρες να τιμούν τον ίδιο άνθρωπο. Ένας από τους γνωστότερους «στρατιώτες τριών χωρών» ήταν ο Λάουρι Τόρνι, που υπηρέτησε στον φινλανδικό στρατό, στα τάγματα των SS, αλλά και με τον αμερικάνικο στρατό στο Βιετνάμ, όμως αποτελούσε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Αντίθετα, ο Γεώργιος Σαϊνόβιτς Ιβάνοφ υπήρξε δεδομένα και χωρίς αμφισβήτηση ήρωας για Πολωνία, Ελλάδα και Αγγλία, οι οποίες του απένειμαν μετά θάνατον ανώτατα πολεμικά παράσημα και τιμητικές διακρίσεις.
Στις 30 Μαρτίου 1945 η πολωνική κυβέρνηση, που βρισκόταν στο Λονδίνο, τον τίμησε με τον Ανώτατο Πολεμικό Σταυρό «VIRTUTI MILITARI». Οι Συμμαχικές Δυνάμεις, μέσω του Μάρσαλ Χάρολντ Αλεξάντερ, τον ευχαρίστησαν δημόσια για τη δράση του και κάποια χρόνια αργότερα η βασίλισσα Ελισάβετ ΙΙ κατέβαλε το συμβολικό ποσό των 1.000 λιρών στην οικογένειά του, ως ένδειξη αναγνώρισης των ηρωικών ενεργειών του.
Επίσης, στην Πολωνία το όνομα του Ιβάνοφ έχει δοθεί σε αρκετές πλατείες και δρόμους. Στην Ελλάδα στήθηκε ανδριάντας του στην οδό Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, υπάρχει δρόμος με το όνομά του και από το 1953 διοργανώνονται ετήσιοι κολυμβητικοί αγώνες με την ονομασία «Ιβανόφεια». Το 1987, το κλειστό γήπεδο μπάσκετ και βόλεϊ του Ηρακλή ονομάστηκε «Ιβανόφειο». Επίσης, το 1971 η ζωή του έγινε ταινία με όνομα «Agent Nr. 1», με την πρώτη της προβολή στις 25 Φεβρουαρίου 1972, ενώ το 1973 προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.


Συμμετέχοντας στην ευαισθητοποίηση της κοινωνίας κατά της βίας εναντίον των γυναικών, η Βουλή των Ελλήνων θα φωταγωγηθεί στα πορτοκαλί με την ευκαιρία της σημερινής (Σάββατο, 25 Νοεμβρίου), Παγκόσμιας Ημέρας για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών.

Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, με απόφασή της στις 17 Δεκεμβρίου 1999, ανακήρυξε την 25η Νοεμβρίου ως Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, αναδεικνύοντας ένα σημαντικό πρόβλημα με παγκόσμια διάσταση.

H κακοποίηση των γυναικών, η πιο διαδεδομένη ‘αθέατη’ βία παγκοσμίως, συνιστά την πιο ακραία έκφραση των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα και αφορά στα φαινόμενα της ενδοοικογενειακής βίας, της γυναικοκτονίας, του βιασμού, της σεξουαλικής κακοποίησης και παρενόχλησης, του trafficking.

Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρίας (ΕΙΕ) το 2016, μέσα σ' ένα χρόνο 16.700.000 γυναίκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπέστησαν σωματική βία ή σεξουαλική κακοποίηση.


Στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, φαίνεται πως σωματική βία αναφέρει ότι έχει υποστεί το 24% των γυναικών (18% από σύντροφο και 10% από άλλο άτομο), ενώ σεξουαλική βία αναφέρεται από το 6% των γυναικών (5% από σύντροφο και 1% από άλλο άτομο).

Συνολικά 25 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, αντιμετώπισε τον πρώτο μήνα λειτουργίας του το νεοϊδρυθέν Iατροδικαστικό Iατρείο του Nοσοκομείου «Ασκληπιείο Βούλας».

Τα περιστατικά βιασμών υπολογίζονται στη χώρα μας σε 5.000 ετησίως, ωστόσο μόνο τα 150 από αυτά πιστοποιούνται και ακολουθούν τη νομική οδό.



Με μια επιτυχημένη εκδήλωση, στη γεμάτη από κόσμο αίθουσα «Μαν. Αναγνωστάκης» του δημαρχείου Θεσσαλονίκης, ο Ελληνοκουβανικός Σύνδεσμος Φιλίας και Αλληλεγγύης Θεσσαλονίκης και η Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη Θεσσαλονίκης (ΕΔΥΕΘ)τίμησαν τη ζωή και έργο του αργεντίνου κομμουνιστή επαναστάτη Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Στην εκδήλωση, που διοργανώθηκε για την συμπλήρωση 50 χρόνων από τη δολοφονία του Τσε, παραβρέθηκαν μεταξύ άλλων η Πρέσβης και ο πρόξενος της Δημοκρατίας της Κούβας στην Ελλάδα, εκπρόσωποι της ΚΕ του ΚΚΕ, της ΚΟ Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ, της ΚΝΕ, της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ, εκπρόσωποι τοπικών επιτροπών ειρήνης, εργατικών και συνταξιοδοτικών σωματείων κ.α.

Η εκδήλωση ξεκίνησε με χαιρετισμό της πρέσβειρας της Κούβας Zelmys Maria Dominguez Cortina η οποία, αφού ευχαρίστησε τους διοργανωτές και τους παρευρισκόμενους για την παρουσία τους, αναφέρθηκε στον Τσε Γκεβάρα ως έναν «εξαιρετικό άντρα» και «παράδειγμα επαναστάτη» που ο κουβανός λαός «τον θαύμασε και τον αγάπησε σαν ένα σημαντικό κομμάτι της κουβανικής πατρίδας» .

Χαιρετιστήριος λόγος της Zelmys Maria Dominguez Cortina στην εκδήλωση:

Σας ευχαριστώ όλους για την παρουσία σας σήμερα εδώ, στην εκδήλωση που γίνεται για να τιμήσει τη ζωή και το παράδειγμα ενός εξαιρετικού άνδρα, του Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, του Τσε των Κουβανών, του Τσε όλων των επαναστατών του κόσμου, στην 50 η επέτειο της πτώσης του στη μάχη και της δολοφονίας του, τον Οκτώβρη του 1967 στη Βολιβία, όπου πολεμούσε για έναν καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο.

Είναι τιμή για μένα σήμερα να πω λίγα λόγια σ’ αυτή την εκδήλωση προς τιμή του Ερνέστο Γκεβάρα. Αλλά για τους Κουβανούς, τα καλύτερα λόγια για να τους θυμίζουν τον Τσε είναι αυτά που είπε ο Commander in Chief Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος τον θαύμαζε ως φίλο, ως άνθρωπο, ως επαναστάτη.

Στην ιστορική ομιλία του για τον Τσε, στις 18 Οκτώβρη του 1967 ο Φιντέλ είπε:

Οι εχθροί πιστεύουν ότι (με το θάνατό του) έχουν νικήσει τις ιδέες του, έχουν νικήσει την ιδέα του αντάρτικου, έχουν νικήσει τις απόψεις του για τον ένοπλο επαναστατικό αγώνα. Αυτό που κατάφεραν είναι, με λίγη τύχη, να απαλλαγούν από τη φυσική του παρουσία. Το μόνο που κέρδισαν είναι τα περιστασιακά πλεονεκτήματα που μπορεί ένας εχθρός να κερδίσει στον πόλεμο (…)

Ο Τσε ήταν ένας εξαιρετικά ικανός στρατιωτικός ηγέτης. Αλλά όταν θυμόμαστε τον Τσε, (…) δεν θυμόμαστε πρωτίστως τις στρατιωτικές του αρετές. (…) Ο πόλεμος είναι το μέσον και όχι ο σκοπός, είναι ένα εργαλείο για τους επαναστάτες. Το σημαντικό είναι η επανάσταση, ο σκοπός της επανάστασης, οι επαναστατικές ιδέες, οι επαναστατικοί στόχοι, τα επαναστατικά αισθήματα, οι επαναστατικές αρετές!

Σ’ αυτό το πεδίο, στο πεδίο των συναισθημάτων, στο πεδίο των επαναστατικών αρετών, στο πεδίο της γνώσης, πέρα από τις στρατιωτικές αρετές, είναι που αισθανόμαστε τη φοβερή απώλεια, παρά στη σημασία που έχει ο θάνατός του για το επαναστατικό κίνημα.

Γι αυτό λέμε, όταν σκεφτόμαστε τη ζωή του, όταν σκεφτόμαστε τη διαγωγή του ότι αυτός ο άνδρας αποτελούσε μοναδική περίπτωση πολύ σπάνιου ανθρώπου, που μπορούσε να συνδυάζει στην προσωπικότητα του όχι μόνο τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου της δράσης, ενός ανθρώπου της σκέψης, των άψογων επαναστατικών αρετών και μιας εξαιρετικής ανθρώπινης ευαισθησίας ενωμένα σε έναν χαρακτήρα από σίδερο, σε μια ατσάλινη θέληση και μια ακατάβλητη επιμονή.

Από επαναστατική άποψη, από την οπτική του λαού μας , πώς πρέπει να θυμόμαστε τον Τσε; (…) Μας άφησε την επαναστατική του σκέψη, τις επαναστατικές αρετές του, το χαρακτήρα του, τη θέλησή του, της επιμονή του, τον τρόπο δουλειάς του, με μια λέξη μας άφησε το παράδειγμά του! Και το παράδειγμα του Τσε πρέπει να είναι πρότυπο για το λαό μας! (…)

Αν θέλουμε να εκφράσουμε το πώς φιλοδοξούμε να είναι οι μαχητές μας, οι άνθρωποί μας, οι επαναστάτες αγωνιστές μας, (…) αν θέλουμε να εκφράσουμε το πώς θέλουμε να είναι τα παιδιά μας, πρέπει να πούμε με όλη τη ψυχή των ορμητικών επαναστατών: θέλουμε να είναι σαν τον Τσε!

Αυτός ο εξαιρετικός άνδρας, αυτό το παράδειγμα επαναστάτη, θα έχει για πάντα μαζί του την αγάπη του για τον Κουβανικό λαό και την επανάστασή του, αγάπη που του ανταποδίδουν οι άνθρωποι που τον δέχτηκαν σαν γιό τους και σαν να ήταν παιδί τους υπέφεραν από τη φυσική του απώλεια.

Στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του στον Φιντέλ και στο λαό της Κούβας επαναεπιβεβαίωσε την αφοσίωσή του στο λαό που τον θαύμασε και τον αγάπησε σαν ένα σημαντικό κομμάτι της Κουβανικής πατρίδας.

Από εδώ ο Κουβανικός λαός σου σου λέει ότι θα συνεχίσουμε μαζί σου Τσε, με τις ιδέες και το παράδειγμά σου.

Μέχρι τη νίκη για πάντα! (¡Hasta la victoria siempre!)

Ευχαριστώ πολύ.



Ομιλίες-παρεμβάσεις για τη ζωή και το έργο του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα έκαναν ο πρόεδρος του Ελληνοκουβανικού Συνδέσμου Θεσ/νίκης Αποστόλης Σκούφας, ο γενικός γραμματέας του Συνδέσμου Νίκος Μόττας και ο πρόεδρος της ΕΔΥΕΘ Νίκος Ζώκας. (Οι ομιλίες θα δημοσιευθούν στο «Ατέχνως» τις επόμενες ημέρες)
ekdilosi che atexnos




Των ομιλίων ακολούθησε βίντεο με απόσπασμα ομιλίας του Τσε ως υπουργού βιομηχανίας και η εκδήλωση έκλεισε με ένα σύντομο μουσικό αφιέρωμα από το συγκρότημα Duo Los Capos που ερμήνευσε γνωστά τραγούδια με αναφορές στον σπουδαίο επαναστάτη, όπως το διάσημο “Hasta Siempre Comandante” του Κάρλος Πούεμπλα.

πηγή

Διπλωμάτης, πολιτικός και συγγραφέας. Aνάλωσε τη ζωή του στην προάσπιση των εθνικών υποθέσεων, μέχρις ότου πέσει και ο ίδιος θύμα του Εθνικού Διχασμού το 1920. Μαζί με τους φίλους του Περικλή Γιαννόπουλο και Αθανάσιο Σουλιώτη - Νικολαΐδη, υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του ελληνικού ρομαντικού εθνικισμού των αρχών του 20ου αιώνα.
Με καταγωγή από το Βογατσικό της Καστοριάς, ο Ίων Δραγούμης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 2 Σεπτεμβρίου του 1878. Ήταν ο πέμπτος γιος του δικαστικού και μετέπειτα πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη και της Ελισάβετ Κοντογιαννάκη. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1897 κατατάχτηκε εθελοντής στον άτυχο για τα ελληνικά όπλα ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Το 1899 εισήλθε στο διπλωματικό σώμα και το 1902 τοποθετήθηκε ως υποπρόξενος στο Γενικό Προξενείο του Μοναστηρίου. Από τη θέση αυτή και με τη συνεργασία του πατέρα του και του γαμπρού του Παύλου Μελά εργάστηκε επίμονα για την οργάνωση των ορθοδόξων κοινοτήτων της Μακεδονίας κατά των Βούλγαρων σχισματικών, γνωστών και ως κομιτατζήδων.
Τα επόμενα χρόνια υπηρέτησε ως πρόξενος στις Σέρρες (1903), στον Πύργο Βουλγαρίας, στη Φιλιππούπολη (1904), στην Αλεξανδρούπολη (τότε Δεδέαγατς) και στην Αλεξάνδρεια, όπου γνώρισε τους δύο έρωτες της ζωής του: την Πηνελόπη Δέλτα και τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Το 1907 τοποθετήθηκε στο προξενείο της Κωνσταντινούπολης με τον βαθμό του γραμματέα. Η παραμονή του εκεί συνέπεσε με την Επανάσταση των Νεοτούρκων.
Οι επαγγελίες των επαναστατών «περί ισοπολιτείας των διαφόρων εθνοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία» φάνηκαν να δικαιώνουν ορισμένες απόψεις του, που θεωρούσαν ότι η λύση του ελληνικού ζητήματος θα μπορούσε να αναζητηθεί όχι με την ενσωμάτωση των αλύτρωτων πατρίδων στο Ελληνικό Κράτος, αλλά με τη «δημιουργία των συνθηκών που θα επέτρεπαν την ελεύθερη οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ανάπτυξη των Ελλήνων στην ανατολική τους κοιτίδα». Ο Δραγούμης πίστευε στην ελληνοτουρκική συνεννόηση και φοβόταν τον από βορρά σλαβικό κίνδυνο.
Από το 1909 υπηρέτησε διαδοχικά στις πρεσβείες της Ρώμης και Λονδίνου, αναμίχθηκε στο Επαναστατικό Κίνημα του Γουδή (1909), ενώ το 1911 οργάνωσε στην Πάτμο συνέδριο για την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπηρέτησε στο επιτελείο του Αρχιστρατήγου Διαδόχου Κωνσταντίνου και τον Οκτώβριο του 1912 διαπραγματεύτηκε με τους Τούρκους την παράδοση της Θεσσαλονίκης.

Στη συνέχεια διορίσθηκε διαδοχικά επιτετραμμένος στις πρεσβείες της Πετρούπολης, της Βιέννης, του Βερολίνου και το 1914 πρεσβευτής στην Πετρούπολη. Οι συχνές μεταθέσεις όλα αυτά τα χρόνια οφείλονταν στην άκαμπτη στάση του στα ευαίσθητα εθνικά θέματα και στις απρόβλεπτες πρωτοβουλίες που ανέπτυσσε.
Τον Μάιο του 1915 παραιτήθηκε από τη διπλωματική υπηρεσία για να πολιτευθεί. Πήρε μέρος στις εκλογές της 31ης Μαΐου και εκλέχθηκε ανεξάρτητος βουλευτής Φλώρινας. Υποστηρικτής αρχικά του Ελευθέριου Βενιζέλου ήλθε σε ρήξη μαζί του, καθώς διέκρινε σημάδια αυταρχισμού και εθνικής υποτέλειας στην πολιτική του. Ο αντιβενιζελισμός του Δραγούμη δεν προερχόταν από κάποια τυφλή πίστη στη Μοναρχία, αλλά αντίθετα από την πίστη στην εθνική αυτοδιάθεση. Τον Ιανουάριο του 1916 εξέδωσε το περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις, που συμμεριζόταν τις επιλογές της αντιβενιζελικής παράταξης.
Μετά την επιτυχία του βενιζελικού κινήματος το 1917 εξορίσθηκε με άλλους αντιβενιζελικούς πολιτικούς στην Κορσική, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου (1918). Επανήλθε στην Ελλάδα για να εξοριστεί αυτή τη φορά στη Σκόπελο. Απελευθερώθηκε στα τέλη του 1919 και ανέπτυξε δράση υπέρ της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», η οποία συσπείρωνε τους αντιβενιζελικούς. Ο Ίων Δραγούμης ήταν ένας από τους ηγέτες της, καθώς ξεχώριζε τόσο για τις πολιτικές και διπλωματικές του ικανότητες, όσο και για την πνευματικότητα και την αγνή φιλοπατρία του.
Την επομένη της απόπειρας δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι (30 Ιουλίου 1920), ο Ίων Δραγούμης δολοφονήθηκε από βενιζελικούς αξιωματικούς στη διασταύρωση των οδών Βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας) και Παπαδιαμαντοπούλου. Η άσκοπη και άδικη δολοφονία του συγκίνησε το Πανελλήνιο και τον πολιτικό κόσμο. Ο Κωστής Παλαμάς από τις στήλες της Καθημερινής του αφιέρωσε τη Νεκρική Ωδή:
Λευκή ας βαλθεί όπου έπεσες, Κολώνα
(Πώς έπεσες, γραφή να μη το λέη)
Λευκή με της Πατρίδας την εικόνα
Μόνο εκείνη ταιριάζει να σε κλαίη,
Βουβή, μαρμαρωμένη να σε κλαίη!
Το συγγραφικό του έργο, αποτελούμενο από πολιτικές μελέτες, άρθρα κοινωνικού προβληματισμού και λογοτεχνήματα, συντονίζεται με την εθνική και πολιτική του δράση. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες του δημοτικισμού στην Ελλάδα και συχνά υπέγραφε με το ψευδώνυμο Ίδας. Το πολιτικό του μανιφέστο εμπεριέχεται στο κείμενα Ελληνικός Πολιτισμός (1914) και Μονοπάτι, στο οποίο αναλύει τους σκοπούς της ύπαρξης του ελληνικού έθνους και το περιεχόμενο της εθνικής ιδεολογίας. Ο Ίων Δραγούμης πίστευε βαθιά στην κοινοτική ιδέα και όχι στην αυταπάτη της δημοκρατίας, που μας «σαπίζει», όπως έλεγε.

Ρήσεις Δραγούμη

  • «Θέλω να είμαι ωραίο δείγμα Έλληνος. Να σκοπός μιας ζωής!»
  • «Να ξέρετε πως αν σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει… Αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε…»
  • «Δεν ξέρω αν είμαστε καθαροί απόγονοι των αρχαίων. Είτε καθαροί, είτε κι ανακατωμένοι, μιλούμε όμως γλώσσα ελληνική».
  • «Ξεσκέπασε τη δημοτική παράδοση και πρόσωπο με πρόσωπο θα αντικρίσεις γυμνή την ψυχή σου».
  • «Εκείνο που με συνδέει μ' έναν τόπο δεν είναι το καλοκαίρι, είναι ο χειμώνας, και με τους ανθρώπους, οι λύπες της αγάπης».
  • «Η φρονιμάδα είναι τυφλή. Η τρέλα έχει μάτια και βλέπει».

Επιλεγμένη Εργογραφία

  • «10 άρθρα στο ΝΟΥΜΑ» («Ρηγόπουλος»)
  • «Ελληνικός Πολιτισμός» («Ευθύνη»)
  • «Μονοπάτι» («Νέα Θέσις»)
  • «Σαμοθράκη» («Ρηγόπουλος»)
  • «Μαρτύρων και ηρώων αίμα» («Ρηγόπουλος»)
  • «Πολιτικά Κείμενα» («Δωδώνη»)
  • «Φύλλα Ημερολογίου 1895 - 1920» («Ερμής»)

Η απαγωγή της Πατρίτσια Χιρστ στις 4 Φεβρουαρίου του 1974 δεν ήταν σαν όλες τις άλλες απαγωγές που έχουμε ακούσει, καθώς υπάρχουν λεπτομέρειες που ακόμα και σήμερα, σαράντα χρόνια μετά την απαγωγή της ,από την ακροαριστερή «επαναστατική» οργάνωση με το όνομα Συμβιωτικός Απελευθερωτικός Στρατός, διχάζουν τους Αμερικανούς.



Πόστερ του Συμβιωτικού Απελευθερωτικού Στρατού δείχνει την Πατρίτσια Χιρστ ως "Τάνια", κρατώντας ένα πολυβόλο.

Σύμφωνα με ειδικούς η περίπτωση της ήταν από τις πρώτες του Συνδρόμου της Στοκχόλμης. Στο εν λόγω Σύνδρομο το άτομο το οποίο πέφτει θύμα απαγωγής, αντί να νοιώθει μίσος για τον απαγωγέα αρχίζει και αναπτύσσει φιλικά και θετικά αισθήματα για αυτόν.

Θα προσπαθήσουμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι ένος επαναστατημένου πλουσιόπαιδου, κόρη του μεγιστάνα του Τύπου Ράντολφ Χιρστ, η οποία αρχικά έπεσε θύμα απαγωγής και στη συνέχεια έγινε μέλος της οργάνωσης που την απήγαγε.



Φωτογραφία της Χίρστ από ληστεία τράπεζας στο Σαν Φρανσίσκο τη Δευτέρα 15 Απριλίου 1974

Η όμηρος που έγινε αντάρτισσα

Η νεαρή κοιμόταν ήσυχη στο φοιτητικό της διαμέρισμα στο Μπέρκλεϊ όταν σύμφωνα με τον αρραβωνιαστικό της "δυο νέγροι και μια γυναίκα" την απήγαγαν.

Δεν πέρασαν τρεις μέρες και ο Συμβιωτικός Απελευθερωτικός Στρατός ανάλαβε την ευθύνη της απαγωγής με ανακοίνωσή του σε τοπικό ραδιοσταθμό.

Την ίδια στιγμή έδωσαν στη δημοσιότητα ένα ηχογραφημένο μήνυμά της: "Μαμά, μπαμπά είμαι καλά. Έχω μερικές γρατζουνιές αλλά μου έπλυναν τα τραύματα και οι πληγές βελτιώνονται. Μια οπλισμένη ομάδα με επιτηρεί και δεν υπάρχει περίπτωση να με αφήσουν ελεύθερη αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματα τους".

Η τρεμάμενη φωνή της Χιρστ αντήχησε σε όλο τον κόσμο. Η υπόθεση απαγωγής της μετατράπηκε εν μια νυκτί στο κυρίαρχο θέμα κάθε συζήτησης.

Τα αιτήματα των απαγωγέων δεν ήταν κάποιο ποσό χρημάτων αλλά η μαζική διανομή τροφίμων από την οικογένεια Χιρστ στους φτωχούς της Καλιφόρνια.



Φωτογραφία από τη σύλληψη της Χίρστ στις 19 Σεπτεμβρίου 1975.

Η οικογένεια κατέβαλε το ποσό των 2 εκατομμυρίων δολαρίων και υποσχέθηκε άλλα 4 μετά την απελευθέρωση της.

Ενώ η οικογένεια περίμενε την απελευθέρωση της Πατρίτσια στις 3 Απριλίου τους εστάλη μια κασέτα, όπου η κόρη τους ανακοινώνει πως αποφάσισε να προσχωρήσει στον Συμβιωτικό Απελευθερωτικό Στρατό ως απλή αντάρτισσα με το ψευδώνυμο «Τάνια», προς τιμήν της συντρόφου του Τσε, που έχασε τη ζωή της στη Βολιβία.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Απριλίου η "Τάνια" συμμετείχε στη στη ληστεία μιας τράπεζας του Σαν Φρανσίσκο μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του SLA.



Φυλλάδιο του FBi που ζητά από τους πολίτες τη βόηθεία τους για τη σύλληψη της Χίρστ μετά από ληστεία τράπεζας στο Σαν Φρανσίσκο

Ένα μήνα αργότερα, στις 16 Μαΐου, η Πάτι άνοιξε αυτοπροσώπως πυρ με δυο διαφορετικά όπλα για να σώσει δύο συντρόφους της που κινδύνευαν να συλληφθούν για κλοπή σ’ ένα πολυκατάστημα αθλητικών ειδών του Λος Άντζελες.

Ο πατέρας της Ράντολφ Χιρστ είχε αναλάβει προσωπικά την διάσωση της ερχόμενος σε επαφή με περιθωριακούς κύκλους του Σαν Φρανσίκσο ελπίζοντας να βρει δίαυλο επικοινωνίας με τον SLA, ωστόσο η Πάτι είχε "αλλάξει μυαλά".



Η Χίρστ οδηγείται στο δικαστήριο

Αντιστροφή μέτρηση για την οργάνωση

Τα μέλη του Συμβατικού Απελευθερωτικού Στρατού εγκαταστάθηκαν στο νέο τους κρησφύγετο στο Λος Άντζελες. Οι αρχές κατάφεραν να εντοπίσουν ένα μικρό βαν το οποίο τους οδήγησε στο κρησφύγετο της οργάνωσης.

Ακολούθησε αιματοκύλισμα με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους έξι άτομα. Τα εναπομείναντα μέλη του SLA ήταν άφραγκα, εγκαταλελειμμένα στην αβεβαιότητα και αποφάσιζαν να φύγουν από το Λος Άντζελες και να επιστρέψουν στο Σαν Φρανσκίσκο.

Για τους επόμενους δεκαπέντε μήνες η Χιρστ διάσχισε τις ΗΠΑ απ' άκρου εις άκρον με τους συντρόφους της αγνοώντας αναρίθμητες ευκαιρίες να "δραπετεύσει".

Στις 18.9.1975 οι αρχές ανακοίνωσαν τη σύλληψή της στο Σαν Φρανσίσκο, μαζί με δυο λευκά μέλη του SLA και μια Γιαπωνέζα συνοδοιπόρο.




Στα 19 της σε διακοπές στην Ελλάδα

Όταν συνέλαβαν την "Τάνια" έσφιξε τη γροθιά της μπροστά στον φακό, δήλωσε ως επάγγελμα "αντάρτισσα πόλης" και, μέσω του δικηγόρου της, απηύθυνε αισιόδοξο αγωνιστικό χαιρετισμό "σε όλα τα αδέρφια, άντρες και γυναίκες, εκεί έξω".

Για πέντε μήνες παρέμεινε προφυλακισμένη εως ότου στις 4 Φεβρουαρίου του 1976 ξεκίνησε η δίκη της για τη ληστεία της τράπεζας που είχε λάβει μέρος. Ενώ πολλοί ανέμεναν την "Τάνια", αυτή είχε ξαναγίνει Πάτι. Ούτε λίγο ούτε πολύ, δήλωσε ότι η ένταξή της στον SLA ήταν αποτέλεσμα ενός εξαιρετικά βίαιου καταναγκασμού: οι απαγωγείς την κρατούσαν επί εβδομάδες κλειδωμένη σε μια ντουλάπα, υποβάλλοντάς την στην πολύωρη ανάγνωση κομμουνιστικών αναλύσεων.


Φωτογραφία από τη μέρα αποφυλάκισής της, την 1 Φεβρουαρίου 1979



Στις κάννες το Μάιο του 1988 σε Press conference για την ταινία Patty

Οι ένορκοι δεν πείστηκαν και καταδίκασαν ομόφωνα την κατηγορούμενη για οπλοφορία και συνέργεια σε ληστεία. Το δικαστήριο της επέβαλε κάθειρξη 35 χρόνων με συγχώνευση κατά την επιμέτρηση σε 7.

Τελικά εξέτισε 22 μόλις μήνες, της προφυλάκισης συμπεριλαμβανομένης. Αποφυλακίστηκε με εγγύηση 1.000.000 δολαρίων μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής της στο Ανώτατο Δικαστήριο, τον Απρίλιο του 1978.


Φωτογραφία από το πάρτι του Elton John AIDS Foundation λίγο πριν τη 79η τελετή απονομής των Βραβείων Όσκαρ στις 25 Φεβρουαρίου 2007 στο Λος Άντζελες

Έμεινε στην φυλακή εν τέλει 2,5 χρόνια και ο πρόεδρος Κάρτερ ανέστειλε την ποινή της το 1979 για να της δοθεί τελικά χάρη από τον Μπιλ Κλίντον το 2000.

Σήμερα η Χιρστ ζει στο Κονέκτικατ. Η πάλαι ποτέ "Τάνια", η οποία διανύει το 59ο έτος της ηλικίας της, παντρεύτηκε τον φρουρό της, Μπερνάρ Σο και απέκτησαν δυο κόρες.

(Πηγές: photos.newhavenregister, CNN, crimelibrary, nbcnews)
Η μεγαλύτερη μουσική ιδιοφυΐα της Ελλάδας, ο Μάνος Χατζιδάκις, γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη, «τη διατηρητέα κι όχι την άλλη, τη φριχτή, που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες», όπως έλεγε και ο ίδιος.
Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι και της Αλίκη Αρβανιτίδου. Μετά τον χωρισμό των γονιών του, το 1932, ο Μάνος Χατζιδάκις με τη μητέρα του και την αδελφή του εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα.
Εν τω μεταξύ, από τα τέσσερά του χρόνια έχει αρχίσει μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, αρμενικής καταγωγής. Παράλληλα διδασκόταν βιολί και ακορντεόν.

Παγοπώλης και φορτοεκφορτωτής

Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης, ο Μάνος Χατζιδάκις εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Συγχρόνως αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής, και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες ποτέ δεν ολοκλήρωσε.
Την εποχή εκείνη γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους (ΓκάτσοςΣεφέρηςΕλύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.

Γνωριμία με τον Κουν

Η πρώτη του εμφάνιση στα μουσικά πράγματα της χώρας γίνεται το 1944 με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Η γόνιμη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα διαρκέσει 15 χρόνια, με μουσικές για παραστάσεις όπως: «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949) κ.ά.
Εν τω μεταξύ, το 1949 με μια διάλεξη του για το ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία.
Από το 1950 αρχίζει να γράφει μουσική για αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει «ντύσει» μουσικά την Ορέστεια, τη Μήδεια, τις Βάκχες, τις Εκκλησιάζουσες, τη Λυσιστράτη, τον Πλούτο, τις Θεσμοφοριάζουσες, τους Βατράχους και τις Όρνιθες.
Το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη, ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος» με τη Νάνα Μούσχουρη.

Χατζιδάκις και σινεμά

Με τη Μελίνα Μερκούρη
Μεγάλο κεφάλαιο αποτελούν και οι μουσικές που συνέθεσε για σπουδαίες ταινίες του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου. Αναφέρουμε ενδεικτικά την «Κάλπικη Λίρα» (Γ. Τζαβέλλα 1954), τη «Στέλλα» (Μ. Κακογιάννη, 1955), το «Δράκο» (Ν. Κούνδουρου, 1956), το «America-America» (Ελ. Καζάν, 1962), «Sweet Movie» (Ντ. Μακαβέγιεφ, 1974), κ.ά.

Το 1960 κερδίζει το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», τραγούδι το οποίο θα συμπεριληφθεί στα δέκα εμπορικότερα του 20ού αιώνα.
Ωστόσο, η μουσική του για τον ελληνικό κινηματογράφο και μια σειρά ελαφρών τραγουδιών τού χαρίζει μια «λαϊκότητα ανεπιθύμητη», την οποία δεν θα αποδεχθεί ποτέ και θα τη μάχεται μέχρι το τέλος της ζωής του.
Πνεύμα ανήσυχο, ο Μ. Χατζιδάκις χρηματοδοτεί το Διαγωνισμό Πρωτοποριακής Σύνθεσης «Μάνος Χατζιδάκις» του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Δοξιάδη. Το βραβείο απονέμεται στον Ιάννη Ξενάκη, άγνωστο τότε στο ελληνικό κοινό.
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις πηγαίνει στις ΗΠΑ, όπου ανεβάζει στο Μπρόντγουεϊ με τον Ζιλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Στην Αμερική θα παραμείνει μέχρι το 1972 και η μουσική του αντίληψη θα επηρεαστεί σημαντικά από την pop music. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης είναι ο κύκλος τραγουδιών «Reflections» με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble.
Τo 1972, τον πιο σκοτεινό χρόνο της χούντας, επιστρέφει στην Αθήνα και ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», μέσα από το οποίο επιχειρεί να ανοίξει εκφραστικές διόδους στο μουσικό τέλμα της εποχής.

Η γέννηση του «Τρίτου»

Το 1975 αρχίζει η χρυσή εποχή του «Τρίτου». Γίνεται διευθυντής του κρατικού ραδιοσταθμού «Τρίτο Πρόγραμμα» (1975-81) τον οποίο, σε συνεργασία με μια ομάδα νέων και ταλαντούχων δημιουργών, γίνεται σημείο αναφοράς.
Το 1989-93 ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων με μαέστρο τον Χατζιδάκι έδωσε 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με Έλληνες και ξένους σολίστ.
Στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν διαρκώς παρών στην ελληνική δισκογραφία, με δεκάδες δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί: Ο Κύκλος με την Κιμωλία (1956), Παραμύθι χωρίς Όνομα (1959), Πασχαλιές μέσα απ' τη νεκρή γη (1961), Δεκαπέντε Εσπερινοί (1964), Μυθολογία (1965), Καπετάν Μιχάλης (1966), Τα Λειτουργικά (1971), Αθανασία (1975), Τα Παράλογα (1976), Σκοτεινή Μητέρα (1985), Τα Τραγούδια της Αμαρτίας (1992) κ.ά.
Μοναδικός, ιδιοφυής και αεικίνητος, ο Μάνος Χατζιδάκις «έφυγε» από κοντά μας στις 15 Ιουνίου 1994.

Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες… 
» Μάνος Χατζιδάκις (1925-1994).
« …Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία απ' όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες. Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ' την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ' την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ΄ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Προσπάθησα όλον το καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το '32 στην Αθήνα όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.
Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζατον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ' επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ' όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ' απομάκρυναν ύπουλα απ' τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ' το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.
Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ' ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.
Το '66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς - ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το '72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε Πολύτροπον, ίσαμε τη μεταπολίτευση του '74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων - μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.

Από το '75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ' έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ' ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ' αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού, εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα.
Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι:
Α δ ι α φ ο ρ ώ... για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.
Π ι σ τ ε ύ ω... στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.
Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ... αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.
Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός.».