Articles by "Παλαιοντολογία"

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παλαιοντολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η Γη στο παρελθόν δεν είχε την εικόνα που γνωρίζουμε. Για την ακρίβεια, η σημερινή σύνθεση των ηπείρων και των ωκεανών φαίνεται να είναι προσωρινή. Ο πλανήτης μας είναι "ζωντανός οργανισμός" και μεταβάλλεται αδιάκοπα. Πριν από περίπου 330 εκατομμύρια χρόνια όλο το έδαφος της Γης ήταν συγκεντρωμένο σε μία υπερήπειρο, την οποία ονομάζουμε Παγγαία, και περιβαλλόταν από έναν υπερωκεανό, την Πανθάλασσα.

Στην πορεία του γεωλογικού χρόνου, η συναρμολόγηση και ο κατακερματισμός των υπερηπείρων φαίνεται να έχουν μια συστηματική εναλλαγή, που οφείλεται στην κίνηση των τεκτονικών πλακών και την ηφαιστειακή δραστηριότητα. Οι γεωλόγοι έχουν παρατηρήσει έναν σχεδόν σταθερό κύκλο αναδημιουργίας, ενώ κάθε μετατροπή χρειάζεται εκατομμύρια χρόνια για να πραγματοποιηθεί. Η Παγγαία υπήρξε η πιο πρόσφατη υπερήπειρος και η πρώτη που ανακαλύφθηκε από τον άνθρωπο. Προηγήθηκαν, πιθανώς, η Παννότια, περίπου 600 εκατομμύρια χρόνια πριν, η Ροδινία, περίπου 1 δισεκατομμύριο χρόνια πριν και η αρχαιότερη υπερήπειρος, για την οποία έχουμε στοιχεία σήμερα, είναι η Βααλβάρη, που τοποθετείται περίπου 3,5 δισεκατομμύρια χρόνια πριν.

Η Παγγαία συντέθηκε από τις προϋπάρχουσες υπερηπείρους Γκοντβάνα και Λαυρασία. Η Γκοντβάνα βρισκόταν στο νότιο ημισφαίριο και περιελάμβανε τις σημερινές Νότια Αμερική, Αφρική, Αυστραλία, Ανταρκτική και Αραβική Χερσόνησο. Η Λαυρασία, αντίστοιχα, συγκροτούνταν από εκτάσεις του σημερινού βόρειου ημισφαιρίου, όπως η Βόρεια Αμερική, η Σιβηρία και τμήματα γης που βρίσκονται στην σημερινή Ευρώπη. Το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους βρισκόταν στο νότιο ημισφαίριο, αντίθετα με την σημερινή κατανομή της Γης.

Περίπου 200 εκατομμύρια χρόνια πριν, ξεκίνησε η διάλυση της Παγγαίας, ενώ έχει υποστηριχθεί ότι βρίσκεται ακόμα και τώρα σε εξέλιξη. Το πρώτο ρήγμα δημιουργήθηκε ανάμεσα στην Βόρεια Αμερική και την Αφρική, διανοίγοντας ένα κομμάτι του κεντρικού Ατλαντικού Ωκεανού. Στο ανατολικό μέρος της Παγγαίας υπήρξαν επίσης ρίξεις που σχημάτισαν έναν πρώιμο Ινδικό Ωκεανό. Στα επόμενα περίπου 100 εκατομμύρια χρόνια, το νότιο κομμάτι της Παγγαίας, η παλαιότερη δηλαδή Γκοντβάνα, χωρίστηκε στις σημερινές ηπείρους που αντιστοιχεί. Οι μεταβολές συνεχίστηκαν με τον διαχωρισμό της Βορείου Αμερικής από την Γροιλανδία και την Ευρασία. Η τρέχουσα διαμόρφωση των ηπείρων είναι απίθανο να είναι οριστική. Αυτή τη στιγμή, για παράδειγμα, υπολογίζεται πως η Αυστραλία πλησιάζει σταδιακά την Ασία και το ανατολικό τμήμα της Αφρικής αποκόπτεται από την υπόλοιπη ήπειρο.

Η ύπαρξη μιας ενιαίας χερσαίας μάζας στο παρελθόν της Γης, αποδεικνύεται από μια πληθώρα απολιθωμάτων, αλλά και γεωλογικών χαρακτηριστικών. Αφ' ενός, έχει αποδειχθεί η παρουσία ειδών σε ηπείρους που πλέον απέχουν μεγάλες αποστάσεις. Επί παραδείγματι, έχουν εντοπιστεί απολιθώματα Λυστρόσαυρου στη Νότια Αφρική, την Αυστραλία και την Ανταρκτική και απολιθώματα μιας εξαφανισμένης φτέρης σε διάφορα σημεία του νοτίου ημισφαιρίου. Αφ' ετέρου, εντοπίζεται συνοχή στους ορεινούς όγκους γειτονικών ηπείρων, αλλά και κοινά χαρακτηριστικά στην γεωμορφολογία, όπως τα στρώματα βράχων της ανατολικής ακτής της Νότιας Αμερικής και της δυτικής ακτής της Αφρικής.

Κοινά απολιθώματα και πετρώματα σε ηπείρους που αποδεικνύουν την ύπαρξη της Παγγαίας

Η πρώτη παρατήρηση πως οι ήπειροι ταιριάζουν σαν κομμάτια παζλ έγινε από τον Αβραάμ Ορτέλιους, όταν ολοκλήρωσε τον πρώτο σύγχρονο παγκόσμιο άτλαντα το 1570. Η επιστημονική υποστήριξη, όμως, για την ύπαρξη μιας ενιαίας μάζας εδάφους πραγματοποιήθηκε το 1915 από τον μετεωρολόγο Alfred Wegener στο βιβλίο The Origin of Continents and Oceans (είχε προηγηθεί το 1912 μια συντομότερη έκδοση με τίτλο The Origin of Continets).

Την εποχή εκείνη, η εξήγηση της επιστημονικής κοινότητας για την παρουσία κοινών απολιθωμάτων σε διαφορετικές ηπείρους στηριζόταν στην πιθανή ύπαρξη κάποιων χερσαίων ενώσεων που λειτουργούσαν ως «γέφυρες ξηράς», καλύπτοντας τους ωκεανούς και επιτρέποντας σε κάποια ζώα να μετακινούνται από ήπειρο σε ήπειρο. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, σταδιακά οι γέφυρες διαλύθηκαν από τα κύματα. O Wegener, θεώρησε ελλιπή την επικρατούσα αντίληψη, διότι δεν παρείχε κάποια εξήγηση για την κοινή γεωμορφολογία απομακρυσμένων σήμερα εδαφών και στήριξε την δική του θεωρία στην μετατόπιση των ηπείρων και την ύπαρξη μιας υπερηπείρου, που ο ίδιος ανέφερε ως Παγγαία. Η θεωρία του δεν έγινε ευρέως αποδεκτή μεταξύ των γεωλόγων, έτσι δεν επικράτησε άμεσα η ύπαρξη της Παγγαίας.

Υπήρξαν επιστήμονες που προσανατολίστηκαν στην ίδια κατεύθυνση, όπως ο γεωλόγος Alexander Du Toit, που συνέλεξε επίσης στοιχεία και πρότεινε την ύπαρξη της Λαυρασίας και της Γκοντβάνα στο βιβλίο του Our Wandering Continents το 1937. Ωστόσο, αυτό που οδήγησε στην επικράτηση της θεωρίας της μετατόπισης των ηπείρων ήταν η χαρτογράφηση των ωκεανών. Το 1952 η Marie Tharp, σε συνεργασία με τον Bruce Heezen, χαρτογράφησαν τον βυθό του Ατλαντικού με τη χρήση ηχητικών σημάτων, και ανακάλυψαν την Μεσοατλαντική κορυφογραμμή, που αποδείκνυε την εξάπλωση του πυθμένα και τεκμηρίωνε το ότι οι ήπειροι στο παρελθόν ήταν ενωμένες. Έτσι δημιουργήθηκε ο πρώτος ολοκληρωμένος χάρτης της Γης, συμπεριλαμβανομένου του ωκεανικού βυθού.

Πηγή: Διαχρονικό


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

«Οι ανασκαφές στο σπήλαιο της Θεόπετρας ήρθαν να ανατρέψουν τα παλαιότερα δεδομένα οδηγώντας μας στις απαρχές της κατοίκησης της Θεσσαλίας από τον προϊστορικό άνθρωπο. Το σπήλαιο αποτέλεσε καταφύγιο ανθρώπων για πολλές χιλιάδες χρόνια, ενώ βεβαίως είναι πολύ πιθανό ότι υπήρξαν και διαστήματα που το εγκατέλειπαν, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν, καθώς το κλίμα άλλαξε επανειλημμένως στη διάρκεια αυτών των χιλιάδων χρόνων. Το σπήλαιο χρησίμευσε επίσης στα νεότερα χρόνια ως καταφύγιο για τον ντόπιο πληθυσμό σε καιρούς πολέμου, αλλά επίσης για το σταυλισμό ζώων». 

Πρόκειται για νεότερα στοιχεία που παρουσίασε στο 14o Πανελλήνιο Συνέδριο του Ελληνικού Κολλεγίου Παιδιάτρων, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στα Τρίκαλα η Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Δρ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας, διευθύντρια των ανασκαφών του Σπηλαίου Θεόπετρας και επίτιμη διευθύντρια της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας του ΥΠΠΟ. Το σπήλαιο της Θεόπετρας βρίσκεται στα δεξιά της διαδρομής από Τρίκαλα προς Καλαμπάκα, 3 χλμ. πριν από την τελευταία, σε υψόμετρο περίπου 300μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 100μ. πάνω από την πεδιάδα, στη βόρεια πλευρά ασβεστολιθικού όγκου που υψώνεται πάνω από το ομώνυμο Toπικό Διαμέρισμα του Δήμου Καλαμπάκας. Πολύ κοντά ρέει ο ποταμός Ληθαίος, παραπόταμος του Πηνειού, που στη συνέχειά του διασχίζει την πόλη των Τρικάλων. Η έκταση του σπηλαίου είναι περίπου 500 τ.μ. Η είσοδος είναι αψιδωτή διαστάσεων 17μ. πλάτος επί 3μ. ύψος και επιτρέπει στο φυσικό φως να εισέρχεται άπλετα στο εσωτερικό του. Ακριβώς απέναντι βλέπει κανείς τους βράχους και τις μονές των Μετεώρων. Είναι η δυτικότερη προϊστορική θέση της Θεσσαλίας και γειτνιάζει άμεσα τόσο με τη θεσσαλική πεδιάδα όσο και με την οροσειρά της Πίνδου, τον Κόζιακα, και αυτά τα χαρακτηριστικά από τα δύο διαφορετικά φυσικά περιβάλλοντα αντανακλώνται και στις επιχώσεις του σπηλαίου.

Ποιοι άνθρωποι έζησαν στο σπήλαιο της Θεόπετρας;

Σύμφωνα με την Νίνα Κυπαρίσση- Αποστολίκα, εκτός των άλλων ευρημάτων, είχαμε την τύχη να βρούμε ανθρώπινες ταφές στη θέση εναπόθεσής τους, ώστε δεν μένει καμία αμφιβολία ότι υπήρχαν ένοικοι αυτού του σπηλαίου. Δύο ταφές αντιστοιχούν στην μεταπαγετώδη Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο και η μία έχει χρονολογηθεί στα 14.990-14.060 π.Χ. , ενώ τρεις ακόμη ταφές αντιστοιχούν στη Μεσολιθική, και έχουν χρονολογηθεί μεταξύ 7000 και 7500 π.Χ. Όλοι οι σκελετοί, σύμφωνα με την ίδια, ανήκουν στον τύπο του Homo Sapiens sapiens. Στα βαθύτερα στρώματα της Μέσης Παλαιολιθικής, αν και δεν βρήκαμε ταφές αυτής της περιόδου, είχαμε όμως την τύχη να βρούμε αποτυπώματα ανθρώπινων πελμάτων (ένα εύρημα σπανιότατο σε παγκόσμια κλίμακα , τα οποία όμως ήταν καλυμμένα, ώστε δύσκολα μπορεί να ανιχνεύσει κανείς ιδιαίτερα ανατομικά χαρακτηριστικά σε αυτά. Εκτιμάται ωστόσο, σύμφωνα με τους τύπους των λίθινων εργαλείων που βρέθηκαν σε αυτά τα στρώματα, ότι εκεί ζούσαν Neanderthal. Σύμφωνα με παλαιοπαθολογική ανάλυση σε ανθρώπινα οστά της νεολιθικής περιόδου, τα περίπου 43 άτομα που υπολογίζεται να έζησαν αυτή την περίοδο στο σπήλαιο, φαίνεται πως ήταν αρκετά υγιή, προσθέτει η αρχαιολόγος και εξηγεί:

«Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ανάλυσης σταθερών ισοτόπων, η διατροφή τους φαίνεται πως βασιζόταν σε C3 φυτά, όπως το σιτάρι, το κριθάρι, ελιές και όσπρια, η παρουσία των οποίων επιβεβαιώνεται και με τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα. Ζωικά λίπη, φυτικά έλαια και κερί μελισσών αναγνωρίστηκαν επίσης με αναλύσεις οργανικών καταλοίπων. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η διατροφή τους περιλάμβανε λίγο κρέας από εξημερωμένα κυρίως ζώα, αν και υπάρχει η άποψη ότι αυτά τα συντηρούσαν κυρίως για τα δευτερογενή προϊόντα τους (μαλλί, γάλα, κλπ), μια διατροφή δηλαδή που επικρατούσε στην Ελλάδα μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Παρά ταύτα, στο σπήλαιο βρέθηκαν και λίγα οστά ψαριών και όστρεα γλυκού νερού, πιθανότατα από τον παρακείμενο ποταμό Ληθαίο, ενώ 4 χλμ, μακρύτερα ρέει και ο Πηνειός. Επίσης, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, από τη νεολιθική επίχωση αναγνωρίστηκαν πολλά οστά ζώων, όπως αιγοπρόβατα που αποτελούν και το κυρίαρχο είδος σε ποσοστό περίπου 60%, βοοειδή, χοίροι και σκύλος εξημερωμένα, αλλά και γύρω στο 11% άγρια ζώα, όπως διάφορα είδη ελαφιών, αγριογούρουνο, αρκούδα, λαγός, αγριόγατα και ασβός ως αποτέλεσμα κυνηγιού. Σε οστό αρκούδας χρονολογημένο στη Νεολιθική περίοδο-προς το τέλος της 5ης χιλιετίας- βρέθηκαν αποτυπώματα από μαχαιριές που αποδίδονται σε προσπάθεια τεμαχισμού του ζώου. Τέλος, επισημαίνει η αρχαιολόγος, τα πρώτα κοσμήματα στη Θεσσαλία προέρχονται από το σπήλαιο της Θεόπετρας. Πρόκειται για δύο δόντια ελαφοειδών στα οποία έγιναν διαμπερείς οπές προκειμένου να αναρτηθούν, και για ένα όστρεο γλυκού νερού, προφανώς από το παρακείμενο ποτάμι, στο οποίο επίσης διανοίχτηκε οπή για ανάρτηση. Όλα αυτά προέρχονται από την μεταπαγετώδη περίοδο χρήσης του σπηλαίου, όταν είχαν αυξηθεί σημαντικά και τα λίθινα εργαλεία και προφανώς και ο πληθυσμός του. Οι χρονολογήσεις κυμαίνονται από τα 130.000 χρόνια πριν από σήμερα μέχρι τα 4.300-4.200 π.Χ.περίπου, και είναι ίσως ο περισσότερο χρονολογημένος αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα. Η εγκατάλειψη του σπηλαίου από τους ενοίκους του γύρω στα 4,000 π.Χ. πιθανότατα συνδέεται με φυσικά φαινόμενα καθώς και με την εκμετάλλευση της γης με την καλλιέργεια: η έντονη δράση του νερού που μπήκε στο σπήλαιο μέσω των καρστικών αγωγών προς το τέλος της Νεολιθικής και η αποκόλληση και κατάπτωση μεγάλων τεμαχών από την οροφή, πάλι εξ αιτίας διάβρωσής τους, πιθανότατα ώθησε τους ενοίκους έξω από το σπήλαιο σε αναζήτηση άλλου τόπου εγκατάστασης και σε έναν τρόπο ζωής που γνώριζαν ήδη από υπαίθριους οικισμούς στην ευρύτερη περιοχή τους, επισημαίνει επίσης η Δρ. Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα, για να καταλήξει τονίζοντας:

«Λόγω της σπουδαιότητάς του για την ιστορία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης το σπήλαιο αναδείχτηκε σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, ενώ τα ευρήματά του εκτίθενται στο Κέντρο Τεκμηρίωσης και Εκπαίδευσης Σπηλαίου Θεόπετρας (Μουσείο) στην είσοδο του χωριού, όχι μακριά από το σπήλαιο».




Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Με τεράστια φτερωτά ερπετά πάνω από το κεφάλι, θεόρατους δεινόσαυρους και θηρευτές σαν πελώριους κροκόδειλους, η Σαχάρα ήταν πριν από 100 εκατ. χρόνια το πιο επικίνδυνο μέρος στον ιστορικό χρόνο του πλανήτη μας.
Ανάμεσα στο Μαρόκο και την Αλγερία υπάρχει μια περιοχή (Kem Kem Group) με πλούσια παλαιοντολογική δράση. Τα άπειρα απολιθώματα που έχουμε βρει πάνε πίσω δεκάδες εκατομμύρια χρόνια.

Μέσα σε όλα, ένας ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός από μεγαλόσωμους θηρευτές. Αυτό μας λέει στη μελέτη της στο περιοδικό «Zookeys» μια διεπιστημονική ομάδα παλαιοντολόγων, που κατάφερε να φτιάξει μια πειστική και συνεκτική αφήγηση της ιστορίας της Σαχάρας.




Και μας λένε πως κατά τη διάρκεια της Κρητιδικής Περιόδου, η Σαχάρα ήταν το πιο επικίνδυνο μέρος να βρεθείς σε ολόκληρη την ιστορία της Γης.

Εκεί ζούσαν τρεις από τους μεγαλύτερους δεινόσαυρους που έζησαν ποτέ, αλλά και πτερόσαυροι.

«Ήταν αναμφίβολα το πιο επικίνδυνο μέρος στην ιστορία του πλανήτη Γη», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης και ακαδημαϊκός Dr Nizar Ibrahim, «ένα μέρος στο οποίο ένας ανθρώπινος ταξιδιώτης του χρόνου δεν θα άντεχε και πολύ»...


πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου