
Ο μισός πληθυσμός της χώρας δηλώνει ότι έχει βιώσει ή έχει γίνει μάρτυρας κάποιου περιστατικού διαφθοράς το τελευταίο έτος ● Ισχυρό είναι επίσης το αίσθημα ανισότητας, με τους πολίτες να θεωρούν ότι η Πολιτεία δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να διασφαλίσει ισότιμες ευκαιρίες για όλους ● Η δε εμπιστοσύνη στους θεσμούς μειώνεται με... κατεύθυνση το ναδίρ.
Καθολική η άποψη των Ελλήνων και των Ελληνίδων ότι η διαφθορά έχει μετατραπεί σε καθεστώς. Μάλιστα, ο μισός πληθυσμός της χώρας δηλώνει ότι έχει βιώσει ή έχει γίνει μάρτυρας κάποιου περιστατικού διαφθοράς το τελευταίο έτος. Ο φόβος, η απογοήτευση, η οργή, το αίσθημα αδικίας –που γεννάται ακόμα και από την υφιστάμενη φορολογική πολιτική– επικρατούν έναντι της ελπίδας και της αισιοδοξίας. Ισχυρό είναι επίσης το αίσθημα ανισότητας, με τους πολίτες να θεωρούν ότι η Πολιτεία δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να διασφαλίσει ισότιμες ευκαιρίες για όλους. Η δε εμπιστοσύνη στους θεσμούς μειώνεται με… κατεύθυνση το ναδίρ.
Αυτά είναι ορισμένα από τα συμπεράσματα που εξάγει ο αναγνώστης της πανελλαδικής δημοσκόπησης της Κάπα Research που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Ιδρύματος «Χάινριχ Μπελ» (Heinrich Böll Foundation). Μια έρευνα κοινής γνώμης που αποτυπώνει σε αριθμητικά δεδομένα το πώς βιώνουν οι κάτοικοι αυτής της χώρας την πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, με ευρήματα που προβληματίζουν ή ακόμα και τρομάζουν.
Πόσο διαδεδομένη θεωρείται η διαφθορά στην Ελλάδα; Σε ανάλογο ερώτημα, το 97% των συμμετεχόντων στην έρευνα απάντησε ότι η διαφθορά είναι πολύ (72%) ή αρκετά (25%) διαδεδομένη. «Λίγο», απάντησε μόλις το 2%. Ουδείς πιστεύει ότι η διαφθορά δεν είναι διαδεδομένη στη χώρα μας («Δεν γνωρίζω/Δεν απαντώ»: 1%). Το 24% απάντησε ότι τους τελευταίους 12 μήνες έχει βιώσει ο/η ίδιος/α κάποια περίπτωση διαφθοράς και το 21% ότι έχει γίνει μάρτυρας κάποιου ανάλογου περιστατικού. Προκύπτει, λοιπόν, ένα άθροισμα 43%.
Σε ποιον τομέα εντοπίζουν οι πολίτες το πιο σοβαρό πρόβλημα διαφθοράς στην Ελλάδα σήμερα; Πρώτη απάντηση με διαφορά είναι η εκμετάλλευση πόρων, εθνικών ή ευρωπαϊκών, για προσωπικό όφελος (59%), κάτι που επιβεβαιώνει την επίδραση που έχει στην κοινή γνώμη το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, μεταξύ άλλων υποθέσεων που έχουν τεθεί στο «μικροσκόπιο» της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Στη «δεύτερη θέση» των απαντήσεων ισοβαθμούν (39%) η διαφθορά στη Δικαιοσύνη και η δωροδοκία σε δημόσιες υπηρεσίες (π.χ. «γρηγορόσημο», οικοδομικές άδειες). Ακολουθούν η δωροδοκία σε πολιτικούς (37%), η διαφθορά στα ΜΜΕ (35%) και οι πολιτικές παρεμβάσεις για ευνοϊκή μεταχείριση (31%).
Κρίση εμπιστοσύνης
Με τους πολίτες να θεωρούν ότι η διαφθορά είναι ευρύτατη, μοιάζει αναμενόμενη η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς της ελληνικής Πολιτείας. Η πλειονότητα των Ελλήνων/ίδων δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται τον θεσμό της κυβέρνησης, ούτε αυτόν της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ τα μεγαλύτερα ποσοστά δυσπιστίας καταγράφονται στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τα πολιτικά κόμματα, το τραπεζικό σύστημα, το Κοινοβούλιο, το σύστημα Δικαιοσύνης, τις Ανεξάρτητες Αρχές, βεβαίως και τα ΜΜΕ. Σημειώνεται ότι σε άλλη ερώτηση αναφορικά με τα συναισθήματα που νιώθουν οι πολίτες (αναλυτικότερα παρακάτω), μόλις το 3% απαντά ότι αισθάνεται Δικαιοσύνη…
Ομως, εντυπωσιακό –αν όχι τρομακτικό– είναι το στοιχείο που αποκαλύπτουν Κάπα Research και Ιδρυμα «Χάινριχ Μπελ» ότι μόνο ο στρατός συγκεντρώνει ποσοστό εμπιστοσύνης μεγαλύτερο από το 50%. «Πολύ» δηλώνει ότι τον εμπιστεύεται το 26% των συμμετεχόντων στην έρευνα και «αρκετά» το 38% (άθροισμα 64%). Σε αντίθεση, όμως, με την (πάνδημη) άποψη περί διαφθοράς, στο συγκεκριμένο εύρημα υπάρχουν διαφορές ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση των συμμετεχόντων.
Ειδικότερα, όσοι δηλώνουν αριστεροί και κομμουνιστές είναι δύσπιστοι απέναντι στον στρατό: όσοι τοποθετούνται στην Αριστερά δηλώνουν ότι τον εμπιστεύονται «πολύ» ή «αρκετά» σε ποσοστό μόλις 27%, το οποίο μειώνεται στο 22% σε όσους δηλώνουν ότι ψήφισαν ΚΚΕ στις ευρωεκλογές του 2024. Το αντίστοιχο ποσοστό καταγράφεται στο 48% σε όσους τοποθετούνται στην Κεντροαριστερά, για να εκτιναχθεί στο 91% σε όσους τοποθετούνται στην Κεντροδεξιά και στο 86% σε όσους τοποθετούνται στη Δεξιά. Μικρότερο ποσοστό εμπιστοσύνης συγκριτικά με τον μέσο όρο καταγράφει ο στρατός σε όσους δηλώνουν ότι ανήκουν στην εργατική/αγροτική τάξη (50%). Οσοι δηλώνουν μέλη της μεσαίας και μεσαίας/ανώτερης τάξης εμπιστεύονται τον στρατό σε ποσοστά 77% και 74% αντίστοιχα.
Μόλις το 5% απαντά ότι το κυρίαρχο συναίσθημα που νιώθει είναι η ευτυχία. Για την πλειονότητα επικρατούν συναισθήματα όπως η απογοήτευση, η ανησυχία, ο φόβος και η απαισιοδοξία (που συγκεντρώνουν ποσοστό 54%), αλλά και ο θυμός (46%) και η αδικία (37%).
Ριζώνει το αίσθημα αδικίας
Τα παραπάνω αρνητικά συναισθήματα είναι ισχυρότερα από τον μέσο όρο στα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα και στις χαμηλότερες τάξεις. Σε όσους δηλώνουν ότι «δυσκολεύονται/δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα», η απογοήτευση εκτινάσσεται στο 63%, ο φόβος στο 59%, ο θυμός στο 56% και η αδικία στο 48%. Σε όσους ανήκουν στην εργατική/αγροτική τάξη, η απογοήτευση καταγράφεται στο 65%, ο φόβος στο 57%, ο θυμός στο 55% και η αδικία στο 46%.
Αδικία νιώθουν οι πολίτες και για την ασκούμενη φορολογική πολιτική. Το αίσθημα αδικίας για τη φορολογία φτάνει το 78%, με το 49% να χαρακτηρίζει «σίγουρα άδικη» τη φορολογία που πληρώνει και το 29% «μάλλον άδικη». Και σε αυτήν την περίπτωση, η ένταση του αισθήματος αυξάνεται ανάλογα με την οικονομική κατάσταση και την κοινωνική τάξη: το 89% όσων δηλώνουν ότι δεν τα βγάζουν πέρα και το 87% της εργατικής/αγροτικής τάξης χαρακτηρίζουν άδικη τη σημερινή φορολογική πολιτική.
Ανισότητες
Σχεδόν ένας στους δύο (46%) θεωρεί ότι, συγκριτικά με τον μέσο όρο των πολιτών, έχει λιγότερες ευκαιρίες και προσβάσεις στην προσωπική του οικονομική πρόοδο. Το παραπάνω ποσοστό αυξάνεται με βάση ορισμένα κριτήρια:
● Οσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης. Λιγότερες ευκαιρίες συγκριτικά με τον μέσο όρο νιώθει ότι έχει το 52% όσων έχουν τελειώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και 51% όσων έχουν τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
● Οσο απομακρυνόμαστε από τα αστικά κέντρα. Το αίσθημα μειωμένων ευκαιριών οικονομικής προόδου, από το 43% στα αστικά κέντρα, αυξάνεται σταδιακά στις επαρχιακές πόλεις (44%), στις ημιαστικές περιοχές (45%) και στις αγροτικές περιοχές (53%)
● Την κοινωνική τάξη: 65% είναι το προαναφερθέν αίσθημα στην εργατική/αγροτική τάξη.
Με λίγα λόγια, φαίνεται ότι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού νιώθει ότι έχει χάσει κάθε προοπτική «ισότητας στην ευκαιρία», έχοντας παράλληλα «διαγράψει» όποια προοπτική να του διασφαλίσει η Πολιτεία αυτήν την ισότητα. Και αυτό το αίσθημα ανισότητας και αποκλεισμού ενισχύεται στους κατοίκους της περιφερειακής Ελλάδας.
Το 40% των συμμετεχόντων στην έρευνα θεωρεί ότι ο τόπος κατοικίας του (είτε είναι πόλη, είτε κοινότητα, είτε νησί, σύμφωνα με τη διατύπωση της σχετικής ερώτησης) του προσφέρει λιγότερες ευκαιρίες συγκριτικά με τον μέσο ελληνικό όρο. Από το 18% στα αστικά κέντρα, ο δείκτης αυτός εκτινάσσεται στο 61% στις επαρχιακές πόλεις, στο 64% στις ημιαστικές περιοχές και στο 69% στις αγροτικές περιοχές, δείχνοντας το τεράστιο χάσμα μεταξύ πόλεων και υπαίθρου.
Ακόμα, το 33% θεωρεί ότι έχει μειωμένη πρόσβαση στη στέγαση, το 24% ότι έχει μειωμένη πρόσβαση στην ενέργεια και το 27% μειωμένη πρόσβαση σε υποδομές (π.χ. οδικό δίκτυο, συγκοινωνίες). Από τις απαντήσεις των πολιτών προκύπτει ότι το οικονομικό κόστος είναι μακράν ο βασικός παράγοντας που καθιστά τα παραπάνω αγαθά απρόσιτα.
Επίσης, το 32% των πολιτών θεωρεί ότι έχει μειωμένες, συγκριτικά με τον μέσο όρο πάντα, δυνατότητες δημιουργίας οικογένειας. Το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται στο 45% στις ηλικίες 17-34.
Απρόσιτο πολιτικό σύστημα
Ακόμα, σχεδόν ένας στους τρεις συμμετέχοντες στην έρευνα (30%) θεωρεί ότι έχει λιγότερες προσβάσεις συμμετοχής στα κοινά και στο πολιτικό σύστημα, συγκριτικά με τον μέσο πολίτη της χώρας. Εξ αυτών, το 64% προβάλλει ως αιτία την έλλειψη διαφάνειας στο πολιτικό σύστημα. Το 47% της προαναφερθείσας βάσης του 30% πιστεύει ότι το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να τον/την αντιπροσωπεύσει και το 40% θεωρεί ότι η οικονομική και κοινωνική του/της θέση αποτελεί παράγοντα που του/της στερεί δυνατότητες πιο ενεργού συμμετοχής στα κοινά.
Τι θα ενεργοποιούσε τους πολίτες να ασχοληθούν πιο ενεργά με την πολιτικά και τα κοινά; Ενα νέο κόμμα «που θα εκπροσωπούσε καλύτερα ανθρώπους σαν κι εμένα» απαντά το 47%. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται στην ηλικιακή κατηγορία των 35-54 (58%), στους κατοίκους των επαρχιακών πόλεων (54%), σε όσους δηλώνουν ότι δυσκολεύονται οικονομικά ή αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα (53%), όσους τοποθετούνται στη μικρομεσαία τάξη (50%) και εκτινάσσεται σε όσους τοποθετούνται στην Κεντροαριστερά (64%) και όσους δήλωσαν ότι στις ευρωεκλογές του 2024 ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ (66%) ή άλλο κόμμα –πέραν των Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Ελλ. Λύση– όπου καταγράφεται ποσοστό 65%. Πρόκειται για εύρημα που δείχνει ότι ο κόσμος δεν έχει απαξιώσει την πολιτική, αλλά απαιτεί να αναδειχθεί κάτι νέο στην πολιτική σκηνή.
Καθολική η άποψη των Ελλήνων και των Ελληνίδων ότι η διαφθορά έχει μετατραπεί σε καθεστώς. Μάλιστα, ο μισός πληθυσμός της χώρας δηλώνει ότι έχει βιώσει ή έχει γίνει μάρτυρας κάποιου περιστατικού διαφθοράς το τελευταίο έτος. Ο φόβος, η απογοήτευση, η οργή, το αίσθημα αδικίας –που γεννάται ακόμα και από την υφιστάμενη φορολογική πολιτική– επικρατούν έναντι της ελπίδας και της αισιοδοξίας. Ισχυρό είναι επίσης το αίσθημα ανισότητας, με τους πολίτες να θεωρούν ότι η Πολιτεία δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να διασφαλίσει ισότιμες ευκαιρίες για όλους. Η δε εμπιστοσύνη στους θεσμούς μειώνεται με… κατεύθυνση το ναδίρ.
Αυτά είναι ορισμένα από τα συμπεράσματα που εξάγει ο αναγνώστης της πανελλαδικής δημοσκόπησης της Κάπα Research που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Ιδρύματος «Χάινριχ Μπελ» (Heinrich Böll Foundation). Μια έρευνα κοινής γνώμης που αποτυπώνει σε αριθμητικά δεδομένα το πώς βιώνουν οι κάτοικοι αυτής της χώρας την πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, με ευρήματα που προβληματίζουν ή ακόμα και τρομάζουν.
Πόσο διαδεδομένη θεωρείται η διαφθορά στην Ελλάδα; Σε ανάλογο ερώτημα, το 97% των συμμετεχόντων στην έρευνα απάντησε ότι η διαφθορά είναι πολύ (72%) ή αρκετά (25%) διαδεδομένη. «Λίγο», απάντησε μόλις το 2%. Ουδείς πιστεύει ότι η διαφθορά δεν είναι διαδεδομένη στη χώρα μας («Δεν γνωρίζω/Δεν απαντώ»: 1%). Το 24% απάντησε ότι τους τελευταίους 12 μήνες έχει βιώσει ο/η ίδιος/α κάποια περίπτωση διαφθοράς και το 21% ότι έχει γίνει μάρτυρας κάποιου ανάλογου περιστατικού. Προκύπτει, λοιπόν, ένα άθροισμα 43%.
Σε ποιον τομέα εντοπίζουν οι πολίτες το πιο σοβαρό πρόβλημα διαφθοράς στην Ελλάδα σήμερα; Πρώτη απάντηση με διαφορά είναι η εκμετάλλευση πόρων, εθνικών ή ευρωπαϊκών, για προσωπικό όφελος (59%), κάτι που επιβεβαιώνει την επίδραση που έχει στην κοινή γνώμη το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, μεταξύ άλλων υποθέσεων που έχουν τεθεί στο «μικροσκόπιο» της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Στη «δεύτερη θέση» των απαντήσεων ισοβαθμούν (39%) η διαφθορά στη Δικαιοσύνη και η δωροδοκία σε δημόσιες υπηρεσίες (π.χ. «γρηγορόσημο», οικοδομικές άδειες). Ακολουθούν η δωροδοκία σε πολιτικούς (37%), η διαφθορά στα ΜΜΕ (35%) και οι πολιτικές παρεμβάσεις για ευνοϊκή μεταχείριση (31%).
Κρίση εμπιστοσύνης
Με τους πολίτες να θεωρούν ότι η διαφθορά είναι ευρύτατη, μοιάζει αναμενόμενη η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς της ελληνικής Πολιτείας. Η πλειονότητα των Ελλήνων/ίδων δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται τον θεσμό της κυβέρνησης, ούτε αυτόν της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ τα μεγαλύτερα ποσοστά δυσπιστίας καταγράφονται στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τα πολιτικά κόμματα, το τραπεζικό σύστημα, το Κοινοβούλιο, το σύστημα Δικαιοσύνης, τις Ανεξάρτητες Αρχές, βεβαίως και τα ΜΜΕ. Σημειώνεται ότι σε άλλη ερώτηση αναφορικά με τα συναισθήματα που νιώθουν οι πολίτες (αναλυτικότερα παρακάτω), μόλις το 3% απαντά ότι αισθάνεται Δικαιοσύνη…
Ομως, εντυπωσιακό –αν όχι τρομακτικό– είναι το στοιχείο που αποκαλύπτουν Κάπα Research και Ιδρυμα «Χάινριχ Μπελ» ότι μόνο ο στρατός συγκεντρώνει ποσοστό εμπιστοσύνης μεγαλύτερο από το 50%. «Πολύ» δηλώνει ότι τον εμπιστεύεται το 26% των συμμετεχόντων στην έρευνα και «αρκετά» το 38% (άθροισμα 64%). Σε αντίθεση, όμως, με την (πάνδημη) άποψη περί διαφθοράς, στο συγκεκριμένο εύρημα υπάρχουν διαφορές ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση των συμμετεχόντων.
Ειδικότερα, όσοι δηλώνουν αριστεροί και κομμουνιστές είναι δύσπιστοι απέναντι στον στρατό: όσοι τοποθετούνται στην Αριστερά δηλώνουν ότι τον εμπιστεύονται «πολύ» ή «αρκετά» σε ποσοστό μόλις 27%, το οποίο μειώνεται στο 22% σε όσους δηλώνουν ότι ψήφισαν ΚΚΕ στις ευρωεκλογές του 2024. Το αντίστοιχο ποσοστό καταγράφεται στο 48% σε όσους τοποθετούνται στην Κεντροαριστερά, για να εκτιναχθεί στο 91% σε όσους τοποθετούνται στην Κεντροδεξιά και στο 86% σε όσους τοποθετούνται στη Δεξιά. Μικρότερο ποσοστό εμπιστοσύνης συγκριτικά με τον μέσο όρο καταγράφει ο στρατός σε όσους δηλώνουν ότι ανήκουν στην εργατική/αγροτική τάξη (50%). Οσοι δηλώνουν μέλη της μεσαίας και μεσαίας/ανώτερης τάξης εμπιστεύονται τον στρατό σε ποσοστά 77% και 74% αντίστοιχα.
Μόλις το 5% απαντά ότι το κυρίαρχο συναίσθημα που νιώθει είναι η ευτυχία. Για την πλειονότητα επικρατούν συναισθήματα όπως η απογοήτευση, η ανησυχία, ο φόβος και η απαισιοδοξία (που συγκεντρώνουν ποσοστό 54%), αλλά και ο θυμός (46%) και η αδικία (37%).
Ριζώνει το αίσθημα αδικίας
Τα παραπάνω αρνητικά συναισθήματα είναι ισχυρότερα από τον μέσο όρο στα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα και στις χαμηλότερες τάξεις. Σε όσους δηλώνουν ότι «δυσκολεύονται/δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα», η απογοήτευση εκτινάσσεται στο 63%, ο φόβος στο 59%, ο θυμός στο 56% και η αδικία στο 48%. Σε όσους ανήκουν στην εργατική/αγροτική τάξη, η απογοήτευση καταγράφεται στο 65%, ο φόβος στο 57%, ο θυμός στο 55% και η αδικία στο 46%.
Αδικία νιώθουν οι πολίτες και για την ασκούμενη φορολογική πολιτική. Το αίσθημα αδικίας για τη φορολογία φτάνει το 78%, με το 49% να χαρακτηρίζει «σίγουρα άδικη» τη φορολογία που πληρώνει και το 29% «μάλλον άδικη». Και σε αυτήν την περίπτωση, η ένταση του αισθήματος αυξάνεται ανάλογα με την οικονομική κατάσταση και την κοινωνική τάξη: το 89% όσων δηλώνουν ότι δεν τα βγάζουν πέρα και το 87% της εργατικής/αγροτικής τάξης χαρακτηρίζουν άδικη τη σημερινή φορολογική πολιτική.
Ανισότητες
Σχεδόν ένας στους δύο (46%) θεωρεί ότι, συγκριτικά με τον μέσο όρο των πολιτών, έχει λιγότερες ευκαιρίες και προσβάσεις στην προσωπική του οικονομική πρόοδο. Το παραπάνω ποσοστό αυξάνεται με βάση ορισμένα κριτήρια:
● Οσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης. Λιγότερες ευκαιρίες συγκριτικά με τον μέσο όρο νιώθει ότι έχει το 52% όσων έχουν τελειώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και 51% όσων έχουν τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
● Οσο απομακρυνόμαστε από τα αστικά κέντρα. Το αίσθημα μειωμένων ευκαιριών οικονομικής προόδου, από το 43% στα αστικά κέντρα, αυξάνεται σταδιακά στις επαρχιακές πόλεις (44%), στις ημιαστικές περιοχές (45%) και στις αγροτικές περιοχές (53%)
● Την κοινωνική τάξη: 65% είναι το προαναφερθέν αίσθημα στην εργατική/αγροτική τάξη.
Με λίγα λόγια, φαίνεται ότι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού νιώθει ότι έχει χάσει κάθε προοπτική «ισότητας στην ευκαιρία», έχοντας παράλληλα «διαγράψει» όποια προοπτική να του διασφαλίσει η Πολιτεία αυτήν την ισότητα. Και αυτό το αίσθημα ανισότητας και αποκλεισμού ενισχύεται στους κατοίκους της περιφερειακής Ελλάδας.
Το 40% των συμμετεχόντων στην έρευνα θεωρεί ότι ο τόπος κατοικίας του (είτε είναι πόλη, είτε κοινότητα, είτε νησί, σύμφωνα με τη διατύπωση της σχετικής ερώτησης) του προσφέρει λιγότερες ευκαιρίες συγκριτικά με τον μέσο ελληνικό όρο. Από το 18% στα αστικά κέντρα, ο δείκτης αυτός εκτινάσσεται στο 61% στις επαρχιακές πόλεις, στο 64% στις ημιαστικές περιοχές και στο 69% στις αγροτικές περιοχές, δείχνοντας το τεράστιο χάσμα μεταξύ πόλεων και υπαίθρου.
Ακόμα, το 33% θεωρεί ότι έχει μειωμένη πρόσβαση στη στέγαση, το 24% ότι έχει μειωμένη πρόσβαση στην ενέργεια και το 27% μειωμένη πρόσβαση σε υποδομές (π.χ. οδικό δίκτυο, συγκοινωνίες). Από τις απαντήσεις των πολιτών προκύπτει ότι το οικονομικό κόστος είναι μακράν ο βασικός παράγοντας που καθιστά τα παραπάνω αγαθά απρόσιτα.
Επίσης, το 32% των πολιτών θεωρεί ότι έχει μειωμένες, συγκριτικά με τον μέσο όρο πάντα, δυνατότητες δημιουργίας οικογένειας. Το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται στο 45% στις ηλικίες 17-34.
Απρόσιτο πολιτικό σύστημα
Ακόμα, σχεδόν ένας στους τρεις συμμετέχοντες στην έρευνα (30%) θεωρεί ότι έχει λιγότερες προσβάσεις συμμετοχής στα κοινά και στο πολιτικό σύστημα, συγκριτικά με τον μέσο πολίτη της χώρας. Εξ αυτών, το 64% προβάλλει ως αιτία την έλλειψη διαφάνειας στο πολιτικό σύστημα. Το 47% της προαναφερθείσας βάσης του 30% πιστεύει ότι το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να τον/την αντιπροσωπεύσει και το 40% θεωρεί ότι η οικονομική και κοινωνική του/της θέση αποτελεί παράγοντα που του/της στερεί δυνατότητες πιο ενεργού συμμετοχής στα κοινά.
Τι θα ενεργοποιούσε τους πολίτες να ασχοληθούν πιο ενεργά με την πολιτικά και τα κοινά; Ενα νέο κόμμα «που θα εκπροσωπούσε καλύτερα ανθρώπους σαν κι εμένα» απαντά το 47%. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται στην ηλικιακή κατηγορία των 35-54 (58%), στους κατοίκους των επαρχιακών πόλεων (54%), σε όσους δηλώνουν ότι δυσκολεύονται οικονομικά ή αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα (53%), όσους τοποθετούνται στη μικρομεσαία τάξη (50%) και εκτινάσσεται σε όσους τοποθετούνται στην Κεντροαριστερά (64%) και όσους δήλωσαν ότι στις ευρωεκλογές του 2024 ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ (66%) ή άλλο κόμμα –πέραν των Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Ελλ. Λύση– όπου καταγράφεται ποσοστό 65%. Πρόκειται για εύρημα που δείχνει ότι ο κόσμος δεν έχει απαξιώσει την πολιτική, αλλά απαιτεί να αναδειχθεί κάτι νέο στην πολιτική σκηνή.
πηγή: efsyn.gr


Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.