Μπροστά σε μια αντικειμενική εικόνα - και όχι πραγματικότητα, όπως μάθαμε πολιτικώς εσφαλμένα να λέμε - διεξάγεται και ολοκληρώνεται απόψε η συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης. Η «εικόνα» αν εξεταστεί στατικά, αντιδραστικά, αλλά και αντικειμενικά δίχως να παρεισφρέουν εξωτερικά πολιτικά στοιχεία και σκοπιμότητες, καταδηλώνει δύο πράγματα: πως οι συνέπειες για την ελληνική κοινωνία από την  διαδικασία της συντεταγμένης πτώχευσης είναι μεγαλύτερες από εκείνες με τις οποίες απειλούσαν τους έλληνες, εάν δεν ακολουθηθεί η στρατηγική «πάση θυσία στο ευρώ» και πως δίχως να το αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι βουλευτές διαχωρίζονται πλέον σε τρεις σαφείς κατηγορίες σε  ό, τι αφορά την αποκρυστάλλωση της σχέσης πολιτική-ιδεολογία.
Βλέπω να σχηματίζεται μια νέα τάξη πραγμάτων στην βουλή που διακρίνει (1) αυτούς που υποτάσσουν την πρόοδο στο κέρδος, (2) εκείνους που επιδιώκουν να υποτάξουν το κέρδος στην πρόοδο και (3) εκείνους που ταυτίζοντας την πρόοδο με το καπιταλιστικό κέρδος και μόνον, απορρίπτουν γενικά το αστικό πρότυπο και τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες του. Ανάμεσα σε αυτές τις τρεις κατηγορίες που για πρώτη φορά με τόση σαφήνεια διαμορφώνονται τις τελευταίες δεκαετίες, συνωστίζονται διάφορες αλλόκοτες υπάρξεις, που μοιάζουν κυριολεκτικώς μεθυσμένες! Αυτοί οι τελευταίοι μοιάζει να ήρθαν στην βουλή για να περιγράψουν το σύμπλεγμά τους, ή την πίκρα τους για την περιθωριοποίησή τους, την οποία ωστόσο οι ίδιοι έμοιαζε να προπαγανδίζουν ηλιθιωδώς για να εμφανιστούν αντισυστημικοί!   
Ποιά είναι κατ’ αρχήν η «εικόνα»; Αυτή που αποτυπώνουν τα στοιχεία της τρόικας και ιδιαίτερα της ΕΚΤ - στα οποία αναφέρομαι συχνά στα άρθρα μου -και που αναφέρουν περιεκτικά οι New York Times: «…ανάμεσα σε περικοπές μισθών, συντάξεων και αυξήσεις φόρων, οι Έλληνες έχουν δει το διαθέσιμο εισόδημα τους να μειώνεται περίπου κατά 40%, μόνο από το 2008. Βέβαια, οι περικοπές έχουν ήδη μειώσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού της χώρας από 15% το 2008, φθάνοντάς το σχεδόν στο 0% φέτος. Όμως, αυτά τα μέτρα λιτότητας έχουν οδηγήσει σε μια μείωση 25% στην εθνική παραγωγή, έφθασαν στο 28% της ανεργίας, πτώση στην υγειονομική περίθαλψη και άλλες δημόσιες υπηρεσίες και τέλος τρομερή αύξηση της φτώχειας. Αποτέλεσμα λοιπόν της συρρίκνωσης της οικονομίας είναι το χρέος στην Ελλάδα, ως ποσοστό της ετήσιας παραγωγής, σήμερα να φαντάζει περισσότερο από 20% υψηλότερο από ότι ήταν το 2010, όταν δηλαδή ξεκίνησε το πρόγραμμα διάσωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Αυτή η «εικόνα» συνδυάζει τις καταστροφικές προβλέψεις εκείνων που προειδοποιούσαν για το τί θα συμβεί στην Ελλάδα εάν δεν υιοθετήσουμε τον «ατομικό μηχανισμό σωτηρίας» και αποχωρούσαμε μετά την πτώχευση από την ευρωζώνη, δίχως παράλληλα να υφίσταται εσωτερική οικονομική δυναμική για ανάπτυξη στην βάση ενός εθνικού νομίσματος. Με μία κουβέντα, η «εικόνα» αυτή επιβεβαιώνει την θεωρία πως η εσωτερική υποτίμηση ενώ βραχυχρονίως προκαλεί ηπιότερες κοινωνικές συνέπειες και ηπιότερη απορρύθμιση στην αγορά, μέσο-μακροπρόθεσμα είναι σαφώς καταστροφικότερη διαδικασία (επιλογή) από την εξωτερική υποτίμηση. Όπως από την αρχή της κρίσης με απόλυτη σαφήνεια πρότεινα, ο μόνος τρόπος για να μην ζήσει η Ελλάδα μία περίοδο τραγωδίας σε όλα τα επίπεδα μετά την πτώχευση – η οποία όχι μόνον δεν έγινε προσπάθεια να αποφευχθεί, αλλά επιταχύνθηκε ως διαδικασία από την πολιτική και μεγαλοεπιχειρηματική ελίτ – ήταν να προχωρήσει αμέσως και εντός της ευρωζώνης σε ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της, αναδιάρθρωση του ιδιωτικού στο πλαίσιο Ευρωπαϊκών Μηχανισμών και στην συνομολόγηση ενός μνημονίου με τους θεσμούς της ΕΕ, σύμφωνα με το οποίο η αναδιοργάνωση των δημοσιοοικονομικών θα διέπονταν από ρήτρα ανάπτυξης.
Είναι εύλογο ότι καί έτσι η Ελλάδα θα τοποθετείτο στο περιθώριο και ως «εξαίρεση» στην ευρωζώνη, όπως συνέβη και συμβαίνει σήμερα στο πλαίσιο του «ατομικού μηχανισμού», δίχως η ελληνική κοινωνία και αγορά να βουλιάξουν στον φαύλο κύκλο της εσωτερική υποτίμησης και της διαβρωτικής για την δημοκρατία χρόνιας ύφεσης. Με επίσης απόλυτη σαφήνεια υποστήριζα τότε, όπως και σήμερα, πως η «πρότασή» μου δεν αποτελεί κανενός είδους λύση στην κρίση της ευρωζώνης. Ήταν απλώς μία απαραίτητη διαδικασία για να δοθεί χρόνος και κίνητρο ώστε να ωριμάσουν και να επιταχυνθούν οι πολιτικοοικονομικές συνθήκες δημοκρατικής μετεξέλιξης της ευρωζώνης στο πλαίσιο ασφαλώς μιας δημοκρατικά ομοσπονδιακής, ριζικής αναδιοργάνωσης της ΕΕ. Αν αυτό δεν συνέβαινε επειδή τα κεφαλαιοκρατικά και εθνικιστικά εμπόδια θα ήταν ανυπέρβλητα για τους επιμέρους λαούς, τότε η διάλυση της ευρωζώνης και η αποσύνθεση της ΕΕ θα ήταν η πλέον φυσιολογική πολιτικά εξέλιξη, η οποία θα μπορούσε μάλιστα υπό συνθήκες να πραγματοποιηθεί με ειρηνικό τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, σύμφωνα με την «πρόταση» αυτή, η Ελλάδα δεν θα είχε σήμερα αυτή την δραματική «εικόνα» και ούτε θα εμφάνιζε μηδενικές σχεδόν πιθανότητες να μπορεί να ακολουθήσει στην συνέχεια τις εξελίξεις στην ευρωζώνη και την ΕΕ.
Με αυτήν την έννοια οι κυβερνώντες διέπραξαν με στρατηγικούς όρους ένα έγκλημα εις βάρος του ελληνικού λαού, ενώ οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις του φάνηκαν ανίκανες να ξεφύγουν από δογματισμούς αντιδραστικού χαρακτήρα, μικροκομματικές σκοπιμότητες  και παραδοσιακού χαρακτήρα τριβές ηγετισμού και ηγεμονισμού. Αυτές εγκλημάτησαν επίσης εις βάρος του λαού, δείχνοντας πως είναι ανίκανες σε σημαντικό βαθμό να επεξεργαστούν πολιτικο-ιδεολογικά την πραγματικότητα και να διαμορφώσουν νέες κοινωνικοπολιτικές αντικειμενικότητες με την σύσταση ενός Λαϊκού Μετώπου. Ήταν από τις ελάχιστες φορές στο πλαίσιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που η συγκρότηση ενός Λαϊκού Μετώπου από τις ευρύτερα κοινωνικές δυνάμεις της χώρας ήταν ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ για την προστασία των λαϊκών στρωμάτων, των εργαζομένων, των ανέργων, των μικρομεσαίων ατομικών ιδιοκτητών και επαγγελματιών. Και όμως, ελλείψει κάποιου Πατερούλη, σοσιαλδημοκράτες, ριζοσπάστες αριστεροί και κομμουνιστές διαφόρων μορφών φαίνεται να είναι ανίκανοι να συμπράξουν! Είναι και αυτό ένα τραγικό αποτέλεσμα της έκπτωσης της πολιτικής στην σύγχρονη Ελλάδα!  Πάνω σε αυτήν την «εικόνα» εκκολάφτηκε και το «αυγό του φιδιού» στην χώρα μας, όπου ο ακροδεξιός λαϊκισμός της προηγούμενης περιόδου έλαβε σαφή νεοναζιστικά χαρακτηριστικά, για να καταλήξουμε στο τέλος σε ακραία μορφή διώξεων της ηγεσίας της ΧΑ!   
Αυτά συνέβησαν και η ιστορική εξέλιξη δεν αντιστρέφεται – παρότι η προοπτική αντιμετώπισης της κρίσης στο πλαίσιο ενός Λαϊκού Μετώπου δεν έσβησε - είναι αυτή όμως που διαμορφώνει το πρόπλασμα νέων πολιτικών κατηγοριοποιήσεων και αντίστοιχων διαδικασιών για την αποκρυστάλλωση νέων μορφών σύνδεσης της πολιτικής με την ιδεολογία για την παραγωγή κοινωνικού αποτελέσματος, με στόχο την ανασυγκρότηση της χώρας. Ο αναφερόμενος στόχος είναι κοινός, η στρατηγική διαφέρει και πλέον προδηλώνει σαφείς πολιτικο-ιδεολογικές διακρίσεις, οι οποίες παραπέμπουν σε νέους συσχετισμούς δυνάμεων και ενδεχομένως σε νέες μορφές και σχήματα πολιτικών συνεργασιών. Χάριν της πρότασης «μομφής» του Σύριζα διαφάνηκε για πρώτη φορά τόσο καθαρά στην βουλή πως ένα μεγάλο μέρος των βουλευτών, οι οποίοι ωστόσο είναι (μεγάλη) μειονότητα  αντιλαμβάνονται την πρόοδο και την ανάπτυξη ως συνθήκη του καπιταλιστικού κέρδους πάση θυσία. Οι αντιπρόσωποι αυτοί πιστεύουν πως βάση της προόδου είναι «πάση κοινωνική θυσία» να επαναδομηθεί ο μηχανισμός του κέρδους επιχειρηματιών στην Ελλάδα και τα υπόλοιπα θα έρθουν ως συνέπεια της λειτουργίας της αγοράς. Αυτοί, ωστόσο, είναι που υποστηρίζουν το «πάση θυσία στο ευρώ», «τρελαίνοντας» το σύμπαν! Μα αυτή η πολιτικο- ιδεολογική προσέγγιση είναι που έχει ακριβώς ως προϋπόθεση, υπό τις σημερινές συνθήκες και την «εικόνα» που προανέφερα, την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Αλλιώς δεν γίνεται, εκτός αν μιλάμε με όρους λιμού και υπό καθεστώς ξένης κατάληψης ή δικτατορίας. 
Από την άλλη εμφανίζονται αυτοί που πιστεύουν πως η πρόοδος είναι ο παράγοντας ανασύστασης του μηχανισμού κερδών, σε μια όμως ήπια για την κοινωνία και το περιβάλλον και τεχνολογικά εξελισσόμενη βάση. Πρόκειται για την κλασική σοσιαλδημοκρατική σχολή που συνδυάζει Keynes με Beveridge στο μετανεωτερικό και μεταβιομηχανικό πλαίσιο της Ευρώπης και η οποία μετά το 1970 άρχισε να εγκαταλείπεται από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, για να «λησμονηθεί» εντελώς μετά το 1990, όταν οι σοσιαλδημοκράτες ακολούθησαν την καταστροφική κατεύθυνση του «τρίτου» και αργότερα του «τέταρτου» δρόμου. Η προσέγγιση αυτή επίσης οδηγεί εκτός ευρωζώνης, εκτός εάν: είτε (1) υπάρξει διεθνής πρωτοβουλία και εναλλακτικό σχέδιο για διατήρηση της Ελλάδας ως πλήρες μέλος σε όλους τους θεσμούς των αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών για γεωπολιτικούς, διεθνο-οικονομικούς και στρατηγικούς λόγους, είτε (2) πρυτανεύσει μια διαφορετική στρατηγική πολιτικοοικονομικής οργάνωσης του ευρωπαϊκού χώρου, με κρίσιμο ερώτημα τότε τι θα απογίνει με την Γερμανία.
Η τρίτη περίπτωση αφορά εκείνους που, εκφράζοντας το πνεύμα της επανάστασης, συγχέουν την πρόοδο και την οικονομική ανάπτυξη με το αστικό πρότυπο. Απορρίπτοντας δογματικά το δεύτερο αρνούνται να συζητήσουν καν στα σοβαρά το πρώτο. Εδώ υπάρχει σύγχυση, καθώς ό, τι δεν εξυπηρετεί την επανάσταση είναι αντιδραστικό και εναντίον των συμφερόντων του λαού, δηλαδή όσων ζουν μέσω της εργατικής τους δύναμης, με αποτέλεσμα κάθε μορφή ανάπτυξης στον καπιταλισμό να θεωρείται πως υπονομεύει την ευημερία και την κοινωνική πρόοδο των Ελλήνων, στην περίπτωσή μας. Στην πραγματικότητα το μόνον που υπονομεύει είναι την ίδια την επανάσταση και όσους φυσικά πολιτεύονται στη βάση του ιδεολογήματος που η ίδια αναπαράγει σε ένα διαρκώς αυτοεπιβεβαιωνόμενο διαλεκτικό πλαίσιο, το οποίο ωστόσο δεν περιέχει το σχήμα της λαϊκής επανάστασης αυτής καθ’ εαυτής και κυρίως την διακυβερνητική δομή στην οποία αυτή θα κατέληγε, αλλά την ανάγκη να υπάρξει ως προϋπόθεση αποσύνδεσης της προόδου από το κέρδος. Εδώ, προφανώς, εάν το περιορίσεις σε εθνικό επίπεδο  - αναγκαστικά πλέον – εκφράζεις μια στάση απομονωτική και διόλου ρεαλιστική με μαρξιστικούς όρους. Σημασία έχει πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να εμφανίζεσαι ιδεολογικά «αγνός», αν μιλούμε με αντικαπιταλιστικούς όρους. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε μια ψευδαίσθηση διαρκούς «ταξικής σύγκρουσης» για να μην υπάρξει ταξική νόθευση του κινήματος των εργαζομένων. Δεν είναι κακό, αλλά αν είναι ανώριμο, καταλήγει σε μια αίσθηση διαρκούς ήττας των εργαζομένων, που στο τέλος υπονομεύει το ηθικό του κινήματος και την όποια δυναμική του. Καταλήγει στην αποκαρδίωση ανέργων και εργαζομένων και στην απομαζικοποίηση του αγώνα τους στο πλαίσιο της ελληνικής κρίσης.

Παρόλα αυτά, τούτες είναι οι τρεις κατηγορίες που με σχετική σαφήνεια έρχονται πλέον να ανταγωνιστούν για τη νέα μορφή ηγεμονίας στην Ελλάδα με όρους ιδεολογικοπολιτικούς και όχι με όρους απλώς πελατειακούς. Αυτό δείχνει την πλήρη μετάβαση της χώρας από το πελατειακό σύστημα σε ένα μεταμοντέρνο κορπορατικό. Από την πολιτική ευημερίας των φτωχών δηλαδή, της πρώτης περίπτωσης, περνάμε στην πολιτική ευημερίας των ελίτ επί του πτωχευμένου λαού, στη δεύτερη. Το τελευταίο διαμορφώνει «κλίμα θερμοκηπίου» για τον ακροδεξιό λαϊκισμό και τον αριστεριστικό εξτρεμισμό. Αυτά, για να μην αναρωτιέστε κάποιοι μετά για το «γιατί» και το «διότι» της δεξιάς ριζοσπαστικοποίησης με νεοναζιστικούς μάλιστα όρους!   

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.