του Αλέκου Τζιόλα

Όταν η Κυβέρνηση κατέθεσε τη 47σέλιδη πρότασή της στους θεσμούς, ξεκίνησα να γράφω το παρακάτω κείμενο υπό τον τίτλο 
«Το τέλος της αριστερής παραίσθησης»:

«Αν το προηγούμενο σχετικό μου κείμενο τέλειωνε με τον τρόπο που τέλειωνε είναι γιατί δεν πίστευα ότι η Κυβέρνηση θα προσχωρήσει στις θέσεις των εταίρων καταθέτοντας προτάσεις για συμφωνία που δεν απέχουν πολύ από τις δικές τους. Είχα την πεποίθηση ότι θα μείνει πιστή στις θέσεις της και, επειδή αυτές δε θα γινόταν αποδεκτές από τους θεσμούς, θα υποχρεωνόταν τότε να προσφύγει σε κάποια μορφή λαϊκής ετυμηγορίας, ώστε η απόρριψη της συμφωνίας να περιβληθεί με το κύρος της λαϊκής βούλησης. Κι εκεί έλεγα ότι δε θα έχει πια το λαό με το μέρος της, για να τις επικυρώσει, επειδή πρώτη εκείνη τις απαρνήθηκε. Να διαπράξει και φανερή μεταπήδηση στις θέσεις των δανειστών δεν το περίμενα.
Με το κείμενο πάντως των 47 σελίδων που προτείνει η Κυβέρνηση ως βάση συμφωνίας προς τους θεσμούς ξεκαθαρίζει τελείως πλέον το τοπίο, διπλά μάλιστα, και ως προς το ποιο θα είναι το περιεχόμενο της τελικής συμφωνίας και ως προς το ποιες είναι τώρα οι «φιλοδοξίες» της Κυβέρνησης. Μετά από εκτεταμένο κοινωνικό δράμα, τόσο επίπονο πολιτικό αγώνα, τόσες επαγγελίες και προσδοκίες και μετά από τόσο δύσκολη ανάταση του ελληνικού λαού η Κυβέρνηση της Αριστεράς προσχώρησε στις θέσεις των θεσμών και στην αποδοχή εφαρμογής της πολιτικής τους, εγκαταλείποντας τις δικές της. Έγινε και για κείνη επικυρίαρχο πλέον όχι το περιεχόμενο της συμφωνίας αλλά η επίτευξή της καθεαυτή και έπαυσαν ν` αποτελούν πυξίδα στους διαπραγματευτικούς βηματισμούς της οι προγραμματικές της θέσεις, οι εξαγγελίες και τα οράματά της.
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η Κυβέρνηση αναίρεσε τον εαυτό της και πορεύεται πλέον το δρόμο της εγκαταστημένης ήδη μνημονιακής πολιτικής. Όπως φανερό γίνεται επίσης πως η Κυβέρνηση στο δρόμο της μεταστροφής που επέλεξε στο εξής να πορευτεί δεν έχει βιωσιμότητα. Ο Σύριζα αναδείχθηκε Κυβέρνηση χάρη στον αντιμνημονιακό του αγώνα και στην υπόσχεση της λύτρωσής μας από τα δεσμά των μνημονίων. Διαβεβαιώσεις επομένως της Κυβέρνησης ότι θα εφαρμόζει την πολιτική των μνημονίων επί το λαϊκότερο είναι αναιρετικές των ίδιων των αρχικών της προθέσεων κι ούτε μπορούνε φυσικά να έχουνε κάποια πειστική αξία, αφού στο πλαίσιο των μνημονιακών πολιτικών αντικειμενικά αλλά και σύμφωνα με τους πάγιους δικούς της ισχυρισμούς λείπει παντελώς κάθε περιθώριο εφαρμογής οποιασδήποτε λαϊκής πολιτικής. Γι` αυτό και η δύναμή της έγκειτο στην αντιμνημονιακή της στάση που της εξασφάλιζε και τη λαϊκή στήριξη. Στο βαθμό δε που η Κυβέρνηση την υπερασπιζόταν είχε και το λαό με το μέρος της. Εγκαταλείποντας όμως την αντιμνημονιακή της πολιτική, υπόσκαπτε και το λαϊκό της έρεισμα. Εκείνα τα πρωτοφανή μετεκλογικά ποσοστά στήριξης, που δεν έχουν προηγούμενο στην Ιστορία, από τα πρώτα της κιόλας βήματα παλινωδιών άρχισαν να φθίνουν λίγο λίγο. Ιδιαίτερα η επίκλησή τους, που είναι ο ταχύτερος τρόπος απώλειάς τους, επιτάχυνε την πτώση τους. Γιατί μια τέτοια επίκληση περιέχει αλαζονεία που θίγει το λαό, καθώς βλέπει η εμπιστοσύνη του προς την Κυβέρνηση να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τη μεριά της».

Δε φτάσανε ως την ολοκλήρωσή τους οι σκέψεις αυτές και δεν τις ανάρτησα. Επακολούθησε εξάλλου αμέσως ανατροπή της πορείας προς τη συμφωνία. Η Ιστορία, που φαίνεται να είναι πιο μεγάθυμη, παρά τα λάθη της Κυβέρνησης δεν απόσυρε την εμπιστοσύνη της από τον εκπρόσωπό της και διατηρώντας τους σχεδιασμούς της παρενέβει ευνοϊκά και πάλι, βάζοντας «τρικλοποδιά» στους πιστωτές. Εξωθεί από τη μια το ΔΝΤ, που είναι ένα ξένο σώμα προς τους εταίρους, να ακυρώνει την παραλίγο συμφωνία τους με το κείμενο των ελληνικών προτάσεων και εκείνοι από την άλλη, «άβουλοι» και χωρίς αιδώ, να σύρονται πίσω από τη μεταστροφή του ΔΝΤ και να προτείνουν ό, τι σκληρότερο θα μπορούσανε να σκαρφιστούνε καθ` όλη την πορεία των διαπραγματεύσεων. Η Κυβέρνηση αδράχνει την ευκαιρία που της έδωσε η Ιστορία και αποφασίζει να υποβάλει στην κρίση του λαού με τη μορφή δημοψηφίσματος την πρόταση των εταίρων. Το ερώτημα ξεκάθαρο: «Ναι ή όχι στην πρότασή τους;». Ταραχή πέφτει τότε στην Ευρωζώνη και σ` όλο τον πλανήτη, καθότι παγκοσμιοποιημένη η οικονομία του, και αποδύονται οι δικές μας πολιτικές μνημονιακές δυνάμεις και όλες οι ευρωπαϊκές σε αγώνα ματαίωσης του δημοψηφίσματος και κυρίως, επειδή αυτό δε φαινόταν πολύ κατορθωτό, στην αλλοίωση του σαφέστατου περιεχομένου του, ώστε με τη συστράτευση όλων να πειστεί ο λαός ότι πρόκειται για κάτι τερατώδες. Στο «Ναι» λοιπόν δίνουν αυθαίρετα το διασταλτικότατο νόημα της παραμονής της Χώρας στην Ευρώπη και στο «Όχι» το διασταλτικότατο πάλι νόημα της απάρνησής της, γιατί γνωρίζανε από προηγούμενες δημοσκοπήσεις ότι ο λαός στην πλειοψηφία του δε θέλει την έξοδο από την ΕΕ. Αντιστρέφοντας λοιπόν με συνειδητή στρέβλωση το περιεχόμενο του δημοψηφίσματος ασκούν συντονισμένα ιδεολογικό εκβιασμό στον ελληνικό λαό, που τον παρουσιάζουν και ως ανίκανο να έχει συναίσθηση του τι αποφασίζει, όταν αυτός απαντά αντίστοιχα προς το συγκεκριμένο ερώτημα του δημοψηφίσματος.

Όμως η αυθαίρετη πρόσδοση άλλου περιεχομένου στο ξεκάθαρα διατυπωμένο ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν περιέχει μόνο έμπρακτη αμφισβήτηση του δικαιώματος της αυτοκυριαρχίας ενός λαού, αλλά και την έλλειψη εντιμότητας. Προβάλλεται αλλοιωμένο το περιεχόμενο του ερωτήματος, για να φαντάζει αυτό μεμπτό και θανατηφόρο. Ο κ. Γιούνκερ, ενορχηστρωμένος, πρωτοστατεί σ` αυτή την εκστρατεία αλλοίωσης του δοσμένου νοήματος και το δηλώνει ξεκάθαρα με την εξής μάλιστα αιτιολόγηση της παραποίησης, που γέλωτα μόνο μπορεί να προκαλέσει: Πού θα ξέρει ο κόσμος ότι αυτό είναι το πραγματικό νόημα του δημοψηφίσματος και όχι το Ναι ή το Όχι γενικά στην ΕΕ. Σε μια εποχή όμως, όπου όλα είναι πια γραπτά, καταγράψιμα και καταγραμμένα, σχεδόν δεν υπάρχει προφορικός λόγος στις μέρες μας, είναι δυνατό να μη γνωρίζουν οι πάντες τι είναι γραμμένο και τι αυτό δηλώνει;

Εκτός όμως από την επιδίωξή τους να ακυρώσουν οπωσδήποτε το δημοψήφισμα είτε με τη ματαίωσή του είτε με την αλλοίωση του περιεχομένου του, προβαίνουν και στη διάπραξη ωμών, οικονομικών εκβιασμών. Κόβουν κάθε ροή χρηματοδοτική προς τις ελληνικές Τράπεζες, ώστε να διεξαχθεί το δημοψήφισμα υπό συνθήκες τριτοκοσμικές, που η βίωσή τους από τον ελληνικό λαό θα τον μεταστρέψει προς το «Ναι».

Εξαιτίας λοιπόν όλων αυτών των εκβιασμών γεννιέται από μόνο του το ερώτημα: Τόσο μεγάλο κακό είναι στη δημοκρατική ΕΕ η διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος ή η εκδήλωση λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στην επιβολή μιας καταστροφικής της πολιτικής; Αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις, φαίνεται σαφέστατα ότι είναι μεγάλο το κακό.

Η ΕΕ, αλλά και όλη η ανθρωπότητα, διακατέχεται από έναν ιδεολογικό ολοκληρωτισμό, που εκφράζει αλλά και εμπεδώνει τον πολιτικό και οικονομικό συνάμα ολοκληρωτισμό, που επικρατεί σε όλο τον πλανήτη, χωρίς όμως αυτό να γίνεται πολύ διακριτό, επειδή συντελείται στο πλαίσιο μιας απόλυτης οικονομικής ελευθερίας και σε συνθήκες κατ` επίφαση δημοκρατικές. Είχα εξαγριωθεί τις προάλλες που η γερμανική εφημερίδα Welt, εξομοιώνοντας τις σημερινές συνθήκες στην Ευρώπη με εκείνες της παντοκρατορίας του Μέτερνιχ, χαρακτήριζε τους Έλληνες ως μόνιμη απειλή για την τάξη της Ευρώπης, γιατί και τότε, λέει, σήκωσαν κεφάλι υψώνοντας το λάβαρο της εθνικής τους Επανάστασης. Φαίνεται όμως ότι αυτή η εξομοίωση των τόσο μακρινών περιόδων αποτελεί συνείδηση όλου του σημερινού ευρωπαϊκού πολιτικού κατεστημένου, γι` αυτό και το βλέπουμε να αντιδρά με μεθόδους ανάλογες της εποχής εκείνης απέναντι σε εναντιώσεις του. Η διαφορά είναι μόνο στο περιτύλιγμα, που σήμερα είναι οικονομικό, καθώς η πολιτική υποσκελίστηκε ανενδοίαστα από την οικονομία. Έτσι δεν επιτρέπεται ούτε σήμερα κάποια αλλαγή στο status quo των ημερών μας. Ούτε και αντίδραση. Η κατ` επίφαση δημοκρατία των 18 χωρών της Ευρωζώνης, που επικαλούνται οι εταίροι έναντι της μιας δικής μας, είναι ένα πρώτης τάξης επιχείρημα, ας είναι στην ουσία αβάσιμο, για τη διατήρηση των τυπικά δημοκρατικών καθεστώτων. Λόγω της ύπαρξης αυτών των δημοκρατιών δεν υπηρετούνται σήμερα στο πλαίσιό τους συμφέροντα των λαών, αλλά των οικονομικά ισχυρών και των Τραπεζών. Αν είσαι επομένως συμμορφωμένος, επιτρέπεται να κάνεις δημοψήφισμα ή αν με αυτό επιβεβαιώνεις τη συμμόρφωσή σου. Αναφέρθηκε πολύ ο κ. Γιούνκερ κατά τη συνέντευξή του για τους Έλληνες στον κόπο που κατέβαλε ο ίδιος και οι υπόλοιποι, προκειμένου να εξευρεθεί λύση. Κανείς όμως δεν επέκρινε τον ίδιο ή και τους άλλους γι` αυτό, αλλά για τις παλινωδίες τους, τις μεθόδους που μετήλθαν και για την έλλειψη διάθεσης να καταλήξουνε σε αμοιβαία επωφελή λύση. Οι κόποι που κατέβαλαν αποσκοπούσαν στην προστασία των συμφερόντων όχι ενός λαού ή των άλλων ευρωπαϊκών, αλλά του οικονομικού κατεστημένου που ασκεί εξουσία στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο και που αυτοί ως πολιτικοί τους εκπρόσωποι το υπηρετούν. Αφού εξασφάλισαν πλουσιοπάροχες υλικές ανταμοιβές για το έργο που προσφέρουν στο παγκόσμιο σύστημα της εκμετάλλευσης και της απανθρωπιάς, επιδιώκουν με κάθε τρόπο τη διατήρηση του συστήματος σε όλη την έκταση του πλανήτη, βυθίζοντας την ανθρωπότητα στον οικονομικό σκοταδισμό. Είναι και η ιδεολογία τους αυτή εξάλλου, το δόγμα τους: Όσοι μπορέσουν να ευημερήσουν, άνθρωποι ή λαοί, λίγοι έστω, να ευημερήσουν. Οι άλλοι ας ψοφήσουν. Η ανάδειξη ισχυρής άρειας φυλής είναι το έμβλημά τους. Μόνο που δε θέλουν να του προσδώσουνε στρατιωτικά χαρακτηριστικά παρά μόνο οικονομικά. Αν όμως χρειαστεί και αυτό γίνεται. Η εκτροπή λοιπόν της ΕΕ από τις ιδρυτικές της αρχές είναι πεντακάθαρη.
Υπ` αυτές τις συνθήκες, οικονομικές και ιδεολογικές, το «Όχι» της Κυριακής ενσωματώνει πολλές σημασίες στη συγκεκριμένη του εκφορά.Πρωταρχικά είναι άσκηση του δικαιώματος της αυτοκυριαρχίας σε μια στιγμή μάλιστα που αυτό αμφισβητείται έμπρακτα και βίαια. Λέμε λοιπόν με το «Όχι» ναι στο δικαίωμά μας να αποφασίζουμε εμείς για τις τύχες μας. Ακόμη: Το «Όχι» είναι η γνήσια έκφραση αυτού του δικαιώματος, καθώς το «Ναι» αποτελεί προϊόν απότοκο εκβιασμών. Το «Όχι» σημαίνει επί πλέον ότι έχω το δικαίωμα να διατυπώνω ο ίδιος το περιεχόμενο του ερωτήματος, έχω πλήρη συναίσθηση του συγκεκριμένου του περιεχομένου και ότι μπορώ να θέλω να απαντώ σ` αυτό. Δε με χαρακτηρίζει κανενός είδους πνευματική ανεπάρκεια. Επιπρόσθετα το «Όχι» σημαίνει ότι δεν επιτρέπω, εκμεταλλευόμενοι οι εταίροι μου το όνειρό μου να είμαι μαζί τους, μαζί με τους λαούς τους και όλους τους λαούς της οικουμένης, να μου προκαλούν "ανήκεστο βλάβη". Να με εξοντώνουν, επειδή εναπόθεσα τις ελπίδες μου σ` αυτό το όνειρο και να μην βλέπω την απειλή του ούτε να διαμαρτύρομαι, όταν τη βλέπω. Σημαίνει τέλος το «Όχι» ότι η εναντίωσή μου στο συγκεκριμένο κακό των προτάσεων των εταίρων όχι μόνο δεν κάνει κακό στο όνειρό μου, αλλά και το αναζωογονεί. Ότι εξακολουθούμε με άλλα λόγια να ονειρευόμαστε και να οραματιζόμαστε μαζί με τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς το μετασχηματισμό της ΕΕ στην ΕΕ των ονείρων και των οραμάτων μας.
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.