Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος * σχολιάζει την ψυχοπολιτική διέγερση των Ελλήνων
Το παρακάτω κείμενο συντάχθηκε πριν από την δολοφονία του Παύλου Φύσσα, από τον ακροδεξιό «επισκέπτη» της Χρυσής Αυγής (ΧΑ). Αν δε το είχα γράψει προηγουμένως δεν θα το έγραφα ίσως ποτέ. Σήμερα θα επαναλάμβανα τους φόβους μου για την στοιχειώδη δημοκρατία και την ειρήνη στην χώρα μας, ξανακάνοντας, ματαίως, προτάσεις για θεσμική αντίδραση στο νεοναζιστικό παροξυσμό με κολασμό του ναζιστικού ακτιβισμού της ΧΑ. Όχι στον πολιτικό αποκλεισμό της ΧΑ, ναι στην αναβάθμιση του νομοθετικού και διοικητικού οπλοστασίου για τον αποκλεισμό του ναζισμού στο επίπεδο της καθημερινότητας. Ποιος θα τα έπραττε όμως όλα αυτά; Μια κυβέρνηση δεξιού, απολύτως οπισθοδρομικού πολιτικού λόγου με αυταρχικό ταπεραμέντο που υπηρετεί την θεωρία «σοκ και δέος» της τρόικας εναντίον της κοινωνίας; Μάταιες λοιπόν, αν όχι εκτός τόπου και χρόνου, θα ήταν για άλλη μια φορά οι «προτροπές» μου, απευθυνόμενες σε μια αντικειμενικά άβουλη Βουλή και σε μια κυβέρνηση μαριονεττών, που αντί να χτυπήσει την άνοδο του νεοναζισμού, του κλείνει πονηρά το μάτι αναπτύσσοντας την παραπλανητική αφήγηση περί «σύγκρουσης των άκρων» , στη θέση της δραματικής πραγματικότητας: σύγκρουση ενός ακραίου καθεστώτος, στα όρια της αποσταθεροποίησης με ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, που σαφώς αντιστοιχούν στα δύο τρίτα της ελληνικής κοινωνίας. Αντί, λοιπόν, για μια ακόμη μάταια πρόταση, επιμένω σε μια αναλυτική προσέγγιση που δείχνει και το υπόβαθρο της ανάπτυξης του φασισμού στην χώρα μας μέσω νεοναζιστικών, αποκρουστικών συμπεριφορών.
Όταν ο λόγος δεν πιάνει τόπο στην ώρα του, χάνει το αυθεντικό πολιτικό του νόημα. Έτσι την «έπαθαν» πολλοί και θα την «πάθουν» κι άλλοι… μετά, φοβούμαι, από εμάς!
Άλλο νόημα - για παράδειγμα και αν το δεις στενά – έχει σήμερα η αφήγηση απεμπλοκής από την στρατηγική των μνημονίων, η διαπραγμάτευση στο πλαίσιο της ευρωζώνης, ακόμη και το εναλλακτικό σχέδιο εξόδου της χώρας από αυτήν και σε εντελώς διαφορετικές πολιτικές κινήσεις παραπέμπει σε πρακτικό επίπεδο. Αυτό αν δεν κατανοήσεις, θα χάσεις την ικανότητα να παράγεις συγκεκριμένο νόημα για οποιαδήποτε κοινωνικοπολιτική μεταβολή. Θα παραμείνεις παράλυτος, ασχέτως αν αυτοπροσδιορίζεσαι ως συντηρητικός, προοδευτικός, ή ακόμη και «επαναστατημένος»! θα είναι σαν η ψύχωση από την τραυματική εμπειρία της κρίσης να σε εμποδίζει να δράσης με συγκεκριμένη πολιτική βούληση (σκοπιμότητα). Θα είναι σαν να υπολειτουργούν οι αισθήσεις σου…
Εάν ο ίδιος φαινομενικά λόγος πιάσει τόπο αργότερα, λοιπόν, θα είναι ένας άλλος λόγος και κάποιος άλλος λόγος (αιτία) που του προσδίδει κοινωνικό νόημα. Θα πρόκειται ουσιαστικά για άλλη αφήγηση, την οποία ωστόσο δύσκολα θα μπορείς να διακρίνεις από την αρχική - εκτός αν επιδοθείς σε ένα «trivia pursuit», ένα κυνήγι των συμφραζομένων που παραλείπονται στη νέα αφήγηση.
Αυτό μην το ξεχάσεις! Ψάξε λοιπόν τον άλλο λόγο που κρύβεται πίσω από τον λόγο που δεν έπιασε τόπο στην ώρα του, μετατρέποντάς τον σήμερα σε κυρίαρχη αφήγηση, που, σε αντίθεση με χθες, εμφανίζεται να παράγει πολιτικό νόημα για δράση, επηρεάζοντας ίσως καθοριστικά και την εκλογική συμπεριφορά στην Ελλάδα. Η γνώμη μου είναι πως «ο άλλος λόγος» είναι η κρίσιμη μεταβολή στην αίσθηση των πληροφοριών που λαμβάνουμε οι πολίτες σήμερα στην Ελλάδα. Αυτό επηρεάζει τον λεγόμενο ψυχικό χώρο της Ελληνίδας και του Έλληνα, μεταβαλλόντας δίχως να το συνειδητοποιούμε τους τρεις παράγοντες που καθαρίζουν την ύπαρξη σε ατομικό επίπεδο: διέγερση, ερωτογενοποίηση, παράσταση. Αλλάζει υποσυνείδητα η ταυτότητα της αντίληψης, καθώς μεταβάλλεται το δυναμικό ικανοποίησης δια των αισθήσεών μας. Και τούτο είναι πολιτικό φαινόμενο, σεβαστέ μου αναγνώστη, προϊόν της ιστορικής εξέλιξης, ως σύνθετη μορφή προσαρμογής στο μοντέλο μετασχηματισμού της ύλης.
Έτσι αποκτά (κοινωνικό) λόγο ο λόγος (που δεν έπιασε τόπο στον ώρα του) να εκφράζεται σήμερα, συνθέτοντας όμως ένα διαφορετικό μήνυμα από τον αποδέκτη. Άλλαξε ο κώδικας, επειδή άλλαξε η πολιτική αφήγηση που δομεί τον κοινωνικό κώδικα ερμηνείας της - βίας της - καθημερινότητας. Μεταβλήθηκε ο κώδικας ερμηνείας της καθημερινότητας (η μορφή της βίας της ερμηνείας) στην χώρα μας, αλλά είναι δύσκολο να το διαπιστώσει ο ίδιος ο πολίτης, μια και κινείται παράλληλα στον (ιστορικό) χρόνο! Είναι και ο ίδιος μέρος της ερμηνευτικής βίας - η οποία σχετίζεται άμεσα με την κυβερνητική βία - που ορίζει την μορφή της νέας ταυτότητας της αντίληψης του ιδιαίτερου συμφέροντος, μέσω της κοινωνικής ή ακόμη ταξικής παράστασης. Τώρα πια νομίζεις πως λες ή ακούς τα ίδια, ενώ προσλαμβάνονται εντελώς διαφορετικά. Ο «Γρηγόρης» ταυτίζεται με το κόκκινο, ενώ ο «Σταμάτης» με το πράσινο, σε αρκετές περιπτώσεις. Περνάμε σε άλλου είδους, αντίθετους σε κάποιο βαθμό, ερμηνευτικούς/επικοινωνιακούς αυτοματισμούς. Και αυτό σημαίνει τάση για πολιτική μεταβολή, δίχως Μεσσία, δίχως ολοκληρωμένη μνήμη επίσης… δυστυχώς!
Παλιά θυμόμαστε αυτά και αυτούς που μας (ξ)έχασαν, μετά θυμόμαστε αυτά και αυτούς που (ξε)χάσαμε, σήμερα η κριτική μας προκαλεί κρίση μνήμης, ενώ είναι ταυτόχρονα προϊόν μια κάποιας κρίσης μνήμης, αιτία και αποτέλεσμα ενός πέπλου άγνοιας το οποίο έρχεται να λυτρώσει από την αντίφαση του ιδεαλιστικού με το ρεαλιστικό: η μνήμη προκαλεί σύγχυση και ο λόγος που δεν έπιασε τόπο στην ώρα του έρχεται ως θολή ανάμνηση να τονίσει την κρίση των μαζών στην Ελλάδα. Αυτή η κρίση των μαζών είναι που αλλάζει τον κώδικα ερμηνείας του αρχικού αντιμνημονιακού λόγου και τον μετατρέπει σε μια καινούργια αφήγηση δίχως ουσιαστικά ιδιόκτητη, πόσο μάλλον αφέντη!
Τώρα πια ο Ανώνυμος που δεν αναζητεί να αποκτήσει οντότητα μέσα στην μάζα – αν και σε ακραίες περιπτώσεις θεωρεί πως ο ίδιος είναι «ο λαός» - θεώρει πως απελευθερώθηκε από τον λόγο που δεν έπιασε τόπο στην ώρα του, μια και πλέον αυτός μοιάζει να είναι ο δικός του λόγος, η δική του αιτία και το δικό του πολιτικό δυναμικό για ικανοποίηση . Έρχεται από μέσα του, από το εσωτερικό του και όχι εξωτερικά από κάποιον Μάστερ. Ο πολίτης, έτσι, απελευθερώνεται στο βαθμό που δεν διαχωρίζει την αρχική αφήγηση από την σημερινή, δική του. Μόνον που έτσι ο λόγος αυτός έχει χάσει για πάντα το αρχικό του νόημα για πολιτική δράση. Δεν είναι κακό, ούτε λυπηρό …αφού χάθηκε η μνήμη που υπήρχε για να αποκωδικοποιεί την αρχική αφήγηση. Αφού τώρα η εξέλιξη της κρίσης στην καθημερινότητα των Ελλήνων διαμορφώνει άλλου είδους μνήμη μέσα σε ένα άλλο πλαίσιο ερμηνευτικής βίας, θα ήταν φαιδρό να «κλάψουμε» γι’ αυτό που χάθηκε και το οποίο ποτέ δεν φάνηκε ικανό να προσδώσει στον αρχικό λόγο πολιτική ισχύ, ώστε να πιάσει τόπο στην κοινωνία.
Ο Ανώνυμος αναλαμβάνει τώρα δράση σε μια απομαζικοποιημένη κοινωνία υπό σύνθετη κρίση, με Master Points στην αφήγηση που δεν αναγνωρίζουν κανέναν απολύτως Μάστερ. Πρόκειται για ψυχική διέγερση που εκλαμβάνεται ως εξέγερση του Είμαι, η οποία είναι πανίσχυρο πολιτικό μέσο, και μην την υποτιμάς! Ο Ανώνυμος υπερβαίνει την ανωνυμία του όχι πια δια ενός Μεσσία, αλλά υβρίζοντας κάθε πιθανό ή «απίθανο» Μεσσία. Και στο πλαίσιο αυτό ανασυντίθεται η αρχική αφήγηση της εθνο-κοινωνικής χειραφέτησης που δεν έπιασε τόπο στην ώρα της. Πρόκειται τώρα για μια νέα αφήγηση που φιλοδοξεί να παράγει μια άλλη, διαφορετική μνήμη, έτσι ώστε να ανασυστήσει εικονικά «λαϊκή μάζα» μέσα σε ένα σαφώς απομαζικοποιημένο λαϊκό κίνημα.
Αυτό δεν είναι τόσο δραματικό και τελεσίδικα καταδικαστικό για την ελληνική κοινωνία, αν προσπαθήσεις να το αντιμετωπίσεις μη-δογματικά. Το ζήτημα είναι στη θέση των (νέων) Master Points [των ιδεών, δηλαδή, που καθορίζουν την ουσιαστική, κατηγορηματική υπόσταση της αφήγησής μας] να τοποθετηθούν ιδέες που θα κάνουν σοβαρή κριτική στην στάση και συμπεριφορά του ίδιου του Ανώνυμου. Τι ήταν αυτό που τον οδήγησε να μην επιτρέψει στον αρχικό λόγο να διεισδύσει μέσα του και να αποκτήσει πολιτική δυναμική; Μήπως επειδή οι μνήμες του τότε, δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με την ύπαρξη πολιτικής δημιουργίας δίχως κάποιον Μεσσία; Ή μήπως επειδή η κριτική στην προσωπική μας συμπεριφορά σκόνταφτε στα μικροαστικά συμπλέγματα που δομούσαν μια διφορούμενη στάση ως προς την ανάγκη ύπαρξης ενός Μεσσία (κόμμα, προσωπικότητα, εξωτερικός παράγοντας); Μήπως ο μαζικός Εαυτός, αισθανόταν απολύτως άβολα στον ρόλο του ως απομαζικοποιημένο υποκείμενο; Μήπως πότε δεν κατάλαβε πως είναι εντελώς απομονωμένος σε ένα κελί με τοίχους από οθόνες που τον ζαλίζουν με πληροφορίες, σχέσεις και γνώμες άχρηστες, άσχετε, αν όχι επιζήμιες για την υπόστασή του; Μήπως ήρθε η ώρα να τολμήσουμε να πάψουμε να σκεφτόμαστε με τον κώδικα της λογιστικής που δίνει νούμερα στις αξίες μας, μεταβάλλοντας σε «νούμερα» την προσωπικότητά μας; Μήπως ήρθε η στιγμή να καταλάβει ο σύγχρονος Έλλην εικονοκλάστης πως είναι ο ίδιος ο εικονολάτρης της προηγούμενης περιόδου και πως θα πρέπει να απαλλαγεί εντελώς από αυτή την κοσμοαντίληψη (εικονολάτρη, εικονοκλάστη) που τον καθιστά τελικά νούμερο;
Εάν δεις (αποδεχτείς, εσωτερικεύσεις) τον Εαυτό σου και τον Άλλον ως νούμερο δεν έχει καμία σημασία η ανωνυμία σου, ούτε η φαινομενική (μάλλον συμπλεγματική) σου αντίδραση σε οποιονδήποτε Μεσσία, η οποία σε οδηγεί σήμερα να συνθέτεις ένα διαφορετικό μήνυμα για πολιτική δράση από την αρχική αντιμνημονιακή αφήγηση. Ως νούμερο, ως αντικείμενο ενός υποσυνόλου που συνθέτει την λαϊκή μεταβλητή στην εσωτερική πολιτική εξέλιξη, θα έχεις πάντα ανάγκη από κάποιον Μεσσία για να σε οργανώσει και έτσι εντός της νέας δομής να προσδιοριστεί εκ νέου η τιμή της αξίας σου. Αυτό δεν πρέπει να σου διαφύγει. Θα καταλήξεις πάλι σε μια μεσσιανική αφήγηση, ενώ τόσο πολύ δηλώνεις πως σιχάθηκες τους Μεσσίες που θεωρείς πως σε πρόδωσαν!
Μην την πάθεις: η έξοδος από την κρίση, και η δημοκρατική, πολιτική μετεξέλιξη του αρχικού ανιμνημονιακού λόγου, που δεν έπιασε τόπο στην ώρα του, σε κάτι πραγματικά κοινωνικά προοδευτικό, συνδέεται με την έξοδο από την ανωνυμία, την έξοδο από τα Μέσα εικονικής και όχι πραγματικής (άμεσης) συμμετοχής στα κοινά και την έξοδο από την φυλακή μιας αφήγησης ψευδο-λογιστικού χαρακτήρα ή ψευδο-επαναστατικού χαρακτήρα. Ο κώδικας της υποκειμενοποίησης του αντικειμενικού και όχι το αντίστροφο, θα συνθέσει ξανά λαό στην Ελλάδα, προκαλώντας αυτή τη φορά κρίση στο φαινόμενο της απομαζικοποίησης. Έτσι θα εσωτερικευόταν ο Άλλος μέσα μας ως πολιτικός αντίπαλος με διαφορετικά συμφέροντα και όχι ως εχθρός προς εξόντωση. Μόνον έτσι θα μπορούσε το παράδοξο της συνύπαρξης της ισότητας με την ελευθερία να αποκτήσει δημιουργική πολιτικά έννοια, σήμερα στην Ελλάδα. Να γίνει εθνικό-κοινωνικό στοίχημα και σχήμα επανάκτησης της πολιτικής, η οποία διαστρέφεται και σε μεγάλο βαθμό υπονομεύεται από τον κομματισμό και τις ντόπιες τηλεπολιτικές.
Για να πραγματοποιηθεί αυτό πρέπει η νέα πολιτική αφήγηση στην Ελλάδα, που θα σημάνει την νέα μεταπολίτευση, να ξεφύγει εντελώς από το πολεμικό και εμφυλιοπολεμικό πλαίσιο εντός του οποίου δομείται σήμερα από τους συνειδητούς πολιτικούς μασκαράδες που κυβερνούν, αλλά και από καιροσκόπους της αντιπολίτευσης. Η αλητεία του ολοκληρωτισμού στον καπιταλισμό με το «σοκ και δέος» της τρόικας, που πλασάρουν ως σωτηρία για την χώρα αυτοί που πτώχευσαν κράτος και ιδιωτική οικονομία, ισοδυναμεί αφηγηματικώς (πολιτικός λόγος) με το «ρίξτε και άλλες βόμβες για να έρθει η ειρήνη»! Οι βόμβες της «ειρήνης» αντιστοιχούν, έτσι, στα κυβερνητικά μέτρα του «σοκ και δέους» που αποσκοπούν στην «ανάπτυξη»!!! Πρόκειται για μια διαστροφή της ζωής και της πολιτικής από ένα θεοσοφικού χαρακτήρα λόγο με το μήνυμα: η τιμωρία λυτρώνει, η αυτοτιμωρία ακόμη περισσότερο μια «και μαζί τα φάγαμε», ενώ η ολοκληρωμένη ειρήνη βρίσκεται στον τάφο και από εκεί πηγάζει η δικαιοσύνη (της)!
Και όμως, η ολοκληρωμένη ειρήνη συνεχίζει να βρίσκεται στον σοσιαλισμό, ο οποίος συνεχίζει να βρίσκεται στην καρδιά των ανθρώπων που δεν έκαναν σχεδόν τίποτε για να πιάσει τόπο στην ώρα του ο αρχικός λόγος (μας), επειδή δεν θεωρούσαν πως αυτό θα είχε νόημα στον καπιταλισμό. Μόνον που αυτό που θεωρείς πως δεν έχει νόημα είναι ακριβώς το νόημα του δικού σου λόγου: ένα νόημα καταστροφικό στην ελληνική περίπτωση. Ένα νόημα που παράγεται στα «μνήματα» ή/και στα μνήματα των αδικοχαμένων, για να υπερβεί φαντασιακά και ιδεολογικά πραγματικότητες που εγκλώβισαν την ελληνική κοινωνία στα μνημόνια. Έτσι, ο λόγος της ζωής και της βιο-οικονομίας κάποιων εξ ημών - που δεν έπιασε τόπο στην ώρα του – μοιάζει σήμερα να αντηχεί μέσα από τα μνήματα, ζητώντας εκδίκηση για τα μνημόνια! Πρόκειται στην ουσία για τον λόγο των πολιτικώς νεκρών που αναζητούν αιτία και αφορμή για να αναστηθούν, μέσω ασφαλώς ενός «κρυφο-Μεσσία», ο οποίος δεν αναγνωρίζει κανέναν άλλον Μάστερ του πολιτικού λόγου, πλην του εαυτού του, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον… ελληνικό λαό! Αν δεν είναι κωμικό είναι ξετσίπωτα διαστροφικό…
Στο βαθμό που ταυτιστεί ολοκληρωτικά ο αρχικός, δημοκρατικός και ορθολογικός «αντιμνημονιακός λόγος», που δεν έπιασε τόπο στην ώρα του, με μια λαϊκιστική αφήγηση, αυτό που θα πιάσει τόπο θα είναι εκείνο που θα προσδίδει νόημα στην κρίση με ακροδεξιούς και όχι πλουραλιστικά και φιλελεύθερα σοσιαλιστικούς όρους. Αυτό το νόημα θα είναι ωστόσο που θα προσδώσει κρίσιμη σημασία στην πολιτική αφήγηση στο άμεσο μέλλον. Επισημαίνω τον κίνδυνο, για άλλη μια φορά στη ιστορία, μέσα από τα καπιταλιστικά ερείπια μιας δραματικά παθολογικής συσσώρευσης, που αντιστοιχεί σε μια ψυχωτικού χαρακτήρα ερμηνευτική βία της σχέσης «πολίτης-κοινωνία-αγορά», να ανατείλει ο φασισμός, μιλώντας εκτός από την γλώσσα του νεοφιλελεύθερου «Μπάμπη» [ντίβα έγινες και Master Point σε κάνω μπαγασάκο (!)] διάφορες σοσιαλιστικές και σοσιαλίζουσες διαλέκτους, ως παραισθησιακό ωστόσο ξέσπασμα με έντονα ρατσιστικά ή/και συνωμοτικά στοιχεία αναφοράς (: αντικειμενοποίησης).
Σε ατομικό επίπεδο διαβλέπω έναν αντίστοιχο κίνδυνο: μετά τον Αλιάγα να κάνουν εσένα Ανώνυμε, γραμματόσημο, που θα σημάνει την μετάβαση από την εποχή Αλιάγα - που ολοκληρώνει την εποχή Κωστόπουλου προς το πλέον άξεστο, επίπλαστο, ρηχό, πολιτικώς ορθό-αυθάδες και βλακώδες - στην εποχή της προϊστορίας που κατασκεύασε και τους δύο, ως το μπαρόκ του ανικανοποίητου μικροαστισμού!
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.