Όλο και περισσότερες συζητήσεις και άρθρα υπάρχουν για την επερχόμενη συμφωνία της Ευρώπης με τις ΗΠΑ. Οι συζητήσεις για τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Καναδά και Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες είχαν ξεκινήσει το 2008, κατέληξαν στις 18 Οκτωβρίου.

Ένας καλός οιωνός για την αμερικανική κυβέρνηση, η οποία προσδοκά ότι θα καταλήξει σε ανάλογη συμφωνία με τη Γηραιά Ήπειρο. Το σχέδιο αυτό, « η χούντα των επιχειρηματιών », όπως το ονομάζει η Lori Wallach, το οποίο αποτελεί αντικείμενο μυστικών διαπραγματεύσεων, υποστηρίζεται ένθερμα από τις πολυεθνικές, καθώς, εάν υιοθετηθεί, θα τους επιτρέπει να φέρνουν ενώπιον της Δικαιοσύνης κάθε κράτος που δεν θα συμμορφώνεται με τους κανόνες του φιλελευθερισμού.

Μπορεί κανείς να φανταστεί πολυεθνικές εταιρείες να σύρουν στα δικαστήρια τις κυβερνήσεις των οποίων ο πολιτικός προσανατολισμός θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των κερδών τους ; Μπορεί κανείς να διανοηθεί ότι οι εταιρείες αυτές θα είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν -και να επιτύχουν !- την καταβολή γενναίων αποζημιώσεων για διαφυγόντα κέρδη από την εφαρμογή μιας πολύ περιοριστικής εργατικής ή και περιβαλλοντικής νομοθεσίας ; Όσο απίθανο κι αν φαίνεται, το συγκεκριμένο σενάριο δεν προέκυψε χθες. Διακρινόταν, ήδη, καθαρά στο σχέδιο της Πολυμερούς Συμφωνίας για τις Επενδύσεις (ΠΣΕ), το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο μυστικών διαπραγματεύσεων, από το 1995 έως το 1997, μεταξύ των 29 κρατών-μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) [1]. Όταν αντίτυπο του σχεδίου διέρρευσε στη δημοσιότητα την τελευταία στιγμή,  το κύμα των διαμαρτυριών που προκλήθηκε ήταν χωρίς προηγούμενο και υποχρέωσε τους εμπνευστές του να το αποσύρουν. Δεκαπέντε χρόνια μετά, το ίδιο σχέδιο επιστρέφει με νέο μανδύα.

Η Συμφωνία Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Συνεργασίας (Transatlantic Trade and Investment Partnership, ΤΤΙΡ), την οποία διαπραγματεύονται από τον Ιούλιο του 2013 Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί τροποποιημένη εκδοχή της ΠΣΕ. Προβλέπει ότι η ισχύουσα νομοθεσία στις δύο πλευρές του Ατλαντικού θα υποταχθεί στους κανόνες του ελεύθερου εμπορίου, που έχουν καθιερωθεί από και για τις μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις, επί ποινή εμπορικών κυρώσεων για τη χώρα-παραβάτη ή αποζημιώσεων αρκετών εκατομμυρίων ευρώ προς όφελος των εναγόντων.

Σύμφωνα με το επίσημο χρονοδιάγραμμα, οι διαπραγματεύσεις δεν αναμένεται να ολοκληρωθούν παρά μέσα σε δύο χρόνια. Η ΤΤΙΡ συνδυάζει, τροποποιώντας τα προς το χειρότερο, τα πιο καταστροφικά στοιχεία των συμφωνιών που έχουν υπογραφεί μέχρι τώρα. Εάν υιοθετηθεί, τα προνόμια των πολυεθνικών θα αποκτήσουν την ισχύ νόμου και θα δέσουν για τα καλά τα χέρια των κυβερνήσεων. Στεγανοποιημένη από τις όποιες αλλαγές κυβερνήσεων και τις λαϊκές κινητοποιήσεις, η συμφωνία θα εφαρμόζεται με ή παρά τη θέληση των κρατών, καθώς οι διατάξεις της δεν θα μπορούν να τροποποιηθούν παρά με την ομόφωνη συγκατάθεση των χωρών που θα την έχουν υπογράψει. Η συμφωνία θα μεταφέρει στην Ευρώπη το πνεύμα και τους μηχανισμούς του ασιατικού προτύπου της, της Συμφωνίας Συνεργασίας του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership, TPP), η οποία βρίσκεται σε φάση έγκρισης από 12 χώρες της περιοχής, αφού προωθήθηκε με ζήλο από τους αμερικανικούς επιχειρηματικούς κύκλους. Οι δύο συμφωνίες, ΤΤΙΡ και ΤΡΡ, θα συγκροτούν μια οικονομική αυτοκρατορία ικανή να υπαγορεύει τους όρους της έξω από τα σύνορά της : κάθε χώρα που θα επιδιώκει να αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ευρωπαϊκή Ένωση θα βρίσκεται υποχρεωμένη να υιοθετήσει αυτούσιους τους κανόνες που ισχύουν στο εσωτερικό της κοινής αγοράς τους.

Ειδικά δικαστήρια

Καθώς στοχεύουν στην εκποίηση ολόκληρων κλάδων του μη εμπορευματικού τομέα, οι διαπραγματεύσεις γύρω από την ΤΤΙΡ και την ΤΤΡ διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών. Οι αμερικανικές αντιπροσωπείες αριθμούν περισσότερους από 600 συμβούλους που έχουν τοποθετήσει οι πολυεθνικές. Οι σύμβουλοι αυτοί διαθέτουν απεριόριστη πρόσβαση στα προπαρασκευαστικά έγγραφα και στους εκπροσώπους των κυβερνήσεων. Τίποτε δεν πρέπει να διαρρεύσει. Έχουν δοθεί εντολές, δημοσιογράφοι και πολίτες να κρατηθούν μακριά από τις συζητήσεις : θα ενημερωθούν την κατάλληλη στιγμή, με την υπογραφή της συμφωνίας, όταν θα είναι πολύ αργά για να αντιδράσουν.

Σε ένα ξέσπασμα αθωότητας, ο Αμερικανός πρώην υπουργός Εμπορίου Ρόναλντ (« Ρον ») Κερκ, έκανε λόγο για το «πρακτικό» συμφέρον να «διατηρηθεί ένας ορισμένος βαθμός διακριτικότητας και εμπιστευτικότητας» [2]. Την τελευταία φορά που ένα κείμενο εργασίας για κάποια συμφωνία που βρισκόταν σε φάση επεξεργασίας διέρρευσε στη δημοσιότητα, υπογράμμισε ο Κερκ, οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν- υπαινιγμός για τη Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου της Αμερικανικής Ηπείρου (FTAA), μια διευρυμένη παραλλαγή της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου (NAFTA). Το σχέδιο αυτό, που υπερασπίστηκε λυσσαλέα ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της αμερικανικής κυβέρνησης το 2001. Η Αμερικανίδα γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Ουόρεν, από την πλευρά της, απαντά ότι συμφωνίες που αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης χωρίς κανέναν δημοκρατικό έλεγχο, δεν πρέπει ποτέ να υπογράφονται [3].

Η επιτακτική ανάγκη να στραφεί η προσοχή του κοινού μακριά από τις διαπραγματεύσεις της αμερικανο-ευρωπαϊκής συνθήκης γίνεται πολύ εύκολα αντιληπτή. Είναι καλύτερα να μη βιαστεί κανείς να ανακοινώσει στη χώρα του τις επιπτώσεις που θα προκαλέσει η συμφωνία σε όλα τα επίπεδα : από την κορυφή του ομοσπονδιακού κράτους μέχρι τους κυβερνήτες των πολιτειών, τα τοπικά κοινοβούλια και τα δημοτικά συμβούλια, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουν ριζικά τις δημόσιες πολιτικές τους, κατά τέτοιον τρόπο που να ικανοποιούνται οι ορέξεις του ιδιωτικού τομέα στους κλάδους που ακόμη έχει περιορισμένη πρόσβαση. Ασφάλεια τροφίμων, προδιαγραφές τοξικότητας, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τιμές φαρμάκων, ελευθερία στο Διαδίκτυο, προστασία της προσωπικής ζωής, ενέργεια, πολιτισμός, πνευματικά δικαιώματα, φυσικοί πόροι, επαγγελματική κατάρτιση, υποδομές του κράτους, μετανάστευση : δεν υπάρχει ούτε ένας κλάδος δημόσιου ενδιαφέροντος που να μην υποτάσσεται στο θεσμοθετημένο ελεύθερο εμπόριο. Η πολιτική δράση των εκλεγμένων αντιπροσώπων θα περιοριστεί στη διαπραγμάτευση με τις πολυεθνικές ή τους τοπικούς αντιπροσώπους τους γύρω από τα υπολείμματα κυριαρχίας που οι εταιρείες θα έχουν την ευγενή καλοσύνη να τους παραχωρήσουν.

Ήδη ορίζεται ότι οι χώρες που θα υπογράψουν, θα διασφαλίσουν «την εναρμόνιση των νόμων, των ρυθμίσεων και των διαδικασιών τους» με τις διατάξεις της συμφωνίας. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι θα επαγρυπνούν σχολαστικά για να τιμήσουν τις δεσμεύσεις τους. Σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσαν να συρθούν ενώπιον κάποιου από τα ειδικά δικαστήρια που θα δημιουργηθούν για να διευθετούν τις διαφορές μεταξύ των επενδυτών και των κρατών και τα οποία θα έχουν, μάλιστα, την εξουσία να επιβάλλουν εμπορικές κυρώσεις εναντίον των κρατών.

Η ιδέα μπορεί να μοιάζει αδιανόητη, εγγράφεται, όμως, στη φιλοσοφία των εμπορικών συμφωνιών που βρίσκονται ήδη σε ισχύ. Έτσι, πέρυσι, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) καταδίκασε τις Ηνωμένες Πολιτείες για τις κονσέρβες τόνου με την ένδειξη «ακίνδυνες για τα δελφίνια», για την ένδειξη της χώρας προέλευσης στα εισαγόμενα κρέατα, ακόμη και για την απαγόρευση του αρωματισμένου καπνού, καθώς θεώρησε τις ενέργειες αυτές ως μέτρα προστατευτισμού που εμποδίζουν το ελεύθερο εμπόριο. Ο ΠΟΕ επέβαλε, επίσης, κυρώσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την άρνησή της να δεχτεί την εισαγωγή γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ). Η καινοτομία που εγκαινιάζουν οι ΤΤΙΡ και ΤΤΡ είναι ότι θα επιτρέπουν στις ίδιες τις πολυεθνικές να φέρουν στα δικαστήρια μια χώρα που θα έχει υπογράψει τη συνθήκη και της οποίας η πολιτική θα περιορίζει την εμπορική τους εξάπλωση.

Σε ένα τέτοιο καθεστώς, οι επιχειρήσεις θα είναι σε θέση να βάζουν εμπόδια στις πολιτικές υγείας, προστασίας του περιβάλλοντος ή ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα, ζητώντας αποζημιώσεις ενώπιον εξωδικαστικών θεσμών. Αυτά τα ειδικά δικαστήρια θα συγκροτούνται από τρεις νομικούς και, με βάση τους κανόνες της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΗΕ, θα έχουν τη δικαιοδοσία να καταδικάζουν τον φορολογούμενο πολίτη σε βαριές αποζημιώσεις από τη στιγμή που η νομοθεσία της χώρας του θα περιορίζει τα « μελλοντικά προσδοκώμενα κέρδη » μιας εταιρείας.

Το σύστημα « επενδυτές εναντίον κράτους », το οποίο έμοιαζε να έχει σβηστεί από το χάρτη μετά την εγκατάλειψη της ΠΣΕ, το 1998, ξαναστήθηκε στα κρυφά με το πέρασμα των χρόνων. Εξαιτίας των διαφόρων εμπορικών συμφωνιών που έχει υπογράψει η Ουάσινγκτον, 400 εκατομμύρια δολάρια έχουν περάσει από την τσέπη του φορολογούμενου πολίτη στα ταμεία των πολυεθνικών εξαιτίας της απαγόρευσης τοξικών προϊόντων, της επιβολής ρυθμιστικού πλαισίου στην εκμετάλλευση του νερού, του εδάφους ή των δασών κτλ. [4]. Υπό από την αιγίδα των ίδιων συμφωνιών, οι διαδικασίες που εφαρμόζονται σήμερα -στα ζητήματα γενικού συμφέροντος, όπως οι ιατρικές ευρεσιτεχνίες, η μάχη κατά της μόλυνσης του περιβάλλοντος ή η νομοθεσία για την κλιματική αλλαγή και τις μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας- εκτινάσσουν τις αιτήσεις για αποζημιώσεις στα 14 δισεκατομμύρια δολάρια.

Η ΤΤΙΡ θα επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τον λογαριασμό της νομιμοποιημένης αυτής αρπαγής, εάν ληφθεί υπόψη η σημασία των συμφερόντων που διακυβεύονται στο εμπόριο μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Στο αμερικανικό έδαφος δραστηριοποιούνται 3.300 ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μέσω 24.000 χιλιάδων θυγατρικών, καθεμία από τις οποίες θα μπορούσε κάποια στιγμή να εκτιμήσει ότι πρέπει να ζητήσει αποζημίωση για αθέμιτο ανταγωνισμό. Το εύρος των επανορθώσεων θα υπερέβαινε κατά πολύ το κόστος των αποζημιώσεων που προκάλεσαν οι μέχρι σήμερα συμφωνίες. Από την πλευρά τους, οι χώρες-μέλη της Ε.Ε. θα βρίσκονταν εκτεθειμένες σε ακόμη μεγαλύτερους δημοσιονομικούς κινδύνους, γνωρίζοντας ότι 14.400 αμερικανικές εταιρείες διαθέτουν, στην Ευρώπη, δίκτυο 50.800 θυγατρικών. Συνολικά, 75.000 επιχειρήσεις θα μπορούν να ριχτούν στο κυνήγι των κρατικών θησαυροφυλακίων.

Επισήμως, το καθεστώς αυτό αρχικά σχεδιάστηκε για να βοηθήσει στη σταθεροποίηση της θέσης των επενδυτών στις αναπτυσσόμενες χώρες που δεν διαθέτουν αξιόπιστο δικαστικό σύστημα. Θα τους επέτρεπε, κυρίως, να προστατεύσουν τα δικαιώματά τους σε περίπτωση εθνικοποίησης. Αλλά η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ δεν αποτελούν ακριβώς περιοχές μη δικαίου. Αντίθετα, διαθέτουν δικαστικά συστήματα που λειτουργούν και σέβονται πλήρως το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Θέτοντάς τις, παρ’ όλα αυτά, κάτω από την κηδεμονία ειδικών δικαστηρίων, η ΤΤΙΡ αποδεικνύει ότι στόχος της δεν είναι η προστασία των επενδυτών, αλλά η ενίσχυση της εξουσίας των πολυεθνικών.

Δίωξη για την αύξηση του κατώτατου μισθού

Εννοείται, βέβαια, ότι οι νομικοί που θα στελεχώνουν τα δικαστήρια αυτά δεν θα έχουν να λογοδοτήσουν σε κανένα εκλογικό σώμα. Αντιστρέφοντας ανάλαφρα τους ρόλους, θα μπορούν εξίσου καλά να υπηρετήσουν ως δικαστές ή να εκπροσωπήσουν τους ισχυρούς πελάτες τους [5]. Οι νομικοί του διεθνούς επενδυτικού δικαίου αποτελούν έναν μικρόκοσμο : μόλις 15 άνθρωποι μοιράζονται το 55% των υποθέσεων που έχουν εκδικαστεί μέχρι σήμερα. Φυσικά, οι αποφάσεις τους είναι τελεσίδικες.

Τα « δικαιώματα » που οι δικαστές αυτοί έχουν αποστολή να προστατεύουν, διατυπώνονται σκόπιμα με τρόπο ασαφή και η ερμηνεία τους σπάνια εξυπηρετεί τα συμφέροντα της πλειοψηφίας. Έτσι, πρέπει να αντιμετωπίσει κανείς το δικαίωμα του επενδυτή να λειτουργεί κάτω από ένα θεσμικό πλαίσιο σύμφωνο με τις « προβλέψεις » του -το οποίο θα πρέπει να μεταφραστεί ως απαγόρευση να τροποποιήσει η κυβέρνηση την πολιτική της από τη στιγμή που η επένδυση έχει πραγματοποιηθεί. Όσο για το δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση « έμμεσης απαλλοτρίωσης », αυτό σημαίνει ότι το Δημόσιο θα πρέπει να βάλει το χέρι στην τσέπη εάν η νομοθεσία του έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας μιας επένδυσης, ακόμη κι αν η ίδια νομοθεσία ισχύει και για τις εγχώριες επιχειρήσεις. Τα δικαστήρια αναγνωρίζουν, επίσης, το δικαίωμα του κεφαλαίου να αποκτά διαρκώς περισσότερες εκτάσεις, φυσικούς πόρους, υποδομές, εργοστάσια κτλ. Καμία αντισταθμιστική πρόβλεψη για τις πολυεθνικές : δεν θα έχουν καμία υποχρέωση απέναντι στα κράτη και θα μπορούν να προχωρούν σε μηνύσεις όποτε και όπου τους αρέσει.

Ορισμένοι επενδυτές έχουν μια πολύ διευρυμένη αντίληψη των αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων τους. Πρόσφατα, ευρωπαϊκές εταιρείες προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη κατά της αύξησης του κατώτατου μισθού στην Αίγυπτο ή κατά του περιορισμού των τοξικών εκπομπών αερίων στο Περού. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου στην αμερικανική ήπειρο χρησίμευσε στην προστασία του δικαιώματος του αμερικανικού ομίλου Renco να μολύνει το περιβάλλον [6]. Άλλο παράδειγμα ; Ο γίγαντας της καπνοβιομηχανίας Philip Morris, έχοντας ενοχληθεί λόγω της αντικαπνιστικής νομοθεσίας σε Ουρουγουάη και Αυστραλία, έσυρε τις δύο χώρες σε ειδικό δικαστήριο. Ο αμερικανικός φαρμακευτικός όμιλος Eli Lilly επιδιώκει να αποδοθεί δικαιοσύνη σε βάρος του Καναδά, τον οποίο θεωρεί ένοχο επειδή εφάρμοσε σύστημα ευρεσιτεχνιών που κάνει ορισμένα φάρμακα πιο φθηνά. Η σουηδική εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας Vattenfall διεκδικεί αποζημίωση αρκετών εκατομμυρίων ευρώ από τη Γερμανία για την « ενεργειακή στροφή » της, με την οποία θεσμοθετείται πιο αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο για τη λειτουργία των εργοστασίων λιθάνθρακα και ταυτόχρονα επιδιώκεται η εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας.

Δεν υπάρχει όριο στις κυρώσεις που μπορούν να επιβάλλουν τέτοια ειδικά δικαστήρια σε βάρος των κρατών και προς όφελος των πολυεθνικών. Πέρσι, ο Ισημερινός καταδικάστηκε σε καταβολή ποσού ρεκόρ, 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε εταιρεία πετρελαίου [7]. Ακόμη κι όταν οι κυβερνήσεις κερδίζουν τις δίκες, θα πρέπει να πληρώνουν δικαστικά έξοδα και διάφορες προμήθειες, τα οποία ανέρχονται, κατά μέσο όρο, σε 8 εκατομμύρια δολάρια ανά υπόθεση, μια σπατάλη σε βάρος των πολιτών. Γι’ αυτό οι κυβερνήσεις συχνά προτιμούν να διαπραγματευτούν με τους ενάγοντες, παρά να προβάλλουν τα επιχειρήματά τους ενώπιον του δικαστηρίου. Έτσι, το κράτος του Καναδά γλύτωσε μια δικαστική μάχη ακυρώνοντας εσπευσμένα την απαγόρευση χρήσης ενός τοξικού προσθέτου που χρησιμοποιεί η πετρελαϊκή βιομηχανία.

Ωστόσο, οι απαιτήσεις των εταιρειών αυξάνονται διαρκώς. Σύμφωνα με τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (Unctad), ο αριθμός των υποθέσεων που φθάνουν στα ειδικά δικαστήρια έχει δεκαπλασιαστεί από το 2000. Μολονότι το σύστημα εμπορικής διαιτησίας άρχισε να εφαρμόζεται τη δεκαετία του 1950, ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ από τα ιδιωτικά συμφέροντα όσο το 2012, ασυνήθιστη χρονιά ως προς τον αριθμό των σχετικών εμπορικών προσφυγών. Η έκρηξη αυτή έχει δημιουργήσει ένα ανθηρό φυτώριο οικονομικών και νομικών συμβούλων.

Το σχέδιο της μεγάλης αμερικανο-ευρωπαϊκής αγοράς προωθείται εδώ και πολλά χρόνια από τον Διατλαντικό Οικονομικό Διάλογο (Trans-Atlantic Business Dialogue, TABD), ένα λόμπι που σήμερα είναι πιο γνωστό με την ονομασία Trans-Atlantic Business Council (TABC). Αυτό το φόρουμ πλούσιων επιχειρηματιών, το οποίο δημιουργήθηκε το 1995, υπό από την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου, υποστηρίζει ένθερμα έναν πολύ εποικοδομητικό « διάλογο » μεταξύ των οικονομικών ελίτ των δύο ηπείρων, της αμερικανικής κυβέρνησης και των Ευρωπαίων επιτρόπων στις Βρυξέλλες. Το TABC είναι ένα διαρκές φόρουμ που επιτρέπει στις πολυεθνικές να συντονίζουν τις επιθέσεις τους κατά των πολιτικών γενικού συμφέροντος, οι οποίες ακόμη διαθέτουν ερείσματα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Ο, δημόσια διακηρυγμένος, στόχος του φόρουμ είναι η κατάργηση των ρυθμίσεων, τις οποίες ονομάζει « οχλήσεις στο εμπόριο » (trade irritants), δηλαδή η οικονομική δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων στις δύο ηπείρους με τους ίδιους κανόνες και χωρίς κρατική ανάμιξη. Η « εναρμόνιση των ρυθμιστικών πλαισίων » και η « αμοιβαία αναγνώριση » αποτελούν μέρος των συνθημάτων του φόρουμ για να παροτρύνει τις κυβερνήσεις να επιτρέψουν προϊόντα και υπηρεσίες που παραβιάζουν τις εθνικές νομοθεσίες.

πηγή
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.