Articles by "Έρευνα"

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έρευνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το σκόρδο δείχνει... πολλά υποσχόμενο ως πιθανή εναλλακτική σε αντισηπτικά και απολυμαντικά όπως η χλωρεξιδίνη, αλλά απαιτείται περαιτέρω κλινική τεκμηρίωση για να αποκτήσει σταθερή θέση στην πρακτική οδοντιατρική.

Αν το σκόρδο έχει περάσει στη λαϊκή φαντασία ως το «όπλο» απέναντι στους βρυκόλακες, φαίνεται πως αποκτά τώρα και μια πιο πρακτική, καθημερινή υπόσταση: ως πιθανό συστατικό για στοματικό διάλυμα με αντιμικροβιακή δράση.

Ερευνητική ομάδα από το College of Dental Medicine του University of Sharjah εξέτασε συστηματικά την υπάρχουσα επιστημονική βιβλιογραφία σχετικά με το κατά πόσο ένα στοματικό διάλυμα με εκχύλισμα σκόρδου μπορεί να σταθεί ως εναλλακτική λύση απέναντι στη χλωρεξιδίνη, το καθιερωμένο «χρυσό πρότυπο» στην κατηγορία των αντιμικροβιακών στοματικών διαλυμάτων.

Σκόρδο για καλύτερη στοματική υγιεινή

Το συμπέρασμα της ανασκόπησης είναι μετριοπαθές αλλά σαφές: υπό προϋποθέσεις, και κυρίως σε υψηλότερες συγκεντρώσεις, το εκχύλισμα σκόρδου μπορεί να παρουσιάσει αποτελεσματικότητα συγκρίσιμη με τη χλωρεξιδίνη. Ταυτόχρονα, οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι απαιτούνται περισσότερες κλινικές μελέτες, με μεγαλύτερα δείγματα και μεγαλύτερη διάρκεια παρακολούθησης, ώστε να επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητα και να βελτιωθεί η κλινική εφαρμογή.

Η Ιαπωνία πλησιάζει όλο και περισσότερο στο όνειρο των οδοντιάτρων: ένα φάρμακο που κάνει τα δόντια να ξαναφυτρώνουν
Τα αντιμικροβιακά στοματικά διαλύματα χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση βακτηριακών, μυκητιασικών και ιογενών παθήσεων της στοματικής κοιλότητας, είτε αυτές αφορούν τους σκληρούς ιστούς (όπως τα δόντια) είτε τους μαλακούς (όπως τα ούλα). Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούν να αξιοποιηθούν σε περιπτώσεις ουλίτιδας, τερηδόνας, περιοδοντικών νοσημάτων αλλά και δυσοσμίας του στόματος.

Η χλωρεξιδίνη έχει κεντρική θέση σε αυτό το «οπλοστάσιο», καθώς αποτελεί κοινό συνθετικό αντιμικροβιακό παράγοντα με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα σε διαφορετικά ιατρικά και οδοντιατρικά περιβάλλοντα. Ωστόσο, όπως σημειώνουν οι ερευνητές, η ευρεία χρήση της συνδέεται και με παρενέργειες, ενώ στη δημόσια συζήτηση για τα αντιμικροβιακά επανέρχεται σταθερά και το θέμα της μικροβιακής αντοχής, που εντείνει το ενδιαφέρον για εναλλακτικές, ιδίως φυσικής προέλευσης.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο εμφανίζεται το σκόρδο (Allium sativum), ένα υλικό οικείο σχεδόν σε κάθε κουζίνα, που εδώ και χρόνια είναι γνωστό για τις φυσικές αντιμικροβιακές του ιδιότητες. Στο άρθρο, που δημοσιεύθηκε το φθινόπωρο στο Journal of Herbal Medicine, οι ερευνητές περιγράφουν τη λογική της μελέτης τους: να συγκρίνουν, σε κλινικές συνθήκες, την αντιμικροβιακή αποτελεσματικότητα του εκχυλίσματος σκόρδου με εκείνη της χλωρεξιδίνης, αξιολογώντας κατά πόσο μπορεί να λειτουργήσει ως «βοτανικό υποκατάστατο». Παρά το ενδιαφέρον του θέματος, η διαθέσιμη κλινική τεκμηρίωση παραμένει περιορισμένη. Από ένα αρχικό σύνολο άνω των 400 άρθρων, η ερευνητική ομάδα κατέληξε να συμπεριλάβει στην τελική ανάλυση μόλις πέντε μελέτες, κάτι που από μόνο του δείχνει τόσο τη δυσκολία όσο και την ανάγκη για πιο συστηματική έρευνα.

Τα αποτελέσματα της ανασκόπησης αναδεικνύουν μια βασική παράμετρο: η αποτελεσματικότητα του στοματικού διαλύματος με εκχύλισμα σκόρδου φαίνεται να εξαρτάται έντονα από τη συγκέντρωση και από τη διάρκεια εφαρμογής. Σε υψηλότερες συγκεντρώσεις, αρκετές από τις μελέτες έδειξαν αντιμικροβιακή δράση που προσεγγίζει εκείνη της χλωρεξιδίνης.

Όμως η εικόνα δεν είναι ενιαία. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι η αποτελεσματικότητα παρουσίασε διακυμάνσεις, κάτι που εξηγεί και τις διαφορετικές εκβάσεις: σε ορισμένα αποτελέσματα η χλωρεξιδίνη υπερείχε, για παράδειγμα στη διατήρηση υψηλότερου pH στην πλάκα ή στο σάλιο, ενώ σε άλλες περιπτώσεις το εκχύλισμα σκόρδου φάνηκε πιο αποτελεσματικό σε συγκεκριμένες συγκεντρώσεις. Το συνολικό μήνυμα είναι ότι το σκόρδο δεν «αντικαθιστά» αυτομάτως τη χλωρεξιδίνη σε κάθε χρήση και σε κάθε σενάριο, αλλά μπορεί να αποτελέσει ρεαλιστική επιλογή σε συγκεκριμένες εφαρμογές, εφόσον βρεθεί η κατάλληλη δοσολογία και το σωστό πρωτόκολλο χρήσης.

Εξίσου σημαντικό σκέλος της ανασκόπησης είναι οι παρενέργειες και το ζήτημα της ανεκτικότητας. Οι μελέτες που συμπεριλήφθηκαν ανέφεραν ανεπιθύμητα συμπτώματα όπως αίσθημα καύσου και δυσάρεστη οσμή, στοιχεία που προφανώς επηρεάζουν την προθυμία των ασθενών να εγκαταλείψουν ένα καθιερωμένο, «ουδέτερο» προϊόν για μια πιο έντονη εναλλακτική. Παρότι οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι παρενέργειες του εκχυλίσματος σκόρδου τείνουν να είναι λιγότερο έντονες από εκείνες που αποδίδονται σε συνθετικές χημικές ουσίες, παραδέχονται ότι το σκόρδο μπορεί να προκαλεί μεγαλύτερη δυσφορία σε ορισμένους χρήστες.

Στον αντίποδα, η προσβασιμότητα αποτελεί ένα επιχείρημα υπέρ των σκευασμάτων σκόρδου. Η χλωρεξιδίνη και παρόμοιοι συνθετικοί παράγοντες συχνά απαιτούν συνταγογράφηση ή, έστω, εντάσσονται σε πιο ελεγχόμενα θεραπευτικά πλαίσια. Τα εκχυλίσματα σκόρδου είναι ευρύτερα διαθέσιμα, ενσωματωμένα ήδη σε αρκετά προϊόντα υγείας που κυκλοφορούν χωρίς ιατρική συνταγή. Επιπλέον, σύμφωνα με την ανασκόπηση, το στοματικό διάλυμα με εκχύλισμα σκόρδου φαίνεται να παρουσιάζει πιο παρατεταμένες υπολειμματικές δράσεις σε σχέση με τη χλωρεξιδίνη, στοιχείο που, αν επιβεβαιωθεί με ισχυρότερες κλινικές δοκιμές, θα μπορούσε να έχει πρακτική αξία στη καθημερινή χρήση.

Συνολικά, η ερευνητική ομάδα καταλήγει ότι το στοματικό διάλυμα με εκχύλισμα σκόρδου έδειξε κλινικά μετρήσιμη αντιμικροβιακή αποτελεσματικότητα, με σημαντικές μειώσεις βακτηριακών φορτίων σε σχέση με τις τιμές αναφοράς. Παρ’ όλα αυτά, η ίδια η βάση των δεδομένων είναι περιορισμένη: λίγες μελέτες, ετερογένεια στις συγκεντρώσεις, διαφορετικές διάρκειες εφαρμογής και ανάγκη για μεγαλύτερη συνέπεια στα πρωτόκολλα.

Γι’ αυτό και η τελική προτροπή των ερευνητών είναι προσεκτική: το σκόρδο δείχνει... πολλά υποσχόμενο ως πιθανή εναλλακτική σε αντισηπτικά και απολυμαντικά όπως η χλωρεξιδίνη, αλλά απαιτείται περαιτέρω κλινική τεκμηρίωση για να αποκτήσει σταθερή θέση στην πρακτική οδοντιατρική. Όσο για το πιο «κοινωνικό» ερώτημα, που κανένα εργαστηριακό αποτέλεσμα δεν μπορεί να απαντήσει πλήρως, παραμένει ανοιχτό: τι σημαίνει ένα στοματικό διάλυμα με σκόρδο για την αναπνοή – και, εν τέλει, για την ερωτική ζωή του χρήστη;


πηγή 

Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Ενας ουρολόγος μού είπε πρόσφατα ότι δεν πρέπει να πηγαίνω στην τουαλέτα «καλού κακού». Οταν ήμασταν παιδιά, συχνά μας παρότρυναν να ουρήσουμε πριν φύγουμε από το σπίτι ή όποτε βρίσκαμε τουαλέτα διαθέσιμη. Και υπήρχε λόγος γι’ αυτό: η προληπτική χρήση της τουαλέτας μπορούσε να αποτρέψει ατυχήματα, ιδιαίτερα σε παιδιά που είχαν την τάση να «κρατιούνται».

Οι ουρολόγοι αποκαλούν αυτή την πρακτική «βολική» ή «προληπτική» ούρηση, και εφαρμόζεται από ανθρώπους κάθε ηλικίας, συνήθως πριν φύγουν από το σπίτι ή πριν πάνε για ύπνο.
Προβλήματα

Μια περιστασιακή επίσκεψη στην τουαλέτα «καλού κακού» δεν θα προκαλέσει ιδιαίτερο πρόβλημα, λέει η δρ Αριάνα Σμιθ, καθηγήτρια Ουρολογίας στην Ιατρική Σχολή Perelman του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια. Ωστόσο, όταν αυτό γίνεται συστηματικά και αρκετές φορές την ημέρα, ενδέχεται να αυξηθεί ο κίνδυνος εμφάνισης προβλημάτων στην ουροδόχο κύστη, καθώς διαταράσσεται ο φυσικός μηχανισμός ανατροφοδότησης ανάμεσα στην κύστη και τον εγκέφαλο.

Για να κατανοήσουμε γιατί η προληπτική ούρηση μπορεί να αποδειχθεί επιβλαβής, καλό είναι να γνωρίζουμε πώς λειτουργεί η ουροδόχος κύστη. Καθώς τα νεφρά φιλτράρουν το αίμα για να απομακρύνουν τα απόβλητα, παράγουν ούρα, τα οποία μεταφέρονται στην ουροδόχο κύστη.

Οι γυναίκες μπορούν συνήθως να συγκρατούν έως 500 χιλιοστόλιτρα ούρων –δηλαδή περίπου δύο φλιτζάνια–, ενώ οι άνδρες φτάνουν έως τα 700 χιλιοστόλιτρα, δηλαδή σχεδόν τρία φλιτζάνια. Συνήθως, νιώθουμε την ανάγκη να πάμε στην τουαλέτα πολύ πριν από αυτό το όριο, όταν η ουροδόχος κύστη περιέχει μεταξύ 150 και 250 χιλιοστόλιτρα υγρού. Καθώς γεμίζει, η κύστη στέλνει νευρικά σήματα στον εγκέφαλο, ενημερώνοντας ότι πλησιάζει η ώρα για ούρηση.

Οι ειδικοί με τους οποίους μιλήσαμε, εξηγούν ότι όταν πηγαίνουμε στην τουαλέτα «καλού κακού», η ουροδόχος κύστη αρχίζει να ειδοποιεί τον εγκέφαλο πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι θα έπρεπε, πριν συγκεντρωθεί η φυσιολογική ποσότητα ούρων.

Αυτή η διαταραχή μπορεί να μειώσει «την ποσότητα που είναι σε θέση να συγκρατήσει η ουροδόχος κύστη με την πάροδο του χρόνου», προειδοποιεί η Σιομπάν Σάτκλιφ, επιδημιολόγος και καθηγήτρια Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον.

Ως αποτέλεσμα μπορεί να νιώσουμε δυσφορία όταν βρεθούμε σε μια κατάσταση όπου δεν είναι εύκολο να χρησιμοποιήσουμε την τουαλέτα άμεσα, σημειώνει η Σμιθ.

Επιπλέον πίεση

Επίσης, όταν ουρούμε πριν υπάρξει πραγματική ανάγκη, είναι πιο πιθανό να καταβάλλουμε μεγαλύτερη προσπάθεια. Με αυτόν τον τρόπο ασκείται επιπλέον πίεση στους μυς του πυελικού εδάφους –τη μυϊκή ομάδα που υποστηρίζει την ουροδόχο κύστη και άλλα όργανα–, κάτι που μπορεί μακροπρόθεσμα να τους αποδυναμώσει, λέει η Κάθριν Μπέρτζιο, συμπεριφορική ψυχολόγος και ομότιμη καθηγήτρια γεροντολογίας, γηριατρικής και παρηγορητικής φροντίδας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αλαμπάμα στο Μπέρμιγχαμ. Για όλους αυτούς τους λόγους, η συνήθεια της προληπτικής ούρησης μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη υπερδραστήριας κύστης – μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από έντονη και συχνή ανάγκη για ούρηση, επισημαίνει η Σάτκλιφ.

Αλλαγή συνήθειας

Η σύντομη απάντηση είναι ναι. Οι ερευνητές έχουν διαπιστώσει ότι ο εγκέφαλος ασκεί μεγαλύτερο έλεγχο απ’ ό,τι νομίζουμε, ή, όπως λέει χαρακτηριστικά στους ασθενείς της η δρ Αλέιν Μάρκλαντ, επικεφαλής του τμήματος γηριατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γιούτα: «Το μυαλό υπερισχύει της ουροδόχου κύστης».

Αν θέλουμε να περιορίσουμε τις προληπτικές επισκέψεις στην τουαλέτα, μπορούμε να δοκιμάσουμε βαθιές αναπνοές, τεχνικές απόσπασης της προσοχής ή να υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας ότι «εμείς έχουμε τον έλεγχο», προτείνει η Μπέρτζιο.

Κάποιες μικρής κλίμακας μελέτες δείχνουν ότι οι τεχνικές ενσυνειδητότητας (mindfulness) μπορούν να μειώσουν τις ξαφνικές, έντονες παρορμήσεις για ούρηση. Παρότι χρειάζονται περισσότερες έρευνες, οι ειδικοί εκτιμούν ότι τέτοιες μέθοδοι μπορεί να βοηθήσουν στην «επανεκπαίδευση» της ουροδόχου κύστης, ώστε να στέλνει σήματα μόνο όταν έχει επαρκή ποσότητα υγρών.

Λύσεις

Αν όμως ήδη αντιμετωπίζετε καταστάσεις όπως υπερδραστήρια ουροδόχο κύστη ή ακράτεια ούρων, υπάρχουν και άλλες επιλογές που μπορείτε να δοκιμάσετε.

• Κάντε φυσικοθεραπεία πυελικού εδάφους. Ολο και περισσότερες έρευνες δείχνουν ότι η φυσικοθεραπεία που στοχεύει στους μυς του πυελικού εδάφους μπορεί να βοηθήσει να αποκτήσει κανείς καλύτερο έλεγχο της ούρησης, λέει η Σάτκλιφ. Σε συνεργασία με έναν εξειδικευμένο φυσικοθεραπευτή, οι ασθενείς μπορούν να μάθουν πώς να ενεργοποιούν και να ενδυναμώνουν τους συγκεκριμένους μυς, ώστε να ελέγχουν πιο αποτελεσματικά την κύστη τους.

«Διδάσκουμε στους ανθρώπους να περιμένουν, να παίρνουν βαθιές αναπνοές και να σφίγγουν επανειλημμένα τους μυς του πυελικού εδάφους», εξηγεί η Μπέρτζιο. Αυτό «βοηθάει να ηρεμήσει η ουροδόχος κύστη, ώστε να υποχωρήσει η επιτακτική ανάγκη για ούρηση».

• Προσέξτε τι πίνετε. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι οι αλλαγές στον τρόπο ζωής –όπως η διαχείριση της πρόσληψης υγρών– μπορούν επίσης να βοηθήσουν. Η καφεΐνη, το αλκοόλ, τα ποτά με υψηλή οξύτητα και ορισμένα τεχνητά συστατικά, όπως τα γλυκαντικά, ενδέχεται να ερεθίσουν τον βλεννογόνο της ουροδόχου κύστης και να προκαλέσουν συχνότερη και πιο έντονη ανάγκη για ούρηση. Η μείωση της καφεΐνης, σημειώνει η Σμιθ, «είναι κάτι που παγκοσμίως θεωρούμε ιδιαίτερα χρήσιμο», καθώς μπορεί να συμβάλει στον περιορισμό της επιτακτικής ανάγκης για ούρηση και της ακράτειας.

• Ελέγξτε αν υπάρχουν υποκείμενες παθήσεις. Συζητήστε με τον γιατρό σας για τη γενική κατάσταση της υγείας σας, καθώς παθήσεις όπως ο διαβήτης ή η υπνική άπνοια μπορεί να προκαλούν συχνοουρία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορεί να υπάρχουν επιπλέον επιλογές, όπως η φαρμακευτική αγωγή.

Στόχος είναι να σπάσει «ο φαύλος κύκλος μεταξύ εγκεφάλου και ουροδόχου κύστης», εξηγεί η Σμιθ, η οποία δηλώνει αισιόδοξη ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι επιπτώσεις της συνήθειας να ουρούμε «καλού κακού» μπορούν να αντιστραφούν. «Η ουροδόχος κύστη, όταν είναι υγιής, ανταποκρίνεται καλά», τονίζει.


πηγή

Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Oπως όλα τα φάρμακα, έτσι και τα αντιυπερτασικά έχουν ορισμένες φορές παρενέργειες. Αν και οι περισσότερες είναι ήπιες και παροδικές, ορισμένες είναι πιο σημαντικές – μεταξύ αυτών και οι αλλαγές της διάθεσης, όπως η κατάθλιψη. Ωστόσο, αντίθετα με τις μακροχρόνιες πεποιθήσεις των γιατρών, τα αντιυπερτασικά φάρμακα μπορεί να μην αυξάνουν τον κίνδυνο κατάθλιψης. Ορισμένα, μάλιστα, φαίνεται ότι συνδέονται με χαμηλότερο κίνδυνο, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη (βλ. «Ποσοστά κατάθλιψης σε άτομα που λαμβάνουν διάφορα αντιυπερτασικά φάρμακα»).

«Η παραδοσιακή άποψη ήταν ότι τα αντιυπερτασικά φάρμακα που διαπερνούν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό έχουν περισσότερες πιθανότητες να προκαλέσουν κατάθλιψη», δηλώνει ο δρ Randall Zusman, καρδιολόγος στο συνεργαζόμενο με το Χάρβαρντ Massachusetts General Hospital.
Η κατάθλιψη έχει επίσης συσχετιστεί με κάποια φάρμακα που είναι γνωστά ως β-αναστολείς. Ωστόσο, οι β-αναστολείς (οι οποίοι δρουν εν μέρει επιβραδύνοντας την καρδιακή συχνότητα) μπορεί να προκαλέσουν μια αίσθηση κόπωσης και ραθυμίας, η οποία ενδέχεται να είναι η αιτία για τη μειωμένη σας διάθεση, εξηγεί ο δρ Zusman.
Προσωπικές εμπειρίες

Στη νέα μελέτη, τα άτομα που έλαβαν ορισμένους β-αναστολείς, καθώς και κάποια άλλα αντιυπερτασικά φάρμακα που διαπερνούν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, είχαν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν κατάθλιψη. Αυτό προκαλεί κάποια έκπληξη, σχολιάζει ο δρ Zusman.
Θα πρέπει ωστόσο να θυμάστε ότι οι γενικές τάσεις δεν ισχύουν απαραίτητα για κάθε μεμονωμένο άτομο, προσθέτει.


«Αυτό που ονομάζουμε υψηλή αρτηριακή πίεση αφορά πιθανότατα κάπου 25 διαφορετικές καταστάσεις. Όλες αυτές οι καταστάσεις έχουν ως αποτέλεσμα μια μετρήσιμη αύξηση της αρτηριακής πίεσης», αναφέρει ο δρ Zusman.

Ορισμένα άτομα είναι ευαίσθητα στο αλάτι, οπότε η αρτηριακή τους πίεση μειώνεται όταν περιορίσουν το αλάτι. Άλλα άτομα, ωστόσο, δεν είναι ευαίσθητα στο αλάτι. Άλλοι άνθρωποι είναι ευαίσθητοι στην αύξηση ή τη μείωση του βάρους.

Επιπλέον, διαφορετικοί άνθρωποι έχουν διαφορετική ανταπόκριση στα φάρμακα, καθένα από τα οποία έχει διαφορετικό μηχανισμό δράσης, επισημαίνει ο δρ Zusman.

Επειδή υπάρχουν τόσο πολλά διαφορετικά φάρμακα για την αρτηριακή πίεση ανάμεσα στα οποία μπορείτε να επιλέξετε, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να ανέχεστε παρενέργειες – ιδίως την κατάθλιψη, η οποία μπορεί να προκαλέσει μεγάλη καταβολή.

«Στόχος μου για τους ασθενείς μου είναι πάντα να προτείνω μια φαρμακευτική αγωγή που ελέγχει την αρτηριακή πίεση χωρίς να προκαλεί ανεπιθύμητες ενέργειες», δηλώνει ο δρ Zusman.

Στην αρχή της σταδιοδρομίας του, ο δρ Zusman είχε έναν ασθενή του οποίου η αρτηριακή πίεση ελεγχόταν καλά με έναν β-αναστολέα. «Ωστόσο, σε μια επίσκεψη, ο άνθρωπος αυτός παραδέχθηκε ότι είχε κατάθλιψη τον τελευταίο χρόνο, από τότε που ξεκίνησε το φάρμακο. Δεν το είχε αναφέρει νωρίτερα, γιατί δεν πίστευε ότι τα συμπτώματά του ήταν δυνατόν να σχετίζονται με την αντιυπερτασική αγωγή».
Το μήνυμα που πρέπει να κρατήσετε

Μη διστάσετε να μιλήσετε στον γιατρό σας αν παρατηρήσετε αλλαγές της διάθεσης ή άλλες δυσάρεστες παρενέργειες μετά την έναρξη ενός νέου φαρμάκου, συνιστά ο δρ Zusman.

Με τα αντιυπερτασικά φάρμακα, τα συμπτώματα κούρασης ή ελαφριάς ζάλης είναι συχνά κατά τις πρώτες εβδομάδες, αλλά συνήθως εξαφανίζονται όταν ο οργανισμός σας προσαρμοστεί.

Κατάθλιψη μπορεί να αναπτυχθεί σύντομα μετά την έναρξη ενός νέου φαρμάκου ή και μήνες αργότερα. Αξίζει να ζητήσετε από τον γιατρό σας να αλλάξετε αγωγή και να λάβετε κάποιο από τα φάρμακα που συνδέονται με χαμηλότερο κίνδυνο κατάθλιψης, αν δεν λαμβάνετε ήδη κάποιο από αυτά.
Ωστόσο, μη διακόψετε ποτέ απότομα τη λήψη οποιουδήποτε αντιυπερτασικού φαρμάκου. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αναπτύξετε υπέρταση, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιακή προσβολή ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, τονίζει ο δρ Zusman.

Κάνετε πάντα τις αλλαγές σταδιακά και υπό τις οδηγίες του γιατρού σας.



πηγή 


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου


Μετά τον εμβολιασμό κατά του COVID-19 με τα εμβόλια Pfizer ή Moderna, ο κίνδυνος ορισμένων ασθενειών μπορεί να αυξηθεί. Συγκεκριμένα, ο κίνδυνος μυοκαρδίτιδας μπορεί να αυξηθεί κατά 6,1 φορές, αναφέρει το UNN .

Η επικεφαλής λοιμωξιολόγος της Ουκρανίας, επίτιμη γιατρός, καθηγήτρια Olga Golubovska, αναφέρεται σε μια μεγάλης κλίμακας διεθνή μελέτη στην οποία συμμετείχαν 99 εκατομμύρια άνθρωποι.

Στη μελέτη, οι συγγραφείς εστίασαν στα τρία πιο συχνά χρησιμοποιούμενα εμβόλια - Pfizer/BioNTech (BNT162b2), Moderna (mRNA-1273) και Oxford/Astra Zeneca/Serum Institute of India (ChAdOx1). 
Συνολικά, κατά την περίοδο της μελέτης, χορηγήθηκαν 183.559.462 δόσεις BNT162b2, 36.178.442 δόσεις mRNA-1273 και 23.093.399 δόσεις ChAdOx1 στα συμμετέχοντα κέντρα.

Ο στόχος αυτής της μελέτης ήταν η αξιολόγηση του κινδύνου ανεπιθύμητων συμβάντων ειδικού ενδιαφέροντος (AESI) μετά τον εμβολιασμό κατά του COVID-19. 
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης: 
  • ο κίνδυνος μυοκαρδίτιδας μετά από ένεση mRNA αυξήθηκε 6,1 φορές.
  • ο κίνδυνος οξείας διάχυτης εγκεφαλομυελίτιδας μετά από ένεση mRNA αυξήθηκε 3,78 φορές.
  • ο κίνδυνος θρόμβωσης κόλπων αυξήθηκε 3,23 φορές μετά την ένεση ενός εμβολίου φορέα.
  • ο κίνδυνος του συνδρόμου Guillain-Barré αυξάνεται 2,49 φορές μετά την ένεση ενός εμβολίου φορέα.

Τα θανατηφόρα αποτελέσματα (θάνατος) από καρδιακές βλάβες είναι 9,6%. Και αυτό φαίνεται να είναι κάτι περισσότερο από τέτοιες επιπλοκές από την καρδιά κατά τη διάρκεια της ασθένειας- σχολίασε η Golubovska.

Η Golubovska υπενθύμισε ότι το εμβόλιο Astra Zeneca απαγορεύτηκε τελικά για χρήση τον Απρίλιο του περασμένου έτους. Επιπλέον, το 2021, μίλησε για επιστημονικές μελέτες που καθιερώνουν μια αιτιώδη σχέση μεταξύ του εμβολίου AstraZeneca COVID-19 και σοβαρών θρομβωτικών επιπλοκών.





Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

από τη Marina Zhang

«Ένα άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση εγκεφαλικού θανάτου είναι νομικά νεκρό, αλλά το ερώτημα αν είναι βιολογικά ζωντανό είναι ακόμα υπό συζήτηση».

Ήταν το 1989, και ήταν ακόμα αναισθησιολόγος, θυμάται η Δρ Heidi Klessig στο βιβλίο της «The Brain Death Fallacy».

Μια μέρα, ο αναισθησιολόγος της ζήτησε να προετοιμάσει έναν δότη οργάνων σε κατάσταση εγκεφαλικού θανάτου για μια επέμβαση αφαίρεσης οργάνων.

Εξετάζοντας τον ασθενή, η Δρ Klesig διαπίστωσε με έκπληξη ότι ο άνθρωπος έμοιαζε ακριβώς με όλους τους άλλους σοβαρά άρρωστους ασθενείς και στην πραγματικότητα ήταν καλύτερος από τους περισσότερους από αυτούς.

«Ήταν ζεστός, η καρδιά του χτυπούσε και οι οθόνες του έδειχναν σταθερά ζωτικά σημάδια», γράφει η Δρ Klesig. Ωστόσο, κατά την εξέταση στο κεφάλι του ασθενούς, εξέτασε όλες τις περιπτώσεις εγκεφαλικού θανάτου και ο νευρολόγος τον χαρακτήρισε «νεκρό».


Ο αναισθησιολόγος που επέβλεπε την Δρ. Klesig τη ρώτησε τι αναισθησία θα έδινε στον δότη για την επέμβαση.

Του απάντησε ότι πρόκειται για έναν παραλυτικό παράγοντα για να μην κινηθεί ο δότης κατά τη διάρκεια της επέμβασης, καθώς και φαιντανύλη για να μετριάσει τις αντιδράσεις του σώματος στον πόνο.

Ο αναισθησιολόγος την κοίταξε και τη ρώτησε: «Θα δώσετε κάτι για να μπλοκάρετε τη συνείδηση;»

Ο Δρ Klessig έμεινε έκπληκτος. Οι αναστολείς της συνείδησης χορηγούνται στους ασθενείς για να διασφαλιστεί ότι δεν είναι ξύπνιοι και συνειδητοί κατά τη διάρκεια μιας χειρουργικής επέμβασης.

Η εκπαίδευσή της την είχε διδάξει ότι οι ασθενείς με εγκεφαλικό θάνατο δεν έπρεπε να έχουν συνείδηση· εκτός του ότι είχαν ένα βιολογικά ενεργό σώμα, δεν είχαν πλέον μυαλό.

Τον κοίταξα και σκέφτηκα: «Γιατί να το κάνω αυτό; Δεν είναι νεκρός;».

Ο θεράπων αναισθησιολόγος  την κοίταξε και τη ρώτησε: " Γιατί δεν του δίνουμε κάτι για να εμποδίσει τις αισθήσεις του, για κάθε ενδεχόμενο;" »

« Έχω ένα λάκκο στο στομάχι μου κάθε φορά που θυμάμαι το πρόσωπό του », είπε η Δρ. Klessig στους The Epoch Times . « Τον θυμάμαι να με κοιτάζει πάνω από τη μάσκα του (…). Τον θυμάμαι να με κοιτάζει πάνω από τη μάσκα του (…) Μου φάνηκε πολύ μπερδεμένο.

« Έκανα ό,τι μου είπαν και είμαι πολύ ευγνώμων ».
Η Δρ Heidi Klessig τη δεκαετία του 1990.


Ο εγκεφαλικός θάνατος είναι θάνατος?

Όταν ένα άτομο βρίσκεται σε κατάσταση εγκεφαλικού θανάτου, είναι νομικά νεκρό, αλλά τεχνικά το σώμα του είναι ακόμα ζωντανό.

Ο ορισμός του εγκεφαλικού θανάτου, επίσης γνωστός ως θάνατος με νευρολογικά κριτήρια, είναι ο εξής: ένα άτομο πέφτει σε ένα μόνιμο κώμα, χάνει τα αντανακλαστικά του εγκεφαλικού κορμού και τη συνείδησή του και δεν μπορεί να αναπνεύσει χωρίς ερεθίσματα ή υποστήριξη.

Ωστόσο, η καρδιά ενός ατόμου μπορεί να χτυπήσει, τα όργανά του μπορούν να λειτουργήσουν και μπορεί να καταπολεμήσει τις λοιμώξεις, να αναπτυχθεί και ακόμη και να φέρει ένα παιδί μακροπρόθεσμα.

Αν και το άτομο δεν παρουσιάζει κανένα σημάδι συνείδησης, ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου μπορεί να εξακολουθούν να λειτουργούν. Περίπου το 50% των ασθενών με εγκεφαλικό θάνατο διατηρούν δραστηριότητα στον υποθάλαμο που συντονίζει το ενδοκρινικό σύστημα του σώματος και ρυθμίζει τη θερμοκρασία του σώματος. Ωστόσο, όλα αυτά σταματούν εάν ο ασθενής αποσυνδεθεί από τον τεχνητό αναπνευστήρα.

Αυτός είναι ο λόγος που οι γιατροί διαφωνούν έντονα για το αν ο εγκεφαλικός θάνατος είναι συνώνυμος με τον θάνατο.

Ο Δρ Τζέιμς Μπερνάτ, νευρολόγος και ομότιμος καθηγητής στην Ιατρική Σχολή Dartmouth Geisel, είπε στους The Epoch Times ότι οι εγκεφαλικά νεκροί πεθαίνουν επειδή το σώμα τους « δεν λειτουργεί πλέον ως πλήρης οργανισμός » . Χωρίς την τεχνολογία για την ανάπτυξη αυτών των μηχανών που διατηρούν τη ζωή, αυτοί οι άνθρωποι θα είχαν πεθάνει, πρόσθεσε.

Ο Δρ Joseph Eble, ένας ακτινολόγος, και ο Dr. Doyen Nguyen, ένας πρώην αιματοπαθολόγος του πανεπιστημίου, έγραψαν σε ένα άρθρο ότι τα μηχανήματα μπορούν μόνο να διατηρήσουν τη ζωή, όχι να τη δημιουργήσουν, όπως ένας νεκρός που δεν μπορεί να αναπνεύσει όταν συνδέεται με έναν αναπνευστήρα.

Ένα άλλο θέμα σχετικά με τον εγκεφαλικό θάνατο είναι αν ένας ασθενής μπορεί ακόμα να αισθανθεί οτιδήποτε.

Οι Ευρωπαίοι αναισθησιολόγοι συζητούν επί του παρόντος εάν οι δότες οργάνων με εγκεφαλικά νεκρούς θα πρέπει να λαμβάνουν αναστολείς της συνείδησης κατά τη συλλογή οργάνων.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να το κάνουν αυτό σε περίπτωση που οι ασθενείς αισθανθούν πόνο. Άλλοι διαφωνούν. Παραδόξως, η θέση των αναισθησιολόγων « δεν βασίζεται στον ισχυρισμό ότι οι ασθενείς ήταν ανίκανοι να βιώσουν πόνο », αλλά μάλλον στους φόβους ότι το κοινό μπορεί να έχει αμφιβολίες για τη διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου, έγραψαν οι βιοηθικοί Robert Truog και Franklin Miller έχει διδακτορικό στη φιλοσοφία) στο βιβλίο τους 
«Death, Dying, and Organ Transplantation».

Ο Δρ Ronald Dworkin, ερευνητής και αναισθησιολόγος, έγραψε σε ένα άρθρο σχετικά με τη συλλογή οργάνων ότι επέλεξε να χορηγήσει αναστολείς της συνείδησης επειδή πίστευε ότι ο ασθενής του « μπορεί να είναι ακόμα κάπως ζωντανός, [sic] ό,τι κι αν σημαίνει αυτό » , είπε.

Ο κ. Miller, ο οποίος είναι επίσης καθηγητής ιατρικής δεοντολογίας στο Weill Cornell Medical College, είπε ότι η ετικέτα του εγκεφαλικού θανάτου ήταν παραπλανητική. Ο Τρούογκ, καθηγητής αναισθησιολογίας και επίτιμος διευθυντής του Κέντρου Βιοηθικής της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ, πιστεύει ότι οι εγκεφαλικά νεκροί είναι ζωντανοί, αλλά είναι απίθανο να ανακτήσουν τις αισθήσεις τους ή να αναρρώσουν.

Μερικοί ισχυρίζονται ότι οι εγκεφαλικά νεκροί ασθενείς μπορεί πράγματι να αναρρώσουν, όπως στη διάσημη περίπτωση της Jahi McMath, ενός 13χρονου κοριτσιού που κηρύχθηκε εγκεφαλικά νεκρό στις 12 Δεκεμβρίου 2013. Η μητέρα της αντιτάχθηκε στη διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου και κράτησε τον Jahi σε υποστήριξη ζωής για τεσσεράμισι χρόνια. Αν και η Jahi δεν μπόρεσε να μιλήσει και δεν ανέκτησε ποτέ πλήρως τις αισθήσεις της, δύο νευρολόγοι κατέθεσαν ότι τις τελευταίες μέρες της ήταν σε μια « ελάχιστη συνειδητή κατάσταση » . Νοσοκόμοι και γιατροί κατέθεσαν ότι η Jahi μετακινήθηκε για να δώσει οδηγίες. Αργότερα, ένα ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (EEG) ανίχνευσε σήματα εγκεφαλικών κυμάτων.
Το ΗΕΓ του Jahi McMath, που δηλώθηκε εγκεφαλικά νεκρό, δεν θα έπρεπε να έχει δείξει καμία δραστηριότητα. (Εικονογράφηση από τους Epoch Times)


Ένα εγκεφαλικά νεκρό άτομο δεν πρέπει να έχει δραστηριότητα ΗΕΓ.

« Η Jahi McMath είναι το τέλειο παράδειγμα ενός ατόμου που διαγνώστηκε «σωστά» ως εγκεφαλικά νεκρό και στη συνέχεια τεκμηριώθηκε ότι είχε ανακτήσει τη λειτουργία του εγκεφάλου » , είπε ο Δρ Klessig. Το κορίτσι αναμφίβολα διαγνώστηκε ως εγκεφαλικά νεκρό σύμφωνα με τις οδηγίες της εποχής της και θα διαγνωστεί ως τέτοιο σύμφωνα με τις νέες οδηγίες, πρόσθεσε.


Πώς αξιολογείται ο εγκεφαλικός θάνατος;

Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση του εγκεφαλικού θανάτου, που δημοσιεύθηκαν από την Αμερικανική Ακαδημία Νευρολογίας (AAN) το 2023, ο εγκεφαλικός θάνατος καθορίζεται από την αξιολόγηση του ασθενούς.

Πριν προχωρήσετε στην αξιολόγηση του εγκεφαλικού θανάτου, πρέπει να γίνει νευροαπεικόνιση για να διασφαλιστεί ότι υπάρχει βλάβη στον εγκέφαλο.

« Αν δείτε μια κανονική αξονική τομογραφία ή μια κανονική μαγνητική τομογραφία, τότε πρέπει να είστε πολύ, πολύ προσεκτικοί και να γνωρίζετε ότι μπορεί να καταλήξετε σε μια ψευδώς θετική κατάσταση », δήλωσε ο Δρ Παναγιώτης Βαρελάς, ένας από τους συν-συγγραφείς της μελέτης. AAN. 2010 και πρόεδρος του τμήματος νευρολογίας στο Ιατρικό Κολλέγιο Albany, όπως είπε στους The Epoch Times .

Μόλις επιβεβαιωθεί η εγκεφαλική βλάβη, δύο γιατροί πραγματοποιούν την αξιολόγηση του εγκεφαλικού θανάτου. Ο ασθενής ελέγχεται δύο φορές για ανταπόκριση σε επώδυνα ερεθίσματα και αντανακλαστικά του εγκεφαλικού στελέχους, με μεσοδιάστημα 24 ωρών μεταξύ κάθε εξέτασης.

Εάν ο ασθενής βγει θετικός δύο φορές, οι γιατροί θα κάνουν ένα τεστ άπνοιας, που θεωρείται το πιο πειστικό, για να δουν εάν το άτομο έχει χάσει τα αναπνευστικά αντανακλαστικά. Στα παιδιά, υπάρχουν δύο τεστ άπνοιας, ένα μετά από κάθε εκτίμηση εγκεφαλικού θανάτου δίπλα στο κρεβάτι.
Για να εκτιμήσουν τον εγκεφαλικό θάνατο, οι γιατροί χρησιμοποιούν ένα επώδυνο ερέθισμα, ελέγχουν τα αντανακλαστικά του εγκεφαλικού στελέχους και, στη συνέχεια, πραγματοποιούν τεστ άπνοιας εάν ο ασθενής αποτύχει και στις δύο εξετάσεις. (Εικονογράφηση από τους Epoch Times)


Κατά τη διάρκεια του τεστ άπνοιας, ο ασθενής αφαιρείται από τον αναπνευστήρα για 10 λεπτά. Ένας σωλήνας που μεταφέρει καθαρό οξυγόνο εισάγεται στους αεραγωγούς. Εάν ο ασθενής δεν αναπνέει οικειοθελώς, θεωρείται εγκεφαλικά νεκρός.


Το τεστ άπνοιας εγκυμονεί αρκετούς κινδύνους.

Για παράδειγμα, τα άτομα με αναπνευστική ανεπάρκεια μπορεί να εμφανίσουν επιπλοκές όπως σοβαρή υπόταση, υποξία και καρδιακή αρρυθμία.

Σε έναν ασθενή του οποίου ο εγκέφαλος είναι ήδη σε κίνδυνο, ένα τεστ άπνοιας μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση του ατόμου ή να προκαλέσει πρόσθετη βλάβη, λέει ο Δρ. Paul Byrne, που θεωρείται πρωτοπόρος στη νεογνολογία και συμμετέχει στη θεραπεία νεογνών που υποτίθεται ότι είναι εγκεφαλικά νεκρά. Μια χειρότερη κατάσταση μπορεί να επιδεινώσει τη διάγνωση εγκεφαλικού θανάτου σε άτομα που μπορεί πραγματικά να βρίσκονται στο δρόμο προς την ανάκαμψη.

Λανθασμένη διάγνωση θα μπορούσε επίσης να συμβεί κατά την αξιολόγηση του εγκεφαλικού θανάτου.

Ένα παράδειγμα είναι ο Zack Dunlap. Τον Νοέμβριο του 2007, είχε αυτοκινητιστικό ατύχημα και κηρύχθηκε εγκεφαλικά νεκρός στο νοσοκομείο.

Ο κ. Dunlap είπε στους The Epoch Times ότι ανέκτησε τις αισθήσεις του στο νοσοκομείο αφού κηρύχθηκε εγκεφαλικά νεκρός και ότι οι φίλοι και η οικογένειά του τον αποχαιρετούσαν.

Προσπάθησε να ουρλιάξει και να κουνηθεί, αλλά δεν έγινε τίποτα. Δεδομένου ότι ήταν δωρητής οργάνων, προγραμματίστηκε γρήγορα για τη συλλογή οργάνων.

Η οικογένεια προσευχήθηκε για τον κ. Dunlap στο νοσοκομείο. Ο ξάδερφος του κ. Dunlap, ο οποίος είναι νοσοκόμος, δεν πίστευε ότι είχε έρθει η ώρα του.

Ο ξάδερφος του έκανε συμπληρωματικές εξετάσεις. Όταν ο ξάδερφός του πίεσε κάτω από το νύχι του αντίχειρα του κ. Dunlap, ο κ. Dunlap τράβηξε το χέρι του από την άλλη πλευρά του σώματος. Αυτή η κίνηση ακύρωσε τη διάγνωση.

Μετά από μερικές ημέρες, ο κ. Dunlap άρχισε να αναπνέει μόνος του. Αφέθηκε ελεύθερος ένα μήνα αργότερα.

Ο Varelas, ο οποίος εξέτασε τις αναφορές των μέσων ενημέρωσης για τον Dunlap, δήλωσε στους Epoch Times ότι τα αποτελέσματα του Dunlap φαίνονται τόσο καλά που υποψιάζεται ότι ορισμένα στάδια μπορεί να είχαν παραλειφθεί κατά την αξιολόγηση.

Εάν οι γιατροί είχαν επαρκή εμπειρία στην αξιολόγηση του εγκεφαλικού θανάτου και ακολουθούσαν πιστά τις οδηγίες του ΑNΝ, δεν θα υπήρχαν ψευδώς θετικά αποτελέσματα, δήλωσε ο Varelas. Ενώ το νοσοκομείο του εκτελεί 50 έως 60 αξιολογήσεις εγκεφαλικού θανάτου κάθε χρόνο, τα μικρότερα κοινοτικά νοσοκομεία κάνουν πολύ λίγες. Ως αποτέλεσμα, οι γιατροί σε αυτά τα νοσοκομεία μπορεί να μην έχουν αρκετή εμπειρία, να χάνουν σημεία ή να εκτελούν αξιολογήσεις εγκεφαλικού θανάτου εκτός λειτουργίας, πρόσθεσε.


Ο Δρ Bernat διευκρινίζει ότι το τεστ που συχνά εκτελείται ανεπαρκώς είναι το τεστ άπνοιας.

Το 2010, νευρολόγοι διεξήγαγαν μια μελέτη για το AAN για να αξιολογήσουν όλες τις περιπτώσεις ανάρρωσης από εγκεφαλικό θάνατο σε ενήλικες μεταξύ 1996 και 2009. Διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε « καμία δημοσιευμένη αναφορά «θεραπείας » του εγκεφαλικού θανάτου εάν οι ασθενείς είχαν διαγνωστεί σωστά χρησιμοποιώντας ανάλυση εγκεφάλου των διαγνωστικών κριτηρίων του θανάτου εκείνη την εποχή. Η περίπτωση του κ. Ντάνλαπ δεν έχει αξιολογηθεί.

Για να περιπλέξουν περαιτέρω τα πράγματα, διάφορες καταστάσεις μπορούν να μιμηθούν τον εγκεφαλικό θάνατο. Αυτά θα πρέπει να αποκλείονται πριν ξεκινήσουν οι αξιολογήσεις εγκεφαλικού θανάτου.
Ο Zack Dunlap αναίσθητος στο νοσοκομείο.

Ο Zack Dunlap αναρρώνει στο νοσοκομείο.



Παραπλανητικοί όροι θανάτου

Οι συντάκτες των κατευθυντήριων γραμμών AAN του 2023 συμβουλεύουν ότι πριν από την αξιολόγηση του εγκεφαλικού θανάτου, θα πρέπει να εξαλειφθούν όλες οι ακόλουθες καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων:

Υποθερμία (χαμηλή θερμοκρασία σώματος)
Αυτοάνοσα νοσήματα του νευρικού συστήματος
Υπερδοσολογία φαρμάκων
Δηλητηρίαση


Η θεραπευτική υποθερμία, μια θεραπεία που μειώνει τη θερμοκρασία του σώματος, χρησιμοποιείται συνήθως σε ασθενείς που αναζωογονούνται μετά από καρδιακή ανακοπή. Οι συσκευές ψύξης χρησιμοποιούνται για να βοηθήσουν το σώμα και τον εγκέφαλο να ανακάμψουν και να θεραπεύσουν. Ωστόσο, οι υποθερμικοί ασθενείς μπορεί να χρειαστούν έως και μία εβδομάδα για να ανακτήσουν τις αισθήσεις τους.

Αυτοάνοσες ασθένειες όπως το σύνδρομο Guillain-Barré, που βλάπτουν το νευρικό σύστημα ενός ατόμου, μπορούν επίσης να στερήσουν τα αντανακλαστικά και την επίγνωσή του.

Η Δρ May Kim-Tenser, αναπληρώτρια καθηγήτρια κλινικής νευρολογίας στο Keck School of Medicine στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια, ανέφερε μια περίπτωση το 2016 όπου ένας ασθενής με μια μορφή συνδρόμου Guillain-Barré είχε αρχικά διαγνωστεί λανθασμένα ως εγκεφαλικά νεκρός.

Ο ασθενής εισήχθη στο νοσοκομείο αφού παρουσίασε έντονα συμπτώματα. Μέσα σε λίγες μέρες, έχασε τις αισθήσεις του και δεν αντιδρούσε, έχασε τα αντανακλαστικά του εγκεφαλικού του στελέχους και χρειαζόταν έναν αναπνευστήρα για να αναπνεύσει.

Δεν έγινε τεστ άπνοιας. Αν ο ασθενής είχε δοκιμαστεί με αυτόν τον τρόπο, θα είχε αποτύχει γιατί θα ήταν πολύ αδύναμος για να αναπνεύσει, είπε η Δρ Κιμ-Τένσερ.

Στη συνέχεια, ο ασθενής μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Δρ. Kim-Tenser, όπου του συνταγογραφήθηκε φαρμακευτική αγωγή για αυτοάνοσα νοσήματα. Αργότερα, ανέκτησε τις αισθήσεις του και κάποιες λειτουργίες των άκρων του.

Οι υπερβολικές δόσεις οπιοειδών και κοκαΐνης μπορούν επίσης να προκαλέσουν σημάδια εγκεφαλικού θανάτου. Για παράδειγμα, μια υπερβολική δόση βακλοφένης, ενός μυοχαλαρωτικού, είναι γνωστό ότι μιμείται τον εγκεφαλικό θάνατο.

« Οι κατευθυντήριες γραμμές για τον εγκεφαλικό θάνατο μιλούν για το τι είναι οι αντιγραφείς, αλλά όχι απαραίτητα πώς να τους αποκλείσουμε. Ένας νευρολόγος θα πρέπει να είναι σε θέση να τα αποκλείσει μέσω δοκιμών », είπε η Δρ. Kim-Tenser.


Συγκρούσεις συμφερόντων

«Ο [εγκεφαλικός θάνατος] προκαλεί έντονο ενδιαφέρον από τους [οργανισμούς παροχής οργάνων], την κοινότητα των μεταμοσχεύσεων και τους ασθενείς που είναι εγγεγραμμένοι σε λίστες αναμονής οργάνων», γράφει ο Varelas σε ένα άρθρο του 2016 για τον εγκεφαλικό θάνατο.

Περίπου το 90% όλων των δωρητών οργάνων είναι εγκεφαλικά νεκροί. Πράγματι, ο ορισμός του εγκεφαλικού θανάτου επιτρέπει στους χειρουργούς να συλλέγουν υγιή όργανα χωρίς να επικαλούνται τον «κανόνα του νεκρού δότη».

Σύμφωνα με τον κανόνα του θανόντος δότη, ο οποίος αποτελεί κανόνα δεοντολογίας, οι δότες οργάνων πρέπει να δηλώνονται νεκροί πριν από τη λήψη οργάνων, και η λήψη οργάνων δεν πρέπει να οδηγεί στο θάνατο του δότη.

Τα όργανα δεν μπορούν να μεταμοσχευθούν από βιολογικά νεκρούς ανθρώπους, κάτι που συμβαίνει μετά από καρδιακή ανακοπή ενός ατόμου και δεν μπορεί να γίνει ανάνηψη.

« Όταν είστε βιολογικά νεκροί, η απώλεια οξυγόνου στα ζωτικά σας όργανα τα κάνει να αποσυντίθενται τόσο γρήγορα που δεν μπορείτε να δωρίσετε όργανα » , είπε η Δρ. Klessig.

Μόλις ένα άτομο είναι βιολογικά νεκρό, τα όργανά του
δεν μπορούν πλέον να αφαιρεθούν για δωρεά.


Τούτου λεχθέντος, ιστοί όπως ο κερατοειδής, ο χόνδρος, τα οστά και το δέρμα μπορεί να προέρχονται από νεκρούς δότες. Η δωρεά ζωντανών οργάνων μπορεί επίσης να γίνει για τη μεταμόσχευση λοβού πνεύμονα, ήπατος ή νεφρού.

Οι γιατροί που πραγματοποιούν αξιολογήσεις εγκεφαλικού θανάτου δεν πρέπει να συμμετέχουν στη διαδικασία προμήθειας οργάνων.

« Προσπαθούμε να απομακρυνθούμε από τη διαδικασία δωρεάς οργάνων », είπε ο Δρ Βαρελάς. « Στο μυαλό μου, προσπαθούμε να σώσουμε τη ζωή του ασθενούς και αυτός είναι ο στόχος γιατί ο όρκος του Ιπποκράτη είναι να μην κάνουμε κακό ».

Ωστόσο, υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων. Το σαράντα εννέα τοις εκατό των συγγραφέων των κατευθυντήριων γραμμών αξιολόγησης εγκεφαλικού θανάτου του AAN του 2023 ανέφεραν σύγκρουση συμφερόντων που σχετίζονται με την προμήθεια οργάνων.

Η συνωνυμία του εγκεφαλικού θανάτου με τον θάνατο είναι θέμα αδιαφάνειας, είπε ο Μίλερ. Ωστόσο, είπε ότι δεν θα θεωρούσε τη συλλογή οργάνων ανήθικη, εφόσον ο δότης είναι καλά ενημερωμένος.

Πολλοί άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες εγγράφονται για να γίνουν δωρητές οργάνων όταν υποβάλλουν αίτηση για άδεια οδήγησης, και οι περισσότεροι από αυτούς υποθέτουν ότι τα όργανά τους θα συλλεχθούν μόνο σε περίπτωση θανάτου τους, είπε η Δρ Klessig.

«Σκέφτονται: «Αν έχω σχεδόν τελειώσει, ας πάρω τα όργανά μου ούτως ή άλλως», λέει ο Δρ Byrne.

Η πραγματικότητα είναι ότι η ιδιότητά τους ως δότες μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση των οργάνων τους εάν πέσουν σε «εγκεφαλικό θάνατο», καθώς τα μέλη της οικογένειάς τους δεν μπορούν να ξεπεράσουν την ιδιότητά τους ως δότες.


Άλλο ένα μυστήριο

Η έννοια του εγκεφαλικού θανάτου εμφανίστηκε πριν από μισό αιώνα, λίγα χρόνια μετά την πρώτη επιτυχημένη μεταμόσχευση οργάνων.

Η συγκομιδή οργάνων από άτομα σε κώμα ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ωστόσο, αυτό ήταν σπάνιο και δεν γινόταν υπό καμία οδηγία. Ταυτόχρονα, ο ορισμός του θανάτου άλλαξε.

Το 1959, οι Γάλλοι γιατροί Pierre Mollaret και Maurice Goulon επινόησαν τον όρο « le coma Overed » , που σημαίνει « πέρα από το κώμα » ή « μη αναστρέψιμο κώμα », ως μια κατάσταση συνώνυμη με τον θάνατο. Σταδιακά, ο εγκεφαλικός θάνατος, που ονομάζεται επίσης « θάνατος του νευρικού συστήματος », έγινε ένας νέος ορισμός και ως εκ τούτου μπορούσαν να ληφθούν όργανα από αυτούς τους ασθενείς.

Στις 3 Δεκεμβρίου 1967, ο κόσμος έμεινε έκπληκτος από την πρώτη αναφορά μιας επιτυχημένης μεταμόσχευσης ανθρώπινης καρδιάς που πραγματοποιήθηκε από τον Δρ Κρίστιαν Μπάρναρντ στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής. Η καρδιά αφαιρέθηκε από ένα θύμα τραύματος με σοβαρά τραύματα στο κεφάλι. Ο δότης δεν είχε εγκεφαλική δραστηριότητα που ανιχνεύθηκε σε σαρώσεις ΗΕΓ και δεν είχε αντανακλαστικά του εγκεφαλικού στελέχους. Ωστόσο, η καρδιά του συνέχισε να χτυπά με υποστήριξη ζωής.

Ο αποδέκτης της καρδιάς επέζησε 18 ημέρες πριν υποκύψει στην πνευμονία, αλλά η καρδιά του λειτουργούσε κανονικά μέχρι το θάνατό του. Αυτή η επιτυχία ξεκίνησε την πρακτική της μεταμόσχευσης καρδιάς.

Ένα μήνα μετά τη μνημειώδη επέμβαση του Δρ Μπάρναρντ, ο Δρ Norman Shumway πραγματοποίησε την πρώτη μεταμόσχευση ανθρώπινης καρδιάς στις Ηνωμένες Πολιτείες στο νοσοκομείο του Στάνφορντ, αφαιρώντας την καρδιά από εγκεφαλικά νεκρό δότη.

Ο επικεφαλής  που τον βοηθούσε ρώτησε: « Πιστεύετε ότι αυτό είναι πραγματικά νόμιμο;» »

« Υποθέτω ότι θα δούμε » , είπε ο Δρ. Shumway.

Τον Αύγουστο του 1968, η ad hoc επιτροπή της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ δημοσίευσε τον « Ο ορισμός του μη αναστρέψιμου κώματος » στην Εφημερίδα της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης (JAMA).

Καθόρισαν το μη αναστρέψιμο κώμα ως « νέο κριτήριο θανάτου » , το οποίο έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος του ορισμού του εγκεφαλικού θανάτου.

Παρόλα αυτά, οι επιστήμονες εξακολουθούν να μην γνωρίζουν εάν ο ορισμός ή η αξιολόγηση που προκύπτει είναι τέλειος.

Σχετικά με την ανάρρωση του κ. Ντάνλαπ, ο Δρ Βαρέλας είπε, " Χαίρομαι που αυτός ο νεαρός επέζησε ." Πιστεύει ότι οι προσευχές της οικογένειας για τον κύριο Ντάνλαπ μπορεί να συνέβαλαν στην έκβασή του.

« Υπάρχουν δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες από τις ιατρικές μας γνώσεις – ή την έλλειψή τους » , είπε.

« Το μυστικό της ζωής, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού της ζωής, παραμένει το βαθύτερο και πιο μυστηριώδες », είπε ο Δρ Ντγουόρκινς.

« Η φύση μπορεί να μην επιτρέψει ποτέ σε κανέναν να μάθει την ακριβή στιγμή που ο εγκεφαλικός θάνατος γίνεται πραγματικός θάνατος », πρόσθεσε.


πηγή: The Epoch Times via Marie-Claire Tellier


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Το ζήτημα της επιρροής έχει καταστεί ιδιαίτερα φλέγον και πολύπλοκο τις τελευταίες δεκαετίες, αφού ο κόσμος μας γίνεται όλο και πιο ενιαίος και παγκοσμιοποιημένος, καθώς και η κάθε κοινότητα, από την μικρότερη έως την μεγαλύτερη, καθίσταται πιο ευάλωτη σε εξωτερικές επιδράσεις. Παρατηρείται το αντιφατικό φαινόμενο του έντονου κατακερματισμού και της φαινομενικής εξατομίκευσης, ωστόσο, η μαζοποίηση είναι παρούσα σε κάθε ανθρώπινη κατάσταση διεπαφής. Θεωρείτε τον εαυτό σας κομφορμιστή ή αντικομφορμιστή; Εάν είστε σαν τους περισσότερους ανθρώπους, πιθανότατα θα πιστεύετε ότι είστε αρκετά αντικομφορμιστής ώστε να υψώσετε το ανάστημά σας σε μία ομάδα όταν ξέρετε ότι έχετε δίκιο, αλλά και αρκετά κομφορμιστής ώστε να ταιριάζετε με τον κύκλο σας. Τι έχει να μας πει το πείραμα του Solomon Asch για την συμμόρφωση;
Κομφορμισμός



Ο Solomon Asch διεξήγαγε ένα πείραμα για να διερευνήσει μέχρι ποιο σημείο η κοινωνική πίεση που προέρχεται από μία ομάδα πλειοψηφίας μπορεί να οδηγήσει ένα άτομο στην συμμόρφωση. Το πείραμα είχε την μορφή ενός τεστ οράσεως και συμμετείχαν σε αυτό 50 άνδρες φοιτητές του Swarthmore College της Αμερικής. Ο Asch τους έβαλε να κρίνουν το μέγεθος μίας γραμμής και να δηλώσουν με ποια από τις άλλες τρεις γραμμές ταυτίζεται. Σε κάθε δωμάτιο υπήρχε ένας μη υποψιασμένος συμμετέχων και 7 συνεργοί του Asch. Ο καθένας έπρεπε να απαντήσει δυνατά ποια συγκρινόμενη γραμμή ήταν ίδια με την αρχική. Η απάντηση ήταν πάντα προφανής. Ο πραγματικός συμμετέχων καθόταν στο τέλος της σειράς και, επομένως, απαντούσε τελευταίος. Υπήρχαν 18 προσπάθειες συνολικά και οι συνεργοί έδωσαν την λάθος απάντηση στις 12 από αυτές.

Σύγκριση μεγέθους γραμμών



Αποτελέσματα (πείραμα Asch)

Κατά προσέγγιση, περίπου το 1/3 (32%) των συμμετεχόντων συμμορφώθηκαν με την ξεκάθαρα λανθασμένη πλειοψηφία. Στις 12 κρίσιμες προσπάθειες, περίπου το 75% συμμορφώθηκε τουλάχιστον μία φορά και μόλις το 25% δεν συμμορφώθηκε ποτέ. Στην ομάδα ελέγχου (όπου δεν υπήρχε κανένας συνεργός και καμία πίεση) λιγότερο από το 1% των συμμετεχόντων απάντησαν λάθος.
Γιατί συμμορφώθηκαν τόσο εύκολα οι συμμετέχοντες; Όταν τους πήραν συνέντευξη μετά το πείραμα, οι περισσότεροι δήλωσαν ότι δεν πίστευαν στην πραγματικότητα τις απαντήσεις που έδιναν, αλλά συντάχθηκαν με την ομάδα από τον φόβο μην γελοιοποιηθούν. Γενικά, οι άνθρωποι συμμορφώνονται για δύο βασικούς λόγους: επειδή θέλουν να ταιριάζουν στην ομάδα και επειδή πιστεύουν ότι η ομάδα είναι καλύτερα ενημερωμένη από αυτούς.


Solomon Asch


Κριτική στο πείραμα του Asch

Ορισμένοι κριτικοί πιστεύουν ότι τα υψηλά επίπεδα συμμόρφωσης στα πειράματα του Asch είναι μία αντανάκλαση της αμερικανικής κουλτούρας της δεκαετίας του 1950 και μας λένε περισσότερα για το ιστορικό και πολιτισμικό κλίμα της Αμερικής αυτής της δεκαετίας, παρά για τα φαινόμενα συμμόρφωσης. Την δεκαετία του 1950, η Αμερική ήταν πολύ συντηρητική και περιελάμβανε ένα αντικομμουνιστικό κυνήγι μαγισσών (που έγινε γνωστό ως Μακαρθισμός) ενάντια στον καθένα που μπορεί να ήταν θετικά διακείμενος προς τις αριστερές ιδέες. Επομένως, η συμμόρφωση ήταν κάτι αναμενόμενο στο αξιακό σύστημα των Αμερικανών της εποχής. Αυτή η θεωρία υποστηρίχθηκε και από έρευνες που έγιναν τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80, οι οποίες έδειξαν χαμηλότερα ποσοστά συμμόρφωσης. Οι Perrin και Spencer (1980) θεώρησαν ότι το φαινόμενο του Asch ήταν «παιδί της εποχής του».



Συμμόρφωση και ομογενοποίηση

Συμπεράσματα που βγήκαν μετά από μικρές τροποποιήσεις στο πείραμα του AschΌσο μεγαλύτερη η πλειοψηφία, τόσο πιο πολύ συμμορφώνονται οι συμμετέχοντες
Σε μία εκδοχή του πειράματος, ο Asch έσπασε την πλήρη συμφωνία των συνεργών και εισήγαγε έναν με διαφορετική άποψη. Ο Asch βρήκε ότι ακόμα και η παρουσία ενός και μόνο συνεργού που πήγαινε ενάντια στην πλειοψηφική επιλογή μπόρεσε να μειώσει την συμμόρφωση κατά 80%.
Όταν οι γραμμές σύγκρισης (A, B, C) έγιναν πιο όμοιες στο μήκος, ήταν πιο δύσκολη η απάντηση και τα επίπεδα συμμόρφωσης αυξήθηκαν. Όταν δεν είμαστε βέβαιοι, αναζητούμε άλλους για επιβεβαίωση. Όσο πιο δύσκολο είναι αυτό που έχουμε να κάνουμε, τόσο μεγαλύτερη είναι η συμμόρφωση.
Όταν δόθηκε στους συμμετέχοντες η δυνατότητα να απαντήσουν ιδιωτικά (έτσι ώστε η ομάδα να μην γνωρίζει την απάντησή τους), τα επίπεδα συμμόρφωσης έπεσαν. Αυτό συνέβη, διότι η πίεση ήταν μικρότερη και η επιρροή όχι τόσο ισχυρή, αφού δεν υπάρχει ο φόβος της απόρριψης από την ομάδα.
Συμπεράσματα για το πείραμα του Asch

Τα πειράματα του Asch πάνω στην συμμόρφωση και την επιρροή είναι από τα πιο γνωστά στην ιστορία της ψυχολογίας και έχουν εμπνεύσει πολλές μετέπειτα έρευνες πάνω στην ομαδική συμπεριφορά. Μας παρέχουν σημαντικά ευρήματα σχετικά με το πώς, το γιατί και το πότε οι άνθρωποι συμμορφώνονται και το τι επίδραση έχει η κοινωνική πίεση στην συμπεριφορά μας.
Πώς πιστεύετε ότι θα είχαν διαμορφωθεί σήμερα τα ποσοστά συμμόρφωσης σε ένα αντίστοιχο πείραμα; Τα επίπεδα θα ήταν υψηλότερα ή χαμηλότερα στις συνθήκες της εποχής μας;






Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

από Russia Beyond

Ανακαλύφθηκε πριν από περισσότερα από 10 χρόνια, η υποπαγετώδης λίμνη Βοστόκ στην Ανταρκτική και αμέσως χαρακτηρίστηκε ως το μεγαλύτερο μυστήριο του πλανήτη. Για 14 εκατομμύρια χρόνια, αυτή η γιγαντιαία λίμνη, μεγέθους όσο το Κατάρ, παρέμεινε εντελώς απομονωμένη. Προστατευόταν από τον έξω κόσμο από ένα στρώμα πάγου πάχους περίπου 4. 000 μέτρων.

Οι πρώτοι που έφτασαν στη λίμνη ήταν Ρώσοι ερευνητές. Χρειάστηκαν 16 χρόνια για να διαπεράσει η γεώτρηση τον πάγο χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο το οικοσύστημα. Και χρειάστηκαν μερικά ακόμη χρόνια για να συλλεχθούν δείγματα "καθαρού" νερού.

Να τι βρήκαν στη λίμνη των λειψάνων:

Έχει περιγραφεί ως το κλειδί για την κατανόηση του κατά πόσον είναι δυνατή η ύπαρξη ζωής στην Ευρώπη, ένα από τα φεγγάρια του Δία. Κάτω από το παγωμένο "κέλυφος" της Ευρώπης βρίσκεται ένας ωκεανός όπου πιστεύεται ότι θα μπορούσαν να ζήσουν οργανισμοί ανθεκτικοί σε ακραίες συνθήκες, παρόμοιοι με εκείνους της λίμνης Βοστόκ.


Σε δείγματα νερού από τη λίμνη βρέθηκαν 49 οργανισμοί που περιείχαν DNA. Τα περισσότερα από αυτά προέρχονται από την επιφάνεια του πλανήτη μας. Ορισμένες όμως είναι εντελώς άτυπες.


Ένα από τα δείγματα DNA ήταν εντελώς άγνωστο στους επιστήμονες: μόνο το 86% του γονιδιώματός του ταίριαζε με γνωστούς μικροοργανισμούς.


Ένα άλλο δείγμα θύμιζε ένα βακτήριο που θεωρητικά ζει μόνο σε ελώδη εδάφη, αλλά όχι σε παγετώδη νερά υψηλής πίεσης.


Ένας άλλος κάτοικος του Βοστόκ - ο bacillus marini Lactobacillus sp - τρέφεται αποκλειστικά με οργανική ύλη, η οποία ουσιαστικά απουσιάζει από τα νερά της λίμνης. Ως αποτέλεσμα, περιοχές πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά θα μπορούσαν να βρεθούν σε μεγαλύτερα βάθη, λένε οι επιστήμονες.



Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου