Articles by "Απεργία πείνας"

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απεργία πείνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μετά τη νίκη του απεργού πείνας Π. Ρούτσι, η κυβέρνηση «δολοφονεί» τις δημοκρατικές ελευθερίες

«Δεν υπάρχει ειρήνη, χωρίς δικαιοσύνη / 
το Σύνταγμα με αγώνες ελεύθερο θα μείνει»

ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ
ΠΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΙΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Συγκέντρωση Διαμαρτυρίας στην ψήφιση της τροπολογίας: Τρίτη 21/10, 19:00, Σύνταγμα



Η κυβέρνηση, έχοντας υποστεί μια ήττα από τον απεργό πείνας Πάνο Ρούτσι, πατέρα θύματος στα Τέμπη, προσπαθεί να πάρει μια ρεβάνς ενάντια σε όλη την κοινωνία. Ο πρωθυπουργός και η «παρέα» του δεν μπορούν να συγχωρέσουν στον Π. Ρούτσι ότι έσπασε το τείχος, που είχαν ορθώσει μαζί με τη δήθεν «ανεξάρτητη» δικαιοσύνη, υποχρεώνοντάς τους να υποχωρήσουν και να αποδεχτούν το δίκαιο, αυτονόητο αίτημα εκταφής και τοξικολογικών εξετάσεων στη σωρό του γιου του.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε την αλαζονεία του γι’ αυτόν τον ηρωικό πατέρα και εργαζόμενο-διανομέα. Από κοντά γνωστοί υπουργοί, έχουν πάρει τη σκυτάλη της συκοφαντίας προσβάλλοντας τα θύματα και τους συγγενείς. Καλοπιάνουν κάθε ακροδεξιό, μιλώντας για «τσαντιροκατάσταση», για να ψαρέψουν ψήφους. Γι’ αυτό ο Μητσοτάκη, λίγες μέρες μετά από τη νικηφόρα κατάληξη του αγώνα του Π. Ρούτσι, επιχειρεί ένα σοβαρό βήμα ενάντια στις δημοκρατικές ελευθερίες μας. Με τροπολογία ουσιαστικά απαγορεύει τις συγκεντρώσεις μπροστά από τη Βουλή. Θέλει το υπουργείο Άμυνας, δηλ. ο στρατός, να έχει ρόλο «ευθύνης» για τον Άγνωστο Στρατιώτη και κάθε διαμαρτυρία σε αυτό το σημείο να καταστέλλεται και να διώκεται. Η υποκρισία της κυβέρνησης δεν κρύβεται, καθώς η τροπολογία ονομάζεται «Προστασία ακεραιότητας και κατά προορισμό χρήσης του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη». Είναι μια κατάφωρη επίθεση στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι και ένα ακόμα αντισυνταγματικό πραξικόπημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Για τους «παραβάτες» προβλέπεται φυλάκιση ενός έτους.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Π. Μαρινάκης προετοίμασε το έδαφος για αστυνομική «επέμβαση»: «… δε θα επιτρέπεται τίποτα, διαμαρτυρία, γκράφιτι, πανό, διαδήλωση». Θα καταστείλουν και τους συγγενείς, που γράφουν τα ονόματα των δολοφονημένων στο έγκλημα των Τεμπών;
Το μίσος της κυβέρνησης είναι ευνόητο. Η νίκη του Π. Ρούτσι εξέθεσε την ίδια και τον Μητσοτάκη. Δεν άφησε να περάσει η παρωδία μιας στημένης δίκης εξπρές. Άνοιξε ένα νέο δρόμο στις προσπάθειες ενάντια στη συγκάλυψη. Έδειξε ότι ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ με ενότητα και αγώνα μέχρι τέλους
Η κυβέρνηση θέλει να θωρακιστεί, όσο πλησιάζουν οι δίκες για τα Τέμπη, για να σιγουρέψει την ατιμωρησία κυρίως των δικών της στελεχών και «ημέτερων». Ο κίνδυνος είναι σοβαρός. Η υποχρεωτική «απόσυρση» του στρατού από τη δημόσια ζωή, που ο Μητσοτάκης φαίνεται θέλει να επαναφέρει, είναι μια από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις μετά από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου και σε όλη τη Μεταπολίτευση. Ο Μητσοτάκης «εμπνέεται» και από τις ΗΠΑ, όπου βλέπουμε τη χρήση του στρατού ενάντια στον «εσωτερικό εχθρό». Θέλει ένα αυταρχικό καθεστώς σε βάρος των εργαζομένων και της νεολαίας. Όσο πιο απομονωμένη και απονομιμοποιημένη είναι η κυβέρνηση, τόσο ρέπει σε τέτοιες «ακρότητες». Αυτό δείχνει η σωρεία χτυπημάτων καταστολής: Επίθεση στη διαδήλωση της 7/10 για την Παλαιστίνη. Εισβολή των ΜΑΤ στη φοιτητική κατάληψη της Αρχιτεκτονική. Χτύπημα των συγκεντρωμένων στο νοσοκομείο Αττικό, όταν πήγε εκεί ο «άριστος» Άδωνις Γεωργιάδης. Απανωτά πειθαρχικά και διώξεις ενάντια σε αγωνιστές εκπαιδευτικούς και εργαζόμενους…
Για να μην περάσει αυτό το απαράδεκτο, χουντικού τύπου μέτρο κατεβαίνουμε στον δρόμο. Ο χώρος της Πλατείας Συντάγματος δεν ανήκει στους κυβερνητικούς οργανωτές της Συγκάλυψης και στους μηχανισμούς τους! ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ – για να εκφράζεται η κοινωνική διαμαρτυρία, «κάτω από τη μύτη» μιας Βουλής που είναι επιτελείο της συγκάλυψης (όπως και ένα σωρό άλλοι «θεσμοί») και της ψήφισης αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων. Παλεύουμε για να μην περάσει η επικίνδυνη, αντιδημοκρατική τροπολογία. Εργαζόμενοι, νέοι, φτωχοί, όλοι εμείς που απαιτούμε «Οξυγόνο» και «Δικαιοσύνη», που δεν αντέχουμε άλλο το καθεστώς συγκάλυψης, ακρίβειας, φτώχειας, 13ωρου, πολέμου, καταστολής… ΘΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ, ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΜΑΣ, πάση θυσία.


ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
apergiapeinas.2025@gmail.com



Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Αν στην Ελλάδα ευδοκιμούσε η τσίπα, Φλωρίδης και Γεωργιάδης θα έπρεπε να έχουν παραιτηθεί. Ή θα έπρεπε ο πρωθυπουργός να τους έχει στείλει στο σπίτι τους. Αλλά τίποτα από αυτά δεν θα συμβεί, διότι ουδείς από αυτούς ενοχλείται από τη λέξη «εξευτελισμός».



του Γιώργου Καρέλια

Οι εξουσίες πρέπει να πιέζονται αφόρητα. Μόνον έτσι σηκώνονται από το θώκο των αλαζονικών βεβαιοτήτων τους και συνειδητοποιούν ότι αυτές δεν αρκούν για να είναι παντοδύναμες. Δεν χρειαζόμαστε παντοδύναμες εξουσίες.

Ναι, στην υπόθεση του απεργού πείνας του Συντάγματος εξευτελίστηκαν δύο από τις τρεις εξουσίες που κατοχυρώνει το Σύνταγμα: η Εκτελεστική (κυβέρνηση) και η Δικαστική (για την ακρίβεια ορισμένοι δικαστές, διότι η δικαιοσύνη τελικά νίκησε).

Η κυβέρνηση εξευτελίστηκε:

Πρώτον, δια του υπουργού Δικαιοσύνης. Ο οποίος στην αρχή έλεγε ότι δεν υπήρχε αίτημα εκταφής, μετά ότι θα γινόταν εκταφή μόνο για να πιστοποιηθεί η ταυτότητα του νεκρού και όχι για να διερευνηθεί η αιτία θανάτου του (χημικά) και στο τέλος προανήγγειλε, μέσω διαρροών, ότι θα γίνουν όλα. Όπως ζητούσε εξαρχής ο απεργός πείνας.

Δεύτερον, δια του υπουργού Υγείας. Ο οποίος αυτή τη φορά ξεπέρασε και τον εαυτό του σε αμετροεπείς κραυγές και δηλώσεις, που οδήγησαν σε μεγαλοπρεπή κωλοτούμπα. Πρώτα είπε ότι ο απεργός «μια χαρά είναι στην υγεία του» (ευτυχώς, δεν έφτασε στο σημείο των χυδαίων φιλοκυβερνητικών τρολ, που έλεγαν «ροδαλός είναι, τρώει κρυφά). Μετά υπερασπίστηκε με πάθος την άποψη ότι «δεν γίνονται τοξικολογικές εξετάσεις σε επιβάτες». Ταυτόχρονα εξέφραζε τη βεβαιότητα ότι όλα αυτά γίνονται «για να καθυστερήσει η δίκη». Και στο τέλος εξέφρασε τη… χαρά του που έγιναν δεκτά όλα τα αιτήματα του απεργού πείνας.

Δια του κυβερνητικού εκπροσώπου, που έλεγε κι αυτός ότι «η κυβέρνηση δεν παρεμβαίνει στη δικαιοσύνη», κάτι που σήμερα μόνο σαν ανέκδοτο ακούγεται. Παρενέβη, ευτυχώς! Και καλά έκανε!

Η δικαστική εξουσία εξευτελίστηκε:

Δια των ανώτατων δικαστών, οι οποίοι σύρθηκαν εξαρχής πίσω από τις κυβερνητικές σκοπιμότητες και μεθοδεύσεις χωρίς να λάβουν υπόψη τους ότι αυτές αλλάζουν. Πρώτα μας είπαν ότι «δεν υπήρχε αίτημα». Μετά ότι θα εξεταστούν αιτήματα «που αποβλέπουν σε εξακρίβωση ή πιστοποίηση της ταύτισης ή μη του DNA των σορών» (απέρριπταν, δηλαδή, τις τοξικολογικές εξετάσεις για την αιτία θανάτου). Και στο τέλος η κατώτερη τους εισαγγελέας της Λάρισας «αποδέχτηκε» και αυτό το αίτημα. Απορία: Γιατί η δικαιοσύνη, εν προκειμένω η ανώτατη ηγεσία της δεν έκανε εξαρχής το αυτονόητο, δηλαδή να κάνει δεκτά και τα δύο αιτήματα του απεργού και όλα να έχουν λήξει αμέσως; Πώς εξηγείται η στάση τους; Είναι απλώς μια τυπολατρική εμμονή; Γιατί δέχονται να ενισχύεται η πεποίθηση ότι η δικαστική εξουσία σύρεται πίσω από τις εκάστοτε επιδιώξεις της εκτελεστικής;

Αν στην Ελλάδα ευδοκιμούσε η τσίπα, Φλωρίδης και Γεωργιάδης θα έπρεπε να έχουν παραιτηθεί. Ή θα έπρεπε ο πρωθυπουργός να τους έχει στείλει στο σπίτι τους. Αλλά τίποτα από αυτά δεν θα συμβεί, διότι ουδείς από αυτούς ενοχλείται από τη λέξη «εξευτελισμός».

Στη δικαστική πυραμίδα δεν προβλέπονται τέτοια. Αν και μια παραίτηση για λόγους ευθιξίας ευεργετική θα ήταν.

Εν κατακλείδι, ο εξευτελισμός που περιγράψαμε είχε ένα θετικό αποτέλεσμα. Οδήγησε στη σωστή απόφαση, την ικανοποίηση των αιτημάτων του απεργού. Και πρόλαβε κάποια ενδεχομένως μοιραία εξέλιξη, που θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για όλους.

Αυτό κρατάμε στο τέλος, οι εξουσίες εξευτελίστηκαν. Ευτυχώς! Και το αποτέλεσμα ήταν ευεργετικό. Δυο φορές ευτυχώς!

ΥΓ: Το ότι εξευτελίστηκαν και μέσα ενημέρωσης και συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι, που έλεγαν ότι στο Σύνταγμα «έχει στηθεί ένας τσαντίρ μαχαλάς» και άλλοι που υπερθεμάτιζαν στην αρχική κυβερνητική εμμονή ότι δεν πρέπει να ικανοποιηθούν όλα τα αιτήματα του απεργού διότι θα καθυστερήσει η δίκη, μικρή σημασία έχει. Αυτό που δεν είναι εμφανές είναι ποια «λογική» τροφοδοτεί την άλλη: η Πορτοσάλτεια την Φλωρίδεια και την Γεωργιάδεια ή το αντίστροφο. Ο εξευτελισμός τους, πάντως, είναι ίδιος. Και (σχεδόν…) τέλειος. Ευτυχώς!




πηγή



Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
ΟΛΟΙ στις Συγκεντρώσεις Αλληλεγγύης στον Π. Ρούτσι - ΚΥΡΙΑΚΗ 5/10, 17:30 Σύνταγμα


Από τις 14 Σεπτεμβρίου, ο Πάνος Ρούτσι συνεχίζει ανυποχώρητα την απεργία πείνας, έχοντας στο πλευρό του κι άλλους απεργούς πείνας, αλληλέγγυους και χιλιάδες ανθρώπους που δείχνουν καθημερινά την υποστήριξή τους. Το αίτημα του Πάνου και των άλλων συγγενών είναι νόμιμο, ηθικό και δίκαιο: ζητούν να εξετάσουν από τι πέθαναν τα παιδιά τους, τα πτώματα των οποίων πήραν σε κλειστά φέρετρα, που απαγορεύονταν να ανοίξουν.

Η κυβέρνηση κρύβεται πίσω από την «ανεξάρτητη» δικαιοσύνη για να συγκαλύψει τα αίτια του εγκλήματος. Ενώ αυταρχικά αρνιόταν οποιαδήποτε συζήτηση για την εκταφή, αναγκάστηκε σε μια πρώτη υποχώρηση, όταν η εισαγγελέας Πρωτοδικών Λάρισας διέταξε προκαταρκτική εξέταση για την εκταφή του παιδιού του Πάνου και άλλων συγγενών θυμάτων.

Όμως, η εισαγγελία, με υπόδειξη του υπουργού Δικαιοσύνης, εμπαίζει τον απεργό πείνας και τους συγγενείς των θυμάτων. Η προανάκριση θα είναι χρονοβόρα. Δεν είναι ξεκάθαρο τελικά αν θα απαντηθεί θετικά ή αρνητικά το αίτημα για εκταφή. Αν γίνει δεκτό, αν θα αφορά μόνο ταυτοποίηση DNA και όχι τοξικολογικές εξετάσεις, ώστε να αποδειχθούν τα πραγματικά αίτια του θανάτου του Ντένις. Η συγκάλυψη δεν κρύβεται, ούτε για τα προσχήματα πλέον! Ξέρουν ότι οι πλήρεις εξετάσεις θα άλλαζαν αναγκαστικά το πόρισμα της ντροπής, που βγήκε με fast track διαδικασίες, βγάζοντας «λάδι» όλη την κυβέρνηση και τους ενόχους, αποκρύπτοντας βασικά στοιχεία της υπόθεσης.

Είναι εξοργιστικό ότι μιλάμε για αυτονόητα δικαιώματα, που αντιμετωπίζουν αρχικά την αλαζονική άρνηση και έπειτα διάφορα νομικίστικα τερτίπια της κυβέρνησης και της «ανεξάρτητης δικαιοσύνης». Οι Μητσοτάκης – Φλωρίδης πετάνε το μπαλάκι στη δικαιοσύνη για να θολώσουν τα νερά, να ολοκληρώσουν τη συγκάλυψη. Όμως δε θα τους περάσει!

ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΝΙΚΗ

Το κύμα συμπαράστασης μεγαλώνει! Εργαζόμενοι και νεολαία στάθηκαν δίπλα στην απεργία πείνας από την αρχή, συμμετέχουν πανελλαδικά σε μαζικές κινητοποιήσεις. Το ποτάμι οργής ξεχειλίζει, η κοινωνία ψάχνει Οξυγόνο: αυτό φοβίζει την κυβέρνηση, γιατί δεν μπορεί να το ελέγξει!

Μπορούμε και πρέπει να τιμωρήσουμε πραγματικά τους ενόχους των Τεμπών και της Συγκάλυψης, της ακρίβειας, της φτώχειας, των σκανδάλων. Πλέον η υγειά του απεργού πείνας δυσχεραίνεται, χρειάζεται να βγούμε μαζικά στους δρόμους όπως στις 26/1 και στις 28/2 προκειμένου να δώσουμε ξεκάθαρα το μήνυμα στην κυβέρνηση και την «ανεξάρτητη» δικαιοσύνη ότι δεν θα ανεχτούμε κάτι λιγότερο από την πλήρη δικαίωση του Π. Ρούτσι. Να δείξουμε την έμπρακτη αλληλεγγύη μας συμμετέχοντας στις κινητοποιήσεις! Να φωνάξουμε: «ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ»!

  •  Να στηρίξουμε έμπρακτα τον Π. Ρούτσι, κάνοντας την απεργία πείνας ένα κέντρο αγώνα και συντονισμού.
  • Με διαδηλώσεις, απεργίες, αγώνα διαρκείας: Να μην είμαστε θεατές στο έγκλημα – Να συμμετέχουμε ενεργά ΜΕ ΔΡΑΣΕΙΣ στη δίκαιη υπόθεση του Π. Ρούτσι!

ΠΑΛΕΨΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

apergiapeinas.2025@gmail.com




Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου


Η δημοσιογράφος Μαρίνα Βήχου μιλά για τους λόγους που την ώθησαν σε απεργία πείνας με μόνο αίτημα την Ελευθερία του Τύπου και την εφαρμογή της…


Το επάγγελμά μας, που η μεγαλύτερη πλειοψηφία των Ελλήνων δημοσιογράφων το υπηρετεί με απόλυτη αίσθηση καθήκοντος, και με δημοκρατικά συναισθήματα, βάλλεται αυτή τη στιγμή, γιατί μετατρέπεται σε ένα είδος σφουγγαρόπανου του Μεγάρου Μαξίμου. Είναι πολλά τα κρούσματα όλο αυτό το διάστημα, η ενημέρωση πλήττεται με πάρα πολύ βίαιο τρόπο, και με βάση τη συνείδηση μου αποφάσισα, επίσης, ότι πρέπει να βγω και να αγωνιστώ».



Η Μαρίνα Βήχου, δημοσιογράφος, μέλος της Ένωσης Συντακτών της Αθήνας (ΕΣΗΕΑ), απεργός πείνας από την Τρίτη 23 Μαρτίου έξω από το κτήριο της Ένωσης, μιλάει με ήρεμη, αποφασισμένη, σταθερή φωνή. Έχει στήσει δύο πανώ και το αντίσκηνό της, έξω από το «σπίτι της», το «σπίτι των δημοσιογράφων» επιζητώντας την αποκατάσταση της χαμένης τιμής του επαγγέλματος.



Στο κρύο της νύχτας και στην δυσκολία και μοναξιά της μέρας, υποστήριξή της οι απλοί συνάδελφοι, «υποστήριξη από συναδέλφους με δημοσιεύματα, κοινοποιήσεις των δικών μου αναρτήσεων, δημοσιεύματα πάρα πολλά στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υπάρχει μεγάλη υποστήριξη… και στο Facebook, σε αυτά που αναρτώ… Σήμερα μάλιστα ήταν αρκετές οι συνεντεύξεις, μου ζητούν να μιλήσω.».



Η απόφασή της, μια απόφαση που πολλοί κρίνουν ακραία, «αυτό που μπορεί να κάνει», μας λέει. «Έχω εξοργιστεί. Έχω φτάσει στα όρια μου. Αν ήμουν μικρότερη ίσως πέταγα πέτρες. Ε, στην ηλικία που είμαι αυτό που μπορώ να κάνω κάνω.».

Πως φτάνει στα όριά του ένας άνθρωπος του χώρου του Τύπου; Τι την οδηγεί σήμερα σε αυτή τη δράση; «Είναι αρκετά χρόνια.. από την εποχή των μνημονίων αρχίζει η μεγάλη κατηφόρα, αλλά τώρα έχουμε φτάσει στο σημείο ναδίρ,. Μιλάμε για παραπληροφόρηση, για κυνήγι της αντίθετης άποψης, στοχοποίηση της αντίθετης άποψης, ρεπορτάζ στημένα, και σε συχνή βάση… [τα συστημικά μέσα] βασιστήκανε στην καλλιέργεια ενός κλίματος μεγάλης τρομοκρατίας, και εγκατέλειψαν τελείως αυτό που λέμε, να δίνουν χώρο στην άλλη άποψη. Αν έχεις και κάπου διαφορετική άποψη αμέσως αυτόματα χαρακτηρίζεσαι τραμπιστής, συνομωσιολόγος, ψεκασμένος…».



Ευτυχώς, τα υγιή κύτταρα της κοινωνίας αντιδρούν. «Υπάρχει και μια κοινωνία, και αυτό είναι το ενδιαφέρον, που αρχίζει και τιμωρεί αυτή την κατάσταση, τα τελευταία γκάλοπ δείχνουνε ότι τα μέσα ενημέρωσης εθνικής εμβέλειας πλέον χάνουνε καθημερινά ακροατήριο, ενώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυξάνεται το ακροατήριο, υπάρχουν αυτά τα δείγματα, κάτι ελπιδοφόρο κυοφορείται…».



Κυοφορείται όμως εκτός της Ένωσης Συντακτών, όπως φαίνεται. Γιατί εντός, η κίνησή της χαρακτηρίστηκε ως «εκβιασμός». Απαντάει ήρεμη, χωρίς στιγμή να υψώσει τη φωνή της και σε αυτό: «Στη συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ υπήρξε ο ισχυρισμός ότι εγώ κάνοντας αυτή την κινητοποίηση εκβιάζω! Εκβιάζω το διοικητικό συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ! Ξέρετε, είναι η ίδια έκφραση που χρησιμοποίησε ο Μητσοτάκης για την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα. Όμως είναι δύο πράγματα που δε βλέπουν: ότι στην περίπτωση του Δημήτρη Κουφοντίνα, εκείνος αγωνίστηκε για ένα θέμα που αφορούσε τον ίδιο και το κράτος δικαίου, την ισονομία των πολιτών. Στη δική μου περίπτωση, προσωπικό όφελος από αυτό δεν έχω κανένα, και το έχω δηλώσει, ούτε σε εκλογές πρόκειται να κατέβω, ούτε τίποτε τέτοιο, δεν έχω τέτοιες φιλοδοξίες. Και, δεύτερον, μου είπανε [από το ΔΣ της Ένωσης Συντακτών] «γιατί δεν ήρθες να μας τα πεις τα αιτήματα σου; είναι πολύ λογικά και συμφωνούμε κι εμείς, και ξεκίνησες με την απεργία πείνας;». Απάντησα, αν είναι τόσο λογικά και συμφωνείτε κι εσείς, γιατί εδώ και έναν χρόνο δεν έχετε κάνει τίποτε;

Και το άλλο που θα ήθελα να πω εδώ, είναι πως εκβιασμός, η λέξη εκβιασμός, σημαίνει να κάνεις κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέληση του. Εμένα όμως μου λένε ότι συμφωνούμε απόλυτα, οπότε για ποιό λόγο τους εκβιάζω; ή συμφωνούν και βγάζουν μια ανακοίνωση και σταματάω εγώ την απεργία, ή δε συμφωνούν και ισχυρίζονται ότι τους εκβιάζω…». για ποιό λόγο άλλωστε να εκβιάσει κανείς για το αυτονόητο; Και το αυτονόητο είναι αυτό που τονίζει κλείνοντας την κουβέντα μας η κα Βήχου: «Πρέπει να εφαρμοστεί ο κώδικας δημοσιογραφικής δεοντολογίας, που, σαν κείμενο, είναι ένα εξαιρετικό κείμενο. Ένα τόσο προσεγμένο κείμενο, που πιάνει όλες τις περιπτώσεις παραβιάσεων της Ελευθερίας της Ενημέρωσης…».






Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Μπόμπι Σαντς (1954 – 1981)

O Μπόμπι Σαντς (Bobby Sands) ήταν βορειοϊρλανδός εθνικιστής και ηγετικό στέλεχος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), ενταγμένος στην αριστερή του πτέρυγα. Έγινε παγκοσμίως γνωστός το 1981, όταν ξεκίνησε απεργία πείνας στη φυλακή, διεκδικώντας το καθεστώς του πολιτικού κρατούμενου. Η άρνηση της τότε πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ να ικανοποιήσει το αίτημά του, τον οδήγησε στο θάνατο στις 5 Μαΐου 1981.

Ο Ρόμπερτ Γκέραρντ «Μπόμπι» Σαντς γεννήθηκε στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας στις 9 Μαρτίου 1954. Ήταν το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά του Τζον και της Ροζαλίν Σαντς, δύο πιστών Καθολικών. Από μικρό παιδί, ο Μπόμπι ζούσε και μεγάλωνε με τις έντονες διαμάχες μεταξύ των Καθολικών ή Δημοκρατικών (των Ιρλανδών που ζητούν την ενσωμάτωση της Βόρειας Ιρλανδίας στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας ή Έιρε) και των Προτεσταντών ή Ενωτικών (των Ιρλανδών που παραμένουν πιστοί στο βρετανικό στέμμα).

Σε ηλικία 10 ετών αναγκάστηκε να μετακομίσει με την οικογένειά του σε άλλη γειτονιά του Μπέλφαστ, λόγω της κατατρομοκράτησής τους από τους Προτεστάντες. «Ήμουν ένα αγόρι της εργατικής τάξης από το εθνικιστικό γκέτο, αλλά είναι η καταστολή που μου δημιούργησε το επαναστατικό πνεύμα της ελευθερίας» είχε γράψει ο Σαντς για τα παιδικά του χρόνια. Σε ηλικία 18 ετών, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη δουλειά του ως μαθητευόμενος τεχνίτης αυτοκινήτων και να μετακινηθεί ξανά με την οικογένειά του σε άλλη γειτονιά.


Η συνεχιζόμενη καταπίεση των Καθολικών από τους Προτεστάντες ριζοσπαστικοποίησε τον Σαντς και τον ώθησε να ενταχθεί στον IRA το 1972. Οι δεσμοί του με την οργάνωση, που διεκδικούσε με δυναμικά μέσα την απόσπαση της Βόρειας Ιρλανδίας από τη Μεγάλη Βρετανία, δεν πέρασαν απαρατήρητοι από τις αρχές. Αργότερα, εκείνο το έτος, συνελήφθη για κατοχή πυροβόλων όπλων και καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών.

Στη φυλακή συνάντησε κορυφαία στελέχη του IRA, όπως ο Τζέρι Άνταμς, τα οποία εκτίμησαν τις ικανότητές του, με αποτέλεσμα μετά την αποφυλάκισή του να ανέλθει τάχιστα στην ιεραρχία της οργάνωσης. Ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του IRA και παρότρυνε τους συντρόφους του να υιοθετήσουν σοσιαλιστικές πολιτικές. Ο Σαντς ήταν θαυμαστής της πολιτικής δράσης και του συγγραφικού έργου των Τζορτζ Τζάκσον, Φραντς Φανόν, Τσε Γκεβάρα και του ιρλανδού σοσιαλιστή Τζέιμς Κόνολι. Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του παντρεύτηκε τη φίλη του Τζέραλντι Νόουντ, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Γκέραρντ Σαντς.

Με την απελευθέρωσή του, ο Σαντς επέστρεψε αμέσως στην πολιτική δράση και γρήγορα έγινε δημοφιλής στις τάξεις των Καθολικών. Στα τέλη του 1976, οι αρχές τον συνέλαβαν ξανά, αυτή τη φορά για μία βομβιστική ενέργεια σε μια μεγάλη εταιρεία επίπλων και την επακόλουθη ανταλλαγή πυρών μεταξύ των δραστών και της αστυνομίας. Αφού υποβλήθηκε σε απάνθρωπη ανάκριση και δικάστηκε με αμφισβητούμενα αποδεικτικά στοιχεία, καταδικάστηκε σε κάθειρξη 14 ετών, την οποία άρχισε να εκτίει στη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Μέιζ, στα περίχωρα του Μπέλφαστ.

Από την πρώτη μέρα του εγκλεισμού του ανέπτυξε ακτιβιστική δράση, ζητώντας μεταρρυθμίσεις στο σωφρονιστικό σύστημα, με αποτέλεσμα συχνά να βρίσκεται σε κελί απομόνωσης. Ο βασικός ισχυρισμός του ήταν ότι αυτός και οι άλλοι συγκρατούμενοί του μέλη του IRA έπρεπε ν’ αντιμετωπίζονται ως πολιτικοί κρατούμενοι και αιχμάλωτοι πολέμου και όχι τρομοκράτες, όπως επέμενε η βρετανική κυβέρνηση.

Την 1η Μαρτίου 1981, ο Σαντς και άλλοι εννέα συγκρατούμενοί του αποφάσισαν να ξεκινήσουν απεργία πείνας μέχρι θανάτου. Εκτός από το βασικό τους επιχείρημα, ότι έπρεπε ν’ αντιμετωπίζονται ως πολιτικοί κρατούμενοι, τα υπόλοιπα αιτήματά τους κυμαίνονταν από το να επιτρέπεται στους κρατουμένους να φορούν τα δικά τους ρούχα μέχρι να δέχονται επισκέψεις και αλληλογραφία.

Οι αρχές απέρριψαν τα αιτήματά του και ο ίδιος ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει την απεργία πείνας. Σταδιακά η υγεία του άρχισε να επιδεινώνεται και κατά τη διάρκεια των πρώτων 17 ημερών είχε χάσει 8 κιλά. Εν τω μεταξύ, ο Σαντς σε μία προσπάθεια ν’ αναδείξει τον αγώνα του, έθεσε υποψηφιότητα για τη βουλευτική έδρα της εκλογικής περιφέρειας Φέρμανα και Σάουθ Τάιροουν, που θα κρινόταν σε επαναληπτική εκλογή. Στις 9 Απριλίου εξελέγη βουλευτής του Βρετανικού Κοινοβουλίου, επικρατώντας του Προτεστάντη αντιπάλου του, προκαλώντας σοκ στη βρετανική κυβέρνηση και ακυρώνοντας πανηγυρικά το επιχείρημά της ότι ο IRA ήταν μία περιθωριακή τρομοκρατική οργάνωση και δεν τύγχανε λαϊκής υποστήριξης.

Παρά την εκλογή του, ο Σαντς συνέχισε την απεργία πείνας, καθώς η στάση της Θάτσερ δεν άλλαξε. Στις 3 Μαΐου έπεσε σε κώμα και στις 5 Μαΐου 1981 άφησε την τελευταία του πνοή στη φυλακή του Μέιζ. Ο Μπόμπι Σαντς ήταν 27 ετών και είχε αρνηθεί τροφή για 66 ημέρες. Τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του τις πέρασε σε μία κλίνη νερού για την προστασία του φθαρμένου και εύθραυστου σώματός του.

Ο θάνατος του Σαντς προκάλεσε κύματα αγανάκτησης σ’ όλο τον κόσμο. Οι ΗΠΑ εξέφρασαν «βαθιά λύπη», εφημερίδες σε όλο τον κόσμο καταδίκασαν την «αναισθησία» της Θάτσερ ν’ αφήσει ένα μέλος του κοινοβουλίου να πεθάνει και μεγάλες ταραχές ξέσπασαν στους δρόμους της Βόρειας Ιρλανδίας. Την πομπή της κηδείας του παρακολούθησαν περισσότερα από 100.000 άτομα.

Τους επόμενους μήνες, εννέα ακόμη κρατούμενοι, μέλη του IRA, πέθαναν σε απεργίες πείνας, που σταμάτησαν τελικά στις 3 Οκτωβρίου 1981. Τελικά, η βρετανική κυβέρνηση, υποκύπτοντας και στις διεθνείς πιέσεις, ικανοποίησε τα περισσότερα αιτήματα των φυλακισμένων στελεχών του IRA και πολλοί από αυτούς απελευθερώθηκαν βάσει της λεγόμενης «Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής» (10 Απριλίου 1998), που έθεσε τέλος στις μακροχρόνιες συγκρούσεις στη Βόρεια Ιρλανδία και είναι γνωστή στη βρετανική πολιτική ιστορία ως «Οι Ταραχές» («The Troubles»).

 Σχετικό

Οι τελευταίες μέρες του Μπόμπι Σαντς είναι το θέμα της κινηματογραφικής ταινίας του Στιβ ΜακΚουίν «Hunger», που πρωτοπροβλήθηκε το 2008 με πρωταγωνιστή τον Μάικλ Φασμπέντερ.




Πηγή



Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου