Μετά το πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου, την ελληνοτουρκική ένοπλη σύγκρουση που ακολούθησε και τα πολιτικά αποτελέσματα της τουρκικής εισβολής και κατοχής, έπαψε αντικειμενικά να υπάρχει θεωρία για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.
Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ διαμόρφωνε νέες συνθήκες επίλυσης στο πλαίσιο ενός νέου παραδείγματος, μιας καινοτόμου case study, όπου κρίσιμος θα ήταν ο ρόλος των ευρωπαϊκών θεσμών για την δημιουργία κινήτρων επίλυσης και στις δύο πλευρές (Έλληνες και Τούρκους).
Δυστυχώς, η ΕΕ απέτυχε στον ρόλο επίλυσης του Κυπριακού εντός ενός παραδείγματος που αυτή φάνηκε στην αρχή ικανή να δομήσει κυριαρχικά με οικονομικά κυρίως κριτήρια και "power sharing" μεταξύ των δύο κοινοτήτων στο Νησί.
Το γιατί απέτυχε είναι μια μεγάλη ιστορία την οποία δεν θα μπορούσα να δοκιμάσω να διηγηθώ εδώ. Κράτησε απλώς για την οικονομία του σχολίου πως δεν πιστεύω ότι η απόρριψη του τέταρτου κατά σειρά Σχεδίου Ανάν από την ελληνοκυπριακή πλευρά - σε αντίθεση με τους Τουρκοκυπρίους - διά του δημοψηφίσματος, ήταν η αιτία κατάρρευσης του παραδείγματος, αλλά το αποτέλεσμα που προέκυψε από δραματικές αντιφάσεις, ιδεοληψίες οικονομισμού και επιπόλαιες παραδοχές στο πλαίσιο της γραφειοκρατικής και πολιτικής ελίτ που μεσολαβούσε εκείνη την περίοδο και των αντίστοιχων φορέων από ελληνικής και τουρκικής πλευράς που ενεπλάκησαν στις διαπραγματεύσεις. Τότε επιχειρήθηκε η συνέχιση της ιστορίας της Κυπριακής Δημοκρατίας με την υπέρβαση της ιστορίας στο νησί. Kαι αυτό αποδείχθηκε καθοριστικό σφάλμα. Δεν θα ήταν, πιθανώς, σφάλμα εάν η ΕΕ ήταν ένας ολοκληρωμένος πολιτικός οργανισμός με κοινή ασφαλώς εξωτερική πολιτική και άμυνα. Μόνον που σε αυτή την περίπτωση θα ήταν διαφορετικές οι πρόνοιες του Σχεδίου που απορρίφθηκε και ασφαλώς εντελώς διαφορετικό το άκρως προβληματικό/δυσλειτουργικό συντακτικό πλαίσιο που προνοούσε για το νέο στην ουσία Κυπριακό κράτος. 
Στη συνέχεια αντί οι διαπραγματεύσεις για επίλυση του Κυπριακού να κινηθούν προς την κατεύθυνση ενός νέου παραδείγματος, συνέβη το παράδοξο να συνεχιστούν στο πλαίσιο του προηγούμενου εξασθενημένου παραδείγματος, χωρίς μάλιστα αυτή την φορά την δυναμική παρέμβαση της ΕΕ. Αυτό, όταν και όπου συνέβη κατά το παρελθόν παγκοσμίως, αντί να επιλύσει προβλήματα οδήγησε σε επιδείνωση της κρίσης.
Τι έχουμε λοιπόν σήμερα; Όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές να βιώνουν τα οδυνηρά αποτελέσματα ενός εξασθενημένου παραδείγματος, την ιδιοκτησία του οποίου δεν φαίνεται να διεκδικεί κανείς - ούτε ο ΟΗΕ. Τι γνωρίζουν πλέον όλοι, εκτός ίσως από τους λαούς που εμπλέκονται στην κρίση και τον Τύπο που αναλύει ή σχολιάζει το σημερινό αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού; Δύο πράγματα: (1) Πως το Κυπριακό δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται πλέον στο περιθώριο του παραδείγματος που προέκυψε από την κυριαρχική παρέμβαση της ΕΕ - όπως συνέβη από την κατάρρευση του Σχεδίου Ανάν μέχρι σήμερα. Και (2) πως μια και συνεχίζει να υφίσταται έλλειψη συνεκτικής θεωρίας για την παραγωγή μιας νέας μεθοδολογίας επίλυσης, απάντηση στην κρίση θα μπορούσε να είναι ένα νέο διεθνές ριζοσπαστικοποιημένο παράδειγμα. Ένα νέο μοντέλο επίλυσης που θα προκαλούσε ρήξη με τις παραδοχές όλων των προηγούμενων.
Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών μοιάζει να αντιλαμβάνεται το δίλημμα αυτό και την ανάγκη αυτή, αλλά ταυτόχρονα είναι εγκλωβισμένος σε ένα παραδοσιακό αφήγημα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις που δεν του επιτρέπει - σε κάθε περίπτωση αναγνωρίζω πως θα ήταν δύσκολο - ούτε καν να περιγράψει ειλικρινώς το σημερινό πρόβλημα. Από την άλλη πλευρά η τουρκική ηγεσία, που επίσης μοιάζει να αντιλαμβάνεται την αιτία του αδιεξόδου, αδυνατεί να ξεφύγει από μικροπολιτικές και γεωπολιτικές παραδοχές που κατασκεύασαν το αφήγημα πολιτικής νομιμοποίησης της κατοχικής σε μεγάλο βαθμό, παρέμβασής της στο Νησί.
Και το ερώτημα πλέον είναι: Μπορεί το Κυπριακό που εμφανίζεται αυτή την στιγμή ως γόρδιος δεσμός, να επιλυθεί διά της σπάθης; Ή μήπως τα ενεργειακά αποθέματα και οι πόροι υδρογονανθράκων θα μπορούσαν να παίξουν τον ρόλο που δεν μπόρεσε η ΕΕ για την πολιτική ένωση της Κύπρου;
Δεν νομίζω. Και τα δύο αυτά ενισχύουν την κρίση και διαμορφώνουν περιβάλλον ευρύτερης ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Ούτε η εθνικιστική, αλλά ούτε η οικονομιστική προσέγγιση μπορούν να προσφέρουν σήμερα λύση, καθώς και οι δύο έχουν αποτύχει ιστορικώς, ασχέτως ποιος είχε την πρωτοβουλία: Έλληνες, Τούρκοι, Βρετανοί, ΟΗΕ, Αμερικανοί, ΕΕ. Το νέο παράδειγμα για την επίλυση του Κυπριακού οφείλει να δομηθεί σε ένα ριζοσπαστικό και καινοτόμο επιστημονικό και πολιτικό παράδειγμα στην βάση της δημοκρατίας και εγγυήσεων για την λειτουργία της από τον ΟΗΕ. Το Κυπριακό ως ζήτημα ασφαλείας είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί πλέον να επιλυθεί και θα αποτελέσει μία μόνιμη εστία αποσταθεροποίησης στην Ανατολική Μεσόγειο. Ισχυρίζομαι πως μόνο ένα δημοκρατικό παράδειγμα θα μπορέσει να επιλύσει αυτό το ζήτημα τυπικώς και μακροχρονίως, αν σκεφτείς πως στην πραγματικότητα το Κυπριακό έχει προσωρινά επιλυθεί με τα τετελεσμένα που προκάλεσε η τουρκική εισβολή και κατοχή. Οι μορφές δημοκρατικής επίλυσης είναι πολλές και θα μπορούσαν να συνθέσουν διαφορετικά παραδείγματα, τα οποία για να έχουν τα εχέγγυα επιτυχίας δεν θα πρέπει να αγνοούν την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στο Νησί.
Αυτό ίσως ακούγεται βολικό για την τουρκική πλευρά, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι, καθώς η πραγματικότητα αυτή δεν μπορεί να αφορά στη στρατιωτική παρουσία και στην πολιτική παρέμβαση της Τουρκίας, ούτε στην μορφή παραδοσιακών εγγυήσεων την οποία ανελαστικώς υπερασπίζεται. Το αντίθετο. Μόνον αν ένα σχέδιο δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας αποτελούσε ένα νέο παράδειγμα δημοκρατικής οργάνωσης στον Νησί, αντικαθιστώντας το σημερινό εξασθενημένο παράδειγμα που δίνει έμφαση στην ασφάλεια, θα μπορούσαμε να ελπίζουμε σε μόνιμη ειρηνική λύση του Κυπριακού.
Αυτό προφανώς δεν θα άρεσε στους εθνικιστικούς κύκλους της Τουρκίας και της Ελλάδας και ίσως σε ξένους παράγοντες που επί τόσα χρόνια εκμεταλλεύονται τον εθνικισμό στο Νησί για δικό τους όφελος. Αυτοί (οι εθνικιστές) επιθυμούν η διχοτόμηση να λάβει πολιτικώς ολοκληρωμένη μορφή, παραβλέποντας πως σήμερα έχουν διαμορφωθεί διεθνείς και ευρωπαϊκές πραγματικότητες που δεν το επιτρέπουν, εκτός και εάν απομονωθεί ή καταρρεύσει η ίδια η Τουρκία και μεταβληθεί η ΕΕ.

Αυτοί που σκέφτονται με όρους αποκλεισμού στο Νησί θα ήταν έντιμο να σκεφτούν με όρους ελληνοτουρκικού πολέμου. Όχι ατυχήματος, αλλά πολέμου. Στο βαθμό που δεν το κάνουν, αλλά συνεχίζουν να προβάλλουν την ανακούφισή τους από την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό, είναι εκτός από επικίνδυνοι και προδήλως εχθροί της δημοκρατίας και υποκριτές.

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.