«Το δικαστήριο είχε τουλάχιστον πέντε διαφορετικές βάσεις, επί των οποίων θα μπορούσε να απαλλάξει τη συγκεκριμένη γυναίκα ή να μην της επιβάλλει ποινή», τονίζει η Ζωή Κωνσταντοπούλου, μιλώντας στο Sputnik, για την υπόθεση της καθαρίστριας που φυλακίστηκε για πλαστό απολυτήριο Δημοτικού.
Ως ένα «ακραίο παράδειγμα εξάντλησης της δικαστικής αυστηρότητας έναντι του αδυνάμου» χαρακτηρίζει η Ζωή Κωνσταντοπούλου την υπόθεση της 53χρονης καθαρίστριας από τον Βόλο που καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 10 ετών επειδή διέθετε πλαστογραφημένο απολυτήριο Δημοτικού.
Το ερώτημα, σύμφωνα με την ίδια, δεν είναι αν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο, καθώς όπως λέει, «όλα τα άλλα μπορούσαν και έπρεπε να γίνουν, εκτός από αυτό». 
Οι δικαστές και εισαγγελείς κάνουν λόγο για προφανή «αναντιστοιχία αδικήματος και ποινής». Σε ανακοίνωσή της, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εκφράζει την ανάγκη «εκλογίκευσης των δρακόντειων ποινών που προβλέπει ο ν. 1608/50 και ορθότερης διάκρισης των αδικημάτων», επισημαίνοντας ότι η σύγχυση που δημιουργείται «μπορεί να αρθεί είτε με νομοθετική παρέμβαση είτε με λύση του νομικού ζητήματος από σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου».
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου, με την ιδιότητα της δικηγόρου, σημειώνει: «Νομικά μιλάμε για ένα αδίκημα που έγινε πριν από 22 χρόνια και κανονικά και υπό πάσα άποψη έχει παραγραφεί. Επιπλέον, μιλάμε για ένα αδίκημα που έγινε από μη ταπεινά αίτια και από έναν άνθρωπο που όπως διαβάζουμε στα δημοσιεύματα, δοκιμάστηκε πολύ σκληρά στη ζωή του». 
«Η καταδίκη αυτή με χρήση της πρόβλεψης που υπάρχει από τη δεκαετία του '50 περί καταχραστών του Δημοσίου, η οποία κατατείνει στην αντιμετώπιση των βαρέων εγκλημάτων κατά του Δημοσίου και όχι στην εξουθένωση απλών ανθρώπων για συμπεριφορές τέτοιες, αποτελεί ακραία καταχρηστική και εκδικητική δικαστική συμπεριφορά, η οποία οφείλω να πω ότι δυστυχώς ευνοείται από την αντίληψη, η οποία επικρατεί σήμερα στη Δικαιοσύνη, ότι η αυστηρότητα είναι πάντοτε καλή, ότι ο δικαστής που καταδικάζει και φυλακίζει δεν ελέγχεται πειθαρχικά, εκείνος που αθωώνει ελέγχεται πειθαρχικά», παρατηρεί η επικεφαλής της Πλεύσης Ελευθερίας.
Μάλιστα, τονίζει: «Θα πρέπει να αναρωτηθούμε πώς είναι δυνατόν μέχρι σήμερα να μην έχει δικαστεί ούτε ένας από τους κατηγορούμενους στην πολύκροτη υπόθεση της Siemens, της ίδιας δηλαδή περιόδου '97-'98, και να κυκλοφορούν ελεύθεροι και να αποδρούν, αλλά την ίδια ώρα να καταδικάζεται η καθαρίστρια, αυτή η γυναίκα της διπλανής πόρτας».
«Βαθιά υποκριτικό»
«Πρόκειται για ένα ακραίο παράδειγμα εξάντλησης της δικαστικής αυστηρότητας έναντι του αδυνάμου. Η καθαρίστρια που πλαστογράφησε το ενδεικτικό του Δημοτικού ώστε να φαίνεται ότι τελείωσε την έκτη τάξη, ενώ είχε πάει μόνο την πέμπτη, το έκανε για να προσληφθεί ως καθαρίστρια και να δουλέψει όπως δούλεψε, και να κάνει τη δουλειά της καθαρίστριας, για την οποία φαίνεται ότι δεν της χρειάστηκε η γνώση της έκτης δημοτικού», αναφέρει ακόμη η κυρία Κωνσταντοπούλου και συνεχίζει: «Η καταδίκη της ως καταχράστριας του Δημοσίου — δηλαδή για ένα πολύ βαριά ατιμωτικό αδίκημα — σε μία εξουθενωτική ποινή και ο εγκλωβισμός της στη φυλακή αποτελούν αλγεινή εκδήλωση της δικαστικής εξουσίας, η οποία αντί να σταθμίσει τις συνθήκες και τα έννομα αγαθά και αντί να επιδείξει την επιβαλλόμενη από τον πολιτισμό και τη Δικαιοσύνη επιείκεια, στην πραγματικότητα εξάντλησε την αυστηρότητά της πάνω σε αυτόν τον άνθρωπο».
«Όταν κυκλοφορούν ελεύθεροι ελεγχόμενοι για πολύ σοβαρά αδικήματα και ανενόχλητοι αποδρούν μάλιστα της Δικαιοσύνης, όπως έγινε πριν από λίγες ημέρες με τον υπόδικο κατηγορούμενο για τη Siemens, Όσβαλντ, όταν η περιφρόνηση στη νομιμότητα είναι προκλητική και επιδεικτική από τα ίδια τα μέλη της κυβέρνησης, αλλά και δικαστές και εισαγγελείς, είναι βαθιά υποκριτικό να εξουθενώνεται ένας άνθρωπος για ένα λάθος του παρελθόντος, το οποίο ομολογεί και το οποίο είναι προφανές ότι οδηγήθηκε από μη ταπεινά αίτια. Για να ζήσει το έκανε, δεν το έκανε ούτε για να κοροϊδέψει, ούτε για να καταχραστεί το δημόσιο χρήμα», αναφέρει ακόμη.
Η αντιμετώπισή της, σύμφωνα με την ίδια, «θα έπρεπε να είναι ανθρώπινη, θα έπρεπε σε έναν άνθρωπο που αναγνωρίζει αυτό το λάθος, να επιδειχθεί το ανθρώπινο πρόσωπο της Δικαιοσύνης. Σίγουρα ένας τέτοιος άνθρωπος δεν ανήκει στη φυλακή και σίγουρα δεν μπορεί να πείσει κανέναν η δικαστική εξουσία ότι αυτή η ποινή είναι αναλογική και δέουσα και δίκαιη για αυτήν τη γυναίκα που είναι ξεκάθαρο ότι είναι άνθρωπος της βιοπάλης».
«Είχαμε πρόσφατα παραδείγματα, ακόμη και του αδελφού του πρωθυπουργού που με χρήση μιας ευεργετικής διάταξης που ψηφίστηκε επί πρωθυπουργίας Τσίπρα, απόλαυσε της παραγραφής του αδικήματος της πλαστογραφίας, της χρήσης πλαστού, και το ερώτημα γιατί οι ίδιες ευεργετικές διατάξεις δεν ίσχυσαν για έναν απλό άνθρωπο — για την καθαρίστρια εν προκειμένω — είναι αμείλικτο», παρατηρεί, συμπληρώνοντας: «Εάν η Δικαιοσύνη εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά, εάν αλλιώς αντιμετωπίζει την εξουσία και συγγενείς της εξουσίας, και αλλιώς τους απλούς ανθρώπους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, δεν μπορεί να πείσει κανέναν ότι είναι πραγματική Δικαιοσύνη, ούτε βέβαια να ανταποκριθεί στη δημοκρατική αποστολή της Δικαιοσύνης που είναι ακριβώς η υπηρέτηση των δικαιωμάτων όλων των πολιτών και όχι κάποιων λίγων εκλεκτών φίλων των εξουσιών».
«Σαν την καθαρίστρια, έχουν φυλακιστεί και άλλοι άνθρωποι με εξαιρετικά άδικες διαδικασίες»
Μιλώντας νομικά, η κυρία Κωνσταντοπούλου εξηγεί ότι το δικαστήριο είχε τουλάχιστον πέντε διαφορετικές βάσεις, επί των οποίων θα μπορούσε να απαλλάξει τη συγκεκριμένη γυναίκα ή να μην της επιβάλλει ποινή.
«Είτε λόγω παραγραφής που είναι και το σοβαρότερο επιχείρημα, είτε λόγω των χαρακτηριστικών του αδικήματος που έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι το έγγραφο, το οποίο παραποιήθηκε: Είναι ένα απλό ενδεικτικό του Δημοτικού, δηλαδή η συγκεκριμένη συμπεριφορά υπόκειται ούτως ή άλλως στην πλαστογραφία πιστοποιητικού και όχι στην κοινή πλαστογραφία».
Με αυτά τα δεδομένα, όπως εκτιμά η κυρία Κωνσταντοπούλου, «το γεγονός ότι το δικαστήριο επέλεξε να εξαντλήσει και μάλιστα να υπερβεί τα όρια της εξουσίας του, για να στείλει έναν άνθρωπο φυλακή, μια φυλάκιση από την οποία δεν ωφελείται η κοινωνία, ούτε διδάσκεται, αλλά αντίθετα εξαγριώνεται, διότι βλέπει το άδικο, είναι ένα γεγονός που συνολικά, κατά την άποψή μου, πλήττει τη Δικαιοσύνη, και είναι ένα γεγονός, για το οποίο φέρει συνολικά ευθύνη η Δικαιοσύνη (η δικαστική εξουσία, η δικαστική λειτουργία) και όχι μόνο το συγκεκριμένο δικαστήριο. Τέτοιες δικαστικές συμπεριφορές δεν θα έπρεπε να είναι ανεκτές στο πλαίσιο της λειτουργίας της Δικαιοσύνης, επειδή είναι ανεκτές φτάσαμε σε αυτό το τραγικό αποτέλεσμα».
Η ίδια, άλλωστε, αναφέρεται και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις: «Η παρέμβαση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου γίνεται λόγω της κοινωνικής κατακραυγής. Σαν την καθαρίστρια, σαν τη γυναίκα αυτή που βρίσκεται τώρα στη φυλακή, έχουν φυλακιστεί και βρίσκονται κρατούμενοι και άλλοι άνθρωποι με εξαιρετικά άδικες διαδικασίες. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι για μικρά πλημμελήματα φυλακίζονται άνθρωποι, λόγω οικονομικής αδυναμίας και επειδή δεν μπορούν να αποπληρώσουν εξαγοράσιμες ποινές, ενώ την ίδια στιγμή απολαμβάνουν ακόμη και προκλητικών ευεργετημάτων μεγαλοκατηγορούμενοι σε μεγάλες υποθέσεις οικονομικής εγκληματικότητας, διαφθοράς και διαπλοκής». 
πηγή

Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.