Articles by "Ιστορικά θέματα"
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορικά θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αν οποιαδήποτε άλλη χώρα συμπεριελάμβανε στις τάξεις της έναν επιστήμονα του βεληνεκούς τού Άρη Πουλιανού και ένα εύρημα της αξίας τού κρανίου τού Αρχανθρώπου των Πετραλώνων, θα υπερηφανεύετο και θα είχε προβάλλει διεθνώς και τον Επιστήμονα και το Εύρημα. Λέω όμως «άλλη χώρα», εννοώντας πλήν της Ελλάδος, δηλαδή πλην των πολιτικών μαριονετών που διαχειρίζονται τις τύχες της. Πράγματι, την Ελλάδα, μεταπολιτευτικά, την κυβέρνησαν ανίκανοι και ουτιδανής αξίας πολιτικοί, συνεπικουρούμενοι από έναν κομματικό συρφετό επίσης ανικάνων πρασινοφρουρών, των οποίων η αξία πιστοποιείτο όχι από τις επιστημονικές περγαμηνές αλλά από την προοδευτική οσφυοκαμψία.
Τέτοιοι άνθρωποι, λόγω της ασημαντότητάς τους μπροστά στο κολοσιαίο έργο του Άρη και του Νίκου Πουλιανού προσπάθησαν και προσπαθούν να τους «κουράσουν» και να τους αποτρέψουν από το να αναδείξουν την Ελλάδα ως γενέτειρα του Αρχανθρώπου! Δυστυχώς, κάποιοι μοχθηροί υπουργοί πολιτισμού αρνούνται πεισματικά να εφαρμόσουν τον νόμο, ο οποίος έχει δικαιώσει τον Πουλιανό για το Μουσείο αλλά και να προωθήσει τις επιστημονικές αδιάσειστες αποδείξεις του Άρη και του Νίκου Πουλιανού, αρχίζοντας από τα σχολικά βιβλία. Τα ελληνικά σχολικά βιβλία αποτελούν κλασσικό παράδειγμα προχειρότητος, διότι γράφουν ό,τι θέλουν χωρίς να έχουν όχι μόνο ενιαία επιστημονική άποψη αλλά ούτε κοινή αναφορά. Για παράδειγμα, ξεφυλλίζοντας την προηγούμενη «Ιστορία των αρχαίων χρόνων» της Α΄ Γυμνασίου, των Λάμπρου Τσακτσίρα και Μιχάλη Τιβέριου, διαβάζουμε στην σελίδα 10:»Σήμερα πιστεύουμε ότι τα παλιότερα κατάλοιπα ανθρώπινης παρουσίας στον Ελληνικό χώρο χρονολογούνται γύρω στα 100.000 χρόνια π.Χ. Από την εποχή αυτή μας σώθηκαν τα παλιότερα εργαλεία, αλλά και το παλιότερο λείψανο ενός ανθρώπινου σκελετού. Πρόκειται για ένα κρανίο που βρέθηκε πριν μερικά χρόνια μέσα σε ένα σπήλαιο της Χαλκιδικής κοντά στο χωριό Πετράλωνα… Η κύρια δράση του ανθρώπου αυτού τοποθετείται από το 120.000 π.Χ. ως το 40.000 π.Χ. περίπου».
Το παράξενο είναι πως σε βιβλίο Γεωγραφίας τής Β΄ Γυμνασίου του ΟΕΔΒ των Ηλ. Μαριολάκου και Χρ. Σιδέρη, διαβάζουμε στην σελίδα 20, για το πρόσφατο γεωλογικό παρελθόν τού Ελλαδικού χώρου ότι «σε μία σπηλιά στην Χαλκιδική βρέθηκε ανάμεσα σε άλλα ένα απολιθωμένο κρανίο, που ανήκει στον άνθρωπο του Νεάτερνταλ, δηλαδή στον πρόγονο του σημερινού ανθρώπου. Η ηλικία του πολύ σημαντικού αυτού ευρήματος υπολογίζεται σε … 250.000 χρόνια»!!!
Δηλαδή τα δύο αυτά βιβλία τού ΟΕΔΒ, με διαφορά μιας μόνο τάξης (από Α΄ σε Β΄ Γυμνασίου) έχουν για το ίδιο αντικείμενο χρονολόγηση αποκλίσεως 150.000 ετών!!! Τι να πιστέψουν τα δύστυχα τα παιδιά!!!
Ειδικά αν δεν βρεθεί κάποιος καθηγητής, γνώστης του θέματος να τους πει πως ο άνθρωπος που μελέτησε τον Αρχάνθρωπο των Πετραλώνων, δηλαδή ο κ. Άρης Πουλιανός, χρονολόγησε μαζί με άλλους σπουδαίους επιστήμονες, καθηγητές ξένων πανεπιστημίων, με πολλές διαφορετικές μεθόδους και όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Το σπήλαιο των Πετραλώνων» (1982): «Με τις απόλυτες μεθόδους ραδιοχρονολογήσεων ο σταλαγμίτης που βρίσκεται πάνω από τον αρχάνθρωπο δίνει ηλικία λίγο μικρότερη από 700.000 (670.0000 για το δέκατο στρώμα).
Πάντως πρέπει να παίρνουμε υπ’ όψιν μας και την χρονολόγηση με την πανίδα, καθώς και το γεγονός ότι ο αρχάνθρωπος βρέθηκε στο ενδέκατο στρώμα. Γι’ αυτό για την ώρα λέμε πως ο αρχάνθρωπος έζησε περισσότερο από 700.000 χρόνια πριν (σελ. 39)». Ενώ λοιπόν στους ελλαδίτες επιστήμονες και στο υπουργείο υπάρχει «η αλλεργία της χρονολόγησης», η διεθνής επιστημονική κοινότητα τους εγκαλεί, εξευτελίζοντάς τους. Πριν λίγους μήνες, από 3 έως 6 Σεπτεμβρίου 2012 πραγματοποιήθηκε στην Άγκυρα το 18ο Συνέδριο της Πανευρωπαϊκής Ανθρωπολογικής Ένωσης, στο οποίο παράλληλα συνεδρίασε τρεις φορές το Διοικητικό της Συμβούλιο. Ανάμεσα σε άλλα ζητήματα εξετάσθηκαν κι εκείνα που σχετίζονται με το σπήλαιο Πετραλώνων Χαλκιδικής, το κρανίο τού Αρχανθρώπου και την ακατανόητη απομάκρυνση του Άρη Πουλιανού από το Ανθρωπολογικό Μουσείο, το οποίο δημιούργησε ο ίδιος δίπλα στο σπήλαιο με δικά του έξοδα και μόχθο μισού αιώνα, πρακτικά χωρίς κρατική βοήθεια.
Οι αποφάσεις τών παραπάνω Συμβουλίων αποτελούν ουσιαστικά συνέχεια προηγουμένων αποφάσεων της Ένωσης που είχαν ληφθεί στα Πετράλωνα Χαλκιδικής το 1982, την Φλωρεντία το 1984 ή το Πόζναν της Πολωνίας το 2010. Οι αποφάσεις τής Πανευρωπαϊκής Ανθρωπολογικής Ένωσης για τα Πετράλωνα συνοψίσθηκαν σε μια επιστολή προς το ΥΠ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. της 5-9-2012, που υπογράφει ο Πρόεδρος, καθηγητής στο Παν/μιο του Κέιμπριτζ, Νίκολας Μάτσι-Ταίυλορ (που έλαβε τον αριθμό 99299/ 28-9-2012 στο γενικό πρωτόκολλο της Δ/νσης Διοικητικού, με προορισμό τη ΔΙΠΚΑ 26315/ 5698 και το Τμήμα ελληνικών και ξένων επιστημονικών ιδρυμάτων 1050).
Η επιστολή είναι καταπέλτης για την ανάξια, μέχρι σήμερα, του ονόματός της, Γενική Γραμματεία Πολιτισμού. Βεβαίως τα αναξιοπρεπή ΜΜΕ, ακολουθώντας την σοφιστική μέθοδο του «φονεύειν διά της σιωπής», δεν πληροφόρησαν, ως όφειλαν, θεωρώντας σημαντικώτερη την υποτελειακή ενημέρωση, τα τουρκικά σήριαλ και τις πράξεις των επω(κοπρο)νύμων «αστέρων» από την ιστορία της Ελλάδος!
Έγραφε δε η επιστολή τα εξής:

«Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, Προϊστάμενος του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ανθρωπολογίας Προς: Το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού
Αξιότιμε κύριε, Σας γράφω εκ μέρους τής Ευρωπαϊκής Ανθρωπολογικής Ένωσης (που είναι η επαγγελματική και ακαδημαϊκή «στέγη» υπό την οποία συνενώνονται όλες οι εθνικές – ευρωπαϊκές εταιρείες βιολογικής ανθρωπολογίας), με σκοπό να εκφρασθούν οι ανησυχίες μας σχετικά με την διατήρηση του Σπηλαίου και του Κρανίου των Πετραλώνων, την παραπληροφόρηση για την χρονολόγηση του Κρανίου, όπως επίσης τους χειρισμούς τού προσωπικού φύλαξης του Σπηλαίου. Οι βάσεις των ανησυχιών μας εστιάζονται στο γεγονός ότι το Κρανίο έχει υποστεί πολλές φθορές από διάφορες χαρακιές, καθώς και το ότι η κορώνα ενός δοντιού (του 1ου δεξιού γομφίου) έχει αφαιρεθεί.
Σύμφωνα με την Ανθρωπολογική Εταιρεία Ελλάδος αυτό που απαιτείται είναι μία λεπτομερής περιγραφή τής παρούσας κατάστασης διατήρησης του Κρανίου, έτσι ώστε κανείς στο μέλλον να μη μπορεί αυθαίρετα να προκαλέσει κάποια περαιτέρω καταστροφή. Αναφύεται επίσης το πρόβλημα της χρονολόγησης, η οποία έχει επιστημονικώς προσδιορισθεί περίπου στα 700.000 χρόνια πριν και όχι 300.000 όπως αποδίδεται σε αναρτημένο πίνακα (σήμερα μπροστά στο Σπήλαιο).
Παρά την λεπτομερή καταγραφή ανασκαφών και ευρημάτων, τα οποία όμως χρήζουν περαιτέρω δημόσιας παρουσίασης, δεν μπορεί να προληφθεί οιαδήποτε απώλεια δειγμάτων (απολιθωμάτων κλπ), καθότι ουδέποτε έχουν καταλογογραφηθεί (όπως θα άρμοζε σε επίσημο κρατικό φορέα). Είναι πολύ ατυχές το ότι η ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία σταμάτησε τον Δρα Άρη Πουλιανό από παραπέρα εργασίες στο Σπήλαιο, χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση. Είναι επίσης πολύ ανησυχητικό το γεγονός ότι κατά το τρέχον έτος ο Δρ Πουλιανός και η σύζυγός του δέχθηκαν σωματική επίθεση με τραυματισμό μέσα στο σπίτι τους, και οι ένοχοι δεν έχουν εντοπισθεί. Επίσης (ο Δρ Πουλιανός) προκλήθηκε φραστικά ενόσω προσπαθούσε να ομιλήσει σε εκπαιδευτικούς και μαθητές, μετά από σχετική πρόσκλησή τους.
Αναγνωρισμένοι ανθρωπολόγοι και γεωλόγοι κατ’ επανάληψη έχουν εμποδισθεί κατά την πρόσβαση στο Σπήλαιο και τα ευρήματά του για περαιτέρω έρευνες, ουσιαστικά χωρίς κανένα λόγο. Εξ άλλου, νωρίτερα αυτή την χρονιά υπήρξε παραπληροφόρηση του Ελληνικού Κοινοβουλίου αναφορικά με οικονομικά θέματα του Σπηλαίου. Προσβλέποντας σε απαντήσεις στα παραπάνω ζητήματα.
Υμέτερος, Καθηγητής Νίκολας Μάτσι-Ταίυλορ».

Οι αρχαίοι μας πρόγονοι έλεγαν «χαλεπόν εστιν άρχεσθαι υπό χείρονος». Κι αυτό, δυστυχώς, υπέστημεν όλοι οι Έλληνες στην πολιτική και οι Άρης και Νίκος Πουλιανός στην επιστήμη, της οποίας αποτελούν ολύμπιες κορυφές! Αλλά όταν τον τεράστιο πολιτισμό των προγόνων μας τον διαχειρίζονται μικροκομματικά και μακροοικονομικά, άτομα τα οποία δεν εμφορούνται από επιστημονικά αλλά και πατριωτικά ιδεώδη τα αποτελέσματα θα είναι ανάλογα των χαλεπών πράξεών τους!
Σε πείσμα, όμως, όλων αυτών «ουδέν έρπει ψεύδος εις γήρας χρόνου», όπως έλεγε ο Σοφοκλής. Θυμάμαι τον αείμνηστο καθηγητή μου στο ΑΠΘ Μανώλη Ανδρόνικο να λέει πιστεύοντας σε αυτό που ανεκάλυψε: «ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν κάνουν, η αρχαιολογική σκαπάνη θα φέρει την ελληνική αλήθεια στο φως». Αυτό έκανε και στην περίπτωση του Πουλιανού. Έφερε και την ελληνική αλλά και την επιστημονική αλήθεια στο φως!
Κι αν κάποιοι σήμερα θέλουν να την μειώσουν λασπολογώντας εναντίον του, τους προειδοποιούμε ότι θα είμαστε δίπλα στον Άρη και τον Νίκο Πουλιανό, τον οποίο προτρέπουμε να συνεχίσει να κτίζει το ελληνικό έργο του χρησιμοποιώντας ακόμη και την λάσπη που του πετούν!

Του Αντωνίου Α. Αντωνάκου, antonakos@kadmos.org καθηγητού – κλασικού φιλολόγου, ιστορικού – συγγραφέως

Που δεν του επέτρεψε την εγχείρηση καρδιάς και του χορηγούσε επικίνδυνο φάρμακο.

του Αndy Wilcoxson, Journal Strategic Culture. 7-12-17
Μετάφραση: Μιχ. Στυλιανού

΄Υστερα από 11 και πλέον χρόνια από τον θάνατό του, ένα δεύτερο τμήμα του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ στην Χάγη αποφάνθηκε ότι ο πρώην Πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς δεν ήταν υπεύθυνος για τα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν στην Βοσνία, όπου σημειώθηκαν οι χειρότερες αγριότητες κατά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Αλλά η ετυμηγορία είναι θαμμένη σε μιαν υποσημείωση του τέταρτου τόμου της απόφασης καταδίκης του Βόσνιου-Σέρβου  στρατηγού Ράτκο Μλάντιτς σε ισόβια. Στην υποσημείωση (!) αναφέρεται πως οι δικαστές ομόφωνα αποφάνθηκαν ότι: « Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο δεν αποδεικνύουν ότι οι Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, Γιόβικα Στάνισιτς, Φράνκο Σιμάτοβιτς, Ζέλικο Ραζνάτοβις ή Βότζισλαβ Σέσελιτζ συμμετείχαν στην κοινή εγκληματική επιδίωξη», να δημιουργήσουν μια εθνικά ομοιογενή βόσνιο-σερβική οντότητα με την εκτέλεση των εγκλημάτων που επικαλείται το κατηγορητήριο.
Πρόκειται για μια πολύ σημαντική ομολογία, επειδή το σύνολο ουσιαστικά του Δυτικού Τύπου και όλοι πολιτικοί ηγέτες σε όλες της Δυτικές χώρες δεν έπαψαν να μας λένε τα τελευταία 25 χρόνια πως ο Μιλόσεβιτς ήταν ένα γενοκτόνο τέρας, κομμένο  στα ίδια μέτρα με τον Αδόλφο Χίτλερ. Μας έλεγαν πως πρόκειται για τον «Χασάπη των Βαλκανίων», αλλά δεν παρουσίασαν ποτέ κάποιο στοιχείο σε στήριξη αυτών των κατηγοριών. Μας βομβάρδιζαν με ψέματα για να δικαιολογήσουν τις οικονομικές κυρώσεις και την στρατιωτική επιδρομή του ΝΑΤΟ εναντίον του λαού της Σερβίας –ακριβώς όπως μας έλεγαν ψέματα για να δικαιολογήσουν τον πόλεμο εναντίον του Ιράκ.
Αυτό είναι το δεύτερο στη σειρά τμήμα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY) που αποφαίνεται υπέρ της αθωότητας του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Πέρυσι το τμήμα εκδίκασης του Ράντοβαν Κάραζιτς εξέδωσε πανομοιότυπη απόφαση.
Το δικαστήριο δεν έκανε τίποτα για να γνωστοποιήσει στο ευρύ κοινό αυτά τα συμπεράσματά του, παρά το γεγονός ότι ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς αντιμετώπιζε 66 κατηγορίες, για γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου και  εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, από το ίδιο δικαστήριο.
Ο Μιλόσεβιτς πέθανε κατά την προφυλάκισή του, προ της περάτωσης της δίκης του. Βρέθηκε νεκρός στο κελί του, μετά από καρδιακή προσβολή στο κρατητήριο του ΟΗΕ, δυο βδομάδες μετά την απόρριψη από το δικαστήριο αίτησης του για προσωρινή αποφυλάκιση, προκειμένου να υποβληθεί στην εγχείρηση της καρδιάς που θα έσωζε τη ζωή του.*
Ο δρ. Λέο Μποκερία, ειδικός της στεφανιαίας, που θα επόπτευε την θεραπεία του Μιλόσεβιτς στο Ιατρικό Κέντρο Μπακούλεφ, δήλωσε: «Εάν ο Μιλόσεβιτς μεταφερόταν σε οποιοδήποτε ειδικό ρωσικό νοσοκομείο και πολύ περισσότερο σε τέτοιο θεραπευτικό ίδρυμα όπως το δικό μας, θα υποβαλλόταν σε στεφανιογραφία, θα του τοποθετούσαμε δύο «στεν» και θα ζούσε για πολλά ακόμη χρόνια. Πέθανε ένας άνθρωπος στην εποχή μας, όταν υπάρχουν όλες οι μέθοδοι θεραπείας -και  οι προτάσεις της χώρας μας και η φήμη της ιατρικής μας περιφρονήθηκαν. ΄Ετσι κατάφεραν να κάνουν αυτό που επιδίωκαν.»
Λιγότερο από 72 ώρες πριν τον θάνατο του Μιλόσεβιτς, ο δικηγόρος του επέδωσε μιαν επιστολή στο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, στην οποία ο κρατούμενος εξέφραζε τον φόβο πως τον δηλητηριάζουν.
Η έρευνα του δικαστηρίου για τα αίτια θανάτου επιβεβαίωσε ότι σε μια των εξετάσεων αίματος διαπιστώθηκε η παρουσία του φαρμάκου Rifampicin (του οποίου η μη συνταγολογούμενη χορήγηση θα μπορούσε να είχε ακυρώσει την αποτελεσματικότητα των  φαρμάκων που έπαιρνε ο Μιλόσεβιτς κατά της υψηλής πίεσης), αλλά ότι ο ίδιος δεν ενημερώθηκε για το εύρημα παρά μετά παρέλευση μηνών, «λόγω της δύσκολης θέσης στην οποία βρέθηκε ο επικεφαλής  της ιατρικής υπηρεσίας του δικαστηρίου, εξ αιτίας των ολλανδικών νομικών κανονισμών σχετικά με το ιατρικό απόρρητο.»
Ωστόσο δεν υπάρχουν ολλανδικοί κανονισμοί που απαγορεύουν την γνωστοποίηση στον ασθενή των αποτελεσμάτων  εξέτασης του δικού του αίματος και αμερικανικά διπλωματικά τηλεγραφήματα που αποκάλυψε η  Γουίκυληκς  αποδεικνύουν πως το δικαστήριο δεν έδινε δεκάρα για το ιατρικό απόρρητο, αφού έδινε λεπτομερείς αναφορές για την υγεία του Μιλόσεβιτς και για τις ιατρικές εξετάσεις του στο προσωπικό της αμερικανικής πρεσβείας στη Χάγη -χωρίς την συγκατάθεση του κρατουμένου ασθενούς Μιλόσεβιτς.
Η δίκη του Μιλόσεβιτς εξελισσόταν άσχημα για την κατηγορία. Ήταν πασιφανές  για κάθε αντικειμενικό παρατηρητή ότι ήταν αθώος των εγκλημάτων που του καταλόγιζαν. Ο Τζέιμς Μπισέ, Καναδός πρώην πρεσβευτής στη Γιουγκοσλαβία , δήλωσε πως η δίκη Μιλόσεβιτς «είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας σταλινικής θεατρικής δίκης». Ο Τζωρτζ Κένυ, που διηύθυνε το τμήμα Γιουγκοσλαβίας στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, επίσης κατήγγειλε την διεξαγωγή της δίκης Μιλόσεβιτς ως  «ενδογενώς άδικη, ισοδυναμούσα με τίποτα περισσότερο από μια θεαματική πολιτική δίκη.»
Η δίκη ήταν μια καταστροφή για το κύρος του δικαστηρίου. Στη μέση της παρουσίασης των επιχειρημάτων της κατηγορίας οι Τάϊμς του Λονδίνου δημοσίευσαν ένα άρθρο που συκοφαντούσε την σύζυγο του Μιλόσεβιτς και θρηνούσε για το γεγονός ότι «μια από τις ειρωνείες της δίκης του Μιλόσεβιτς είναι ότι ενίσχυσε την δημοτικότητα του. ΄Ωρες  άμεσης τηλεοπτικής αναμετάδοσης της δίκης έκαναν πολλούς Σέρβους να τον αγαπήσουν ξανά.»
Ενώ η δίκη αύξησε την δημοτικότητα του Μιλόσεβιτς, καταρράκωσε την αξιοπιστία του δικαστηρίου στο σερβικό κοινό. Οι Σέρβοι παρακολουθούσαν τη δίκη στη τηλεόραση και όταν στον τρίτο χρόνο της δίκης το σερβικό υπουργείο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διεξήγαγε μια δημοσκόπηση διαπιστώθηκε ότι « τα τρία τέταρτα των Σέρβων πολιτών πίστευαν ότι το Δικαστήριο της Χάγης είναι ένα πολιτικό όργανο αντί για νομικός θεσμός.»
Στο τέλος του 2005 οι κατήγοροι του Μιλόσεβιτς ζητούσαν να διακοπεί η τηλεοπτική μετάδοση της δίκης γιατί είχε τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ο Τιμ Γιούντα, πολύ γνωστός αντί-Μιλόσεβιτς δημοσιογράφος και συγγραφέας έγραψε πως «η δίκη της Χάγης πηγαίνει απαίσια, μετατρέποντας τον Μιλόσεβιτς στα μάτια του κοινού από ένοχο εγκλημάτων πολέμου σε Σέρβο ήρωα».
Οι οπαδοί του Μιλόσεβιτς, από την άλλη πλευρά, επέμεναν να συνεχιστεί η μετάδοση των συνεδριάσεων του δικαστηρίου, επειδή ήξεραν πως ήταν αθώος και ήθελαν να το δει και το κοινό με τα μάτια του.
Η αθώωση του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς από το ίδιο δικαστήριο που τον σκότωσε πριν έντεκα χρόνια δεν αποτελεί παρηγοριά για τον λαό της Σερβίας. Ο σερβικός λαός υποβλήθηκε σε χρόνια οικονομικών κυρώσεων και σε εκστρατεία Νατοϊκών βομβαρδισμών με ψευδείς κατηγορίες  εναντίον του προέδρου του.
Μολονότι το δικαστήριο τελικά ομολόγησε ότι δεν είχε στοιχεία σε βάρος του Σλόμπονταν  Μιλόσεβιτς η κακόφημη λειτουργία του καθιστά διαβλητή κάθε του απόφαση.
Σημείωση Μτφ: Την μεθεπομένη της αυτοκτονίας του Κροάτη στρατηγού Σλόμπονταν Πράλζτζακ μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, στις 29 Νοεμβρίου, η γαλλική ιστοσελίδα «Διεθνές Δίκτυο» έγραψε σε σχετικό άρθρο της πως με τον αριθμό των θανάτων στο παθητικό του, το Δικαστήριο της Χάγης για την Γιουγκοσλαβία μοιάζει περισσότερο με γραφείο κηδειών παρά με δικαστικό ίδρυμα. Ο στρατηγός Πράλζτζακ –γράφει- ήταν ο 13ος πελάτης του. Στο ιστορικό του, το ΤΡΙΥ φαίνεται να «χάνει» κάθε χρόνο από έναν κατηγορούμενο ή καταδικασμένο, χωρίς να υπολογίζουμε τους μάρτυρες που τελευτούσαν υπό περίεργες συνθήκες.» Στο άρθρο απαριθμούνται και κατονομάζονται τα ονόματα υπουργών, δημάρχων, στρατηγών και στελεχών μυστικών υπηρεσιών -όλων Σέρβων.                       Αμερικανική ιστοσελίδα σε αντίστοιχο άρθρο της έγραψε ότι αυτό το «Νατοϊκό δικαστήριο εφαρμόζει τον Νόμο του Λυντς για να δικαιολογήσει την επιδρομή στη Σερβία.» 

του Σπύρου Κουζινόπουλου

Ιδιαίτερα δεμένος με την περιοχή του σημερινού δήμου Θερμαϊκού, ήταν ένας από τους κορυφαίους της Ελληνικής λαϊκής μουσικής, ο αξέχαστος συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής Βασίλης Τσιτσάνης (18 Ιανουαρίου 1915 – 18 Ιανουαρίου 1984). Το τραγούδι του «Μπαξέ Τσιφλίκι», το εμπνεύσθηκε τις πολλές φορές που επισκέπτονταν τους Νέους Επιβάτες, τα μαύρα χρόνια της Κατοχής, ενώ αρκετό διάστημα διέμεινε και στην Επανομή, όπου σύμφωνα με τη μαρτυρία του αδελφού της γυναίκας του, έγραψε και δύο ύμνους για την Εθνική Αντίσταση και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ!


Τεράστιο το έργο του μεγάλου καλλιτέχνη: Σαράντα χρόνια πάνω στο πατάρι, 600 τραγούδια, 12.000 ξενύχτια. Αυτή ήταν η καλλιτεχνική εξίσωση της ζωής του. Σαράντα χρόνια αδιάφθορος και απαραχάρακτος από τους καιρούς. Και όπως έγραψαν πολλοί μελετητές του έργου του, ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε ένας εκσυγχρονιστής, που δεν πιάστηκε στις δαγκάνες «του δέοντος και του ωφελίμου», παρά εξέφρασε τις δίσεκτες εποχές του ελληνισμού: τη δικτατορία του Μεταξά, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, μέχρι και τη Μεταπολίτευση. Ο δημιουργός που μιλούσε στα περισσότερα έργα του για τα βάσανα και τους καημούς του κόσμου. Για τις ανισότητες, τις αδικίες και τη φτώχεια του λαού μας.

Τακτικός επισκέπτης των Ν.Επιβατών

Ο Δημήτρης Γιοβανόπουλος, που ερεύνησε το έργο του μεγάλου τροβαδούρου της λαϊκής μας μουσικής, σημειώνει ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης, κατά τα χρόνια 1938-1945 που ζούσε στη Θεσσαλονίκη, ήταν τακτικός επισκέπτης των Ν. Επιβατών, όπου με το μπουζούκι του συνόδευε γιορτές (γάμους, βαπτίσεις και πανηγύρια). Ίσως κατόπιν παραγγελίας κάποιου Επιβατιανού, έγραψε το τραγούδι Μπαξέ Τσιφλίκι, σε ένδειξη αγάπης για την Θεσσαλονικιά γυναίκα του φίλου του, ονόματι Μαριγούλα.

Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ-Τσιφλίκι,
κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη...
Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια το ελληνικού ρεπερτορίου. Αναπόσπαστο κομμάτι των λαϊκών πάλκων και κέντρων διασκεδάσεως μέχρι και σήμερα. Ο λόγος για το «Μπαξέ Τσιφλίκι». Δύσκολα θα βρεθεί καλλιτέχνης, από τους πολύ γνωστούς έως τους απλούς τραγουδιστές σε ταβέρνες που δεν το έχει πει.

Είναι ένα γρήγορο χασαποσέρβικο με τον τόνο και τη στιχουργική μαγεία του Βασίλη Τσιτσάνη. Ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1946 με πρώτους ερμηνευτές, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Βασίλη Τσιτσάνη. 1



Ο Τσιτσάνης στη Θεσσαλονίκη

Ο Βασίλης Τσιτσάνης, που από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Τρίκαλα, είχε εγκατασταθεί από τα τέλη του 1936 στην Αθήνα, έχοντας ήδη στο ενεργητικό του πάνω από 40 λαϊκά τραγούδια που είχε συνθέσει, άρχισε να δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά της πρωτεύουσας, αλλά και να γραμμοφωνεί τους πρώτους δίσκους του στην «ΟΝΤΕΟΝ». Αυτό μέχρι το Μάρτιο του 1938, οπότε στρατεύθηκε και στάλθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Θεσσαλονίκη.

Στο Τάγμα Τηλεγραφητών, που ήταν στην περιοχή του Ντεπό, ο καλλιτέχνης συνέθεσε πολλά τραγούδια του που έγιναν επιτυχίες, κάποια μάλιστα από αυτά, στο πειθαρχείο της μονάδας, δεδομένου ότι συχνά παραβίαζε τις άδειες που έπαιρνε για να κατέβει στην Αθήνα προκειμένου να δώσει κομμάτια του στις εταιρίες για ηχογράφηση. Στο πειθαρχείο, έμεινε κλεισμένος περισσότερες από 50 μέρες, στα δύο χρόνια της θητείας του στο Τάγμα Τηλεγραφητών. 2

Ένα από τα τραγούδια που έγραψε στο Πειθαρχείο, ήταν η «Αρχόντισσα» που έγινε μεγάλη επιτυχία.

Τον Απρίλιο του 1940 ο Τσιτσάνης απολύεται από το στρατό και πηγαίνει κατευθείαν στην Αθήνα, όμως λίγους μήνες αργότερα ξεσπάει ο πόλεμος, οπότε επιστρατεύεται και στέλνεται στο Αλβανικό μέτωπο με την ειδικότητα του τηλεγραφητή.

Με την κατάρρευση του μετώπου και την είσοδο των Γερμανών, πηγαίνει στα Τρίκαλα, όπου βλέπει το σπίτι του μισογκρεμισμένο από τα βλήματα όλμων, οπότε φεύγει αμέσως για τη Θεσσαλονίκη όπου και εγκαταστάθηκε. Εδώ γνώρισε και τη γυναίκα του, τη Ζωή, το γένος Σαμαρά, που την παντρεύτηκε το 1942. Αφηγήθηκε για εκείνη την περίοδο της Θεσσαλονίκης ο Τσιτσάνης:



«Πήγα αμέσως για δουλειά. Δούλεψα στο Καραμπουρνάκι, στους Μπαρμπαλιά, δούλεψα και αλλού και στα περίφημα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα, που βρισκόταν στην οδό Νικηφόρου Φωκά, κοντά στο Λευκό Πύργο.

Στα ξένα αυτά μαγαζιά δε δούλεψα και πολύ καιρό, γιατί μετά το 1941, άνοιξα δικό μου μαγαζί, στην οδό Παύλου Μελά 21, δίπλα στο Μέγαρο του Μοσκώφ, στη Διαγώνιο. Ήταν ένα μικρό μαγαζάκι με λίγα τραπεζάκια, ένα φοβερό μαγαζάκι που έμεινε ιστορικό. Λεγόταν «Ουζερί Τσιτσάνη» και εκεί μέσα έγραψα τραγούδια τα οποία γραμμοφώνησα μετά τον πόλεμο και χάλασαν κόσμο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο αγαπώ τη Θεσσαλονίκη.

Σ’ αυτή την πόλη ετοίμασα στην Κατοχή, ολόκληρο έργο. Ένα έργο που αργότερα θα μίλαγε όλος ο κόσμος, ένα έργο που βγήκε από τις δραματικές σελίδες της εποχής, ένα έργο που ξεπήδησε μέσα από την ψυχή μου, ένα έργο που είχε μέσα του τον καλύτερο μουσικό μου κόσμο, ένα έργο που αργότερα θα σάρωνε την Ελλάδα.

Η Κατοχή είναι η πιο συγκλονιστική περίοδος του λαϊκού τραγουδιού και αυτή όπως φαίνεται πια καθαρά κάθε μέρα, «σημάδεψε» και την καριέρα μου και την ιστορία της λαϊκής μουσικής. Διότι αν προπολεμικά έγινε το ξεκίνημά μου στα γραμμόφωνα σαν λαϊκού συνθέτη και έγινε πραγματική επανάσταση στο λαϊκό τραγούδι, η κατοχή υπήρξε η εποχή που έδωσα ότι καλύτερο είχα στην ψυχή μου, που έδωσα ότι πιο αληθινό βγήκε μέσα από τις τραγικές εκείνες συνθήκες. Η κατοχή, με δύο λόγια, είναι η καρδιά του λαϊκού τραγουδιού». 3

Σύμφωνα με τον Πάνο Σαββόπουλο, ο κατοχικός Τσιτσάνης είναι ανεπανάληπτος και ασύγκριτος. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής 1941-1944 στη Θεσσαλονίκη συνέθεσε περίπου τριάντα τραγούδια, τα οποία ηχογράφησε από το 1946 και μετά, όταν άνοιξε το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων που το είχαν κλείσει για τρία χρόνια οι Γερμανοί. Τα 30 «κατοχικά» τραγούδια του Τσιτσάνη θεωρούνται τα μεγάλα αριστουργήματά του και αποτελούν το απόγειο της δημιουργίας του, όπως για παράδειγμα το «Χατζή Μπαξέ», η «Αθηναίϊσα», οι «Αραπίνες», η «Αχάριστη», ο «Ζητιάνος», η «Συννεφιασμένη Κυριακή» κ.α. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι αυτά τα συνέθεσε όταν ήταν μόλις 26-29 ετών, ενώ γνωρίζουμε ότι το απόγειο της δημιουργίας των συνθετών είναι τα 40-45 χρόνια. 4


Πάντως, οι εποχές τότε ήταν πολύ δύσκολες. Στα μαγαζιά σύχναζαν ύποπτοι λεφτάδες και μαυραγορίτες, γίνονταν φασαρίες, μπλόκα, εκτελέσεις και γενικότερα η ανθρώπινη ζωή είχε χάσει την αξία της. Ο Τσιτσάνης όμως μετρημένος, όπως πάντα, είχε κι έναν φίλο που τον προστάτευε, κι αυτός ήταν ο κουμπάρος του Νίκος Μουσχουντής, διευθυντής στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, έκανε ταξίδια στην επαρχία. Η φήμη του είχε εξαπλωθεί και πληρωνόταν σε τρόφιμα ή λίρες. 5




Για το μαγαζί του Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη, αφηγήθηκε ο Ανδρέας Σαμαράς, ο αδελφός της γυναίκας του:

«Το φθινόπωρο του 1942 κάναμε το «Ουζερί» στην οδό Παύλου Μελά 22. Ένα ισόγειο στενόμακρο μαγαζί με καμιά δεκαριά τραπέζια. Στο βάθος ήταν ο νεροχύτης και ο πάγκος με τους μεζέδες και τα ποτά, αριστερά το ταμείο και ο καμπινές και όπως μπαίνουμε δεξιά, κοντά στο νεροχύτη, ήταν το πάλκο με την ορχήστρα. Εγώ ήμουν στο ταμείο και είχα τη διαχείριση του μαγαζιού, ο Βασίλης δεν είχε ιδέα από αυτά και ούτε που ανακατευόταν καθόλου. Ερχότανε τα βράδια και έπαιζε και για τίποτε άλλο δε νοιαζότανε…». 6

Την ώρα που χιλιάδες Θεσσαλονικείς πέθαιναν στο δρόμο από την πείνα και τις κακουχίες της Κατοχής, υπήρχαν άνθρωποι που γλεντούσαν και σκορπούσαν σαν μαρουλόφυλλα τα χρήματα που αποκτούσαν από άνομες δραστηριότητες, απομυζώντας στην κυριολεξία το αίμα του καταπιεζόμενου λαού.

Βρισκόμαστε στην καρδιά της Κατοχής, της πιο μεγάλης περιπέτειας του ελληνικού έθνους. Η ζωή είναι δύσκολη, κάθε μέρα θάνατοι στο δρόμο από την πείνα, άλλοι δολοφονούνται γερμανικά κρατητήρια ή ακόμα και καταμεσίς του δρόμου. Η συσκότιση της πόλης από το φόβο των βομβαρδισμών είναι καθημερινή. Τα τρένα γεμίζουν ομήρους που μεταφέρονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ένα κομμάτι του λαού της πόλης ριψοκινδυνεύει τη ζωή του κάνοντας αντίσταση κατά των κατακτητών. Και την ίδια στιγμή, υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται μόνο για αγνό καφέ που σερβίρει το καφενείο «Ήλιον», για μαθήματα χορού και κιθάρας, ενώ η ταβέρνα «Αετός» σε σκανδαλίζει με τα ψητά γουρουνόπουλα τα αρνιά σούβλας που σου υπόσχεται αν πας να ακούσεις τον ξακουστό Τσιτσάνη. Που τα βρίσκουν όλα αυτά τα καλά, διάβολε; Και σε ποιους ανθρώπους απευθύνονται; … Ότι και να είναι, κάποιοι πάντως επωφελήθηκαν. 7


Η μοναδική φωτογραφία που σώζεται από το "Ουζερί Τσιτσάνης".
Όρθιος αριστερά ο κουνιάδος του, Σαμαράς

Τακτικός επισκέπτης των Ν.Επιβατών

Σύμφωνα με τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, το βιβλίο του Τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη επί Γερμανικής Κατοχής (Εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία, σελ. 14-16), το τραγούδι για το Μπαξέ Τσιφλίκι, που κατά τον Κώστα Βίρβο, ήταν το σπουδαιότερό του, γράφτηκε στα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Μάλιστα ο ίδιος ο Τσιτσάνης, μιλώντας στον Χατζηδουλή, 8, το αναφέρει πρώτο μεταξύ των τραγουδιών που έγραψε επί κατοχής. Και προσθέτει: «Όταν έγραψα το "Μπαξέ Τσιφλίκι" δούλευα στο μαγαζί του Δαλαμάγκα ακόμα. Εκεί μέσα το συνέθεσα».

Σύμφωνα πάντα με τον Χατζηδουλή, επειδή ο Τσιτσάνης το «ουζερί» του το άνοιξε περί τα μέσα του 1942 και μια σαιζόν αργότερα δούλεψε στου Δαλαμάγκα, λογαριάζει ότι το τραγούδι γράφτηκε στα τέλη του 1942 ή το φθινόπωρο της χρονιάς αυτής. 9

Να πούμε για τον Δαλαμάγκα, που ο Τσιτσάνης τον κατέστησε μυθικό πρόσωπο στον κόσμο του ρεμπέτικου, ότι υπήρξε επί κατοχής ιδιοκτήτης του υπαίθριου κέντρου «Τα Κούτσουρα», στην οδό Νικηφόρου Φωκά 10 της Θεσσαλονίκης.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Τσιτσάνης, είναι η απλή δημοτική, με λαϊκές λέξεις («τσάρκα»). Εξάλλου σε όλα τα τραγούδια του χρησιμοποιεί την απλή δημοτική καθότι ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του, ως εκφραστή των συναισθημάτων των Ελλήνων. Δεν επιζητούσε κάτι το εξεζητημένο και αυτή ακριβώς ήταν η διαφορά που τον έκανε ανώτερο από όλους τους συνθέτες.

Με απλή αλλά μαγική γλώσσα

Οι περισσότεροι προσπαθούσαν με κάποιους περίεργους χειρισμούς της γλώσσας να πετύχουν κάτι που θα γινόταν σουξέ, πετυχαίνοντας ακριβώς το αντίθετο. Αντιθέτως, ο Τσιτσάνης με την τόσο απλή και συνάμα μαγική γλώσσα, κατάφερε να μπουν όλα τα τραγούδια του στις ψυχές των Ελλήνων.

Το «Μπαξέ Τσιφλίκι», αναφέρεται σε επτά γνωστές περιοχές της Θεσσαλονίκης και είναι και αυτό αφιερωμένο σε μια Θεσσαλονικιά, ονόματι Μαριγούλα, όπως προαναφέρθηκε. Καλύτερα βέβαια να γίνει μία προσεκτική ανάλυση των στίχων και τον στροφών ξεχωριστά.
Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ Τσιφλίκι
κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη
στου Νικάκη τη βαρκούλα, γλυκιά μου Μαριγούλα
να σου παίξω φίνο μπαγλαμά
Η βόλτα ξεκινάει αρχικά στην περιοχή «Μπαξέ Τσιφλίκι», που τώρα ονομάζεται Νέοι Επιβάτες. Ο Τσιτσάνης δεν παραλείπει να παραθέσει την εμφάνιση και την καταγωγή της γυναίκας. Είναι όμορφη και είναι από τη Θεσσαλονίκη. Στον τρίτο στίχο, παραθέτει και το όνομά της (Μαριγούλα).

Αναφέρει λοιπόν πως στου Νικάκη τη Βαρκούλα, δηλαδή στη Θάλασσα του Θερμαϊκού, θα της παίξει μπαγλαμά, ενώ προσθέτει και έναν επιθετικό προσδιορισμό («φίνο»). Οι Νέοι Επιβάτες (γνωστοί και ως Μπαξέ Τσιφλίκι, στην καθομιλουμένη Μπαξές) είναι παραλιακή κωμόπολη και δημοτικό διαμέρισμα του δήμου Θερμαϊκού. Βρίσκεται 22 χιλιόμετρα ανατολικά της Θεσσαλονίκης, επί του Θερμαϊκού Κόλπου. Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, ο Νικάκης ήταν υπαρκτό πρόσωπο, κάτοικος της Νέας Μηχανιώνας, που κάποιες φορές έπαιρνε τον Τσιτσάνη στη βάρκα του για να ψαρέψουν μαζί.
Το Μπαξέ Τσιφλίκι

Μέχρι και την Απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912 η περιοχή των σημερινών Νέων Επιβατών ήταν φέουδο ενός τούρκου πασά και ονομαζόταν «Μπαξέ Τσιφλίκι».

Ο νέος οικισμός των Επιβατιανών προσφύγων δημιουργήθηκε στην περιοχή που βρισκόταν το θερινό σπίτι του πασά. Σ’ εκείνη την τοποθεσία εγκαταστάθηκαν το 1923, μετά τη ανταλλαγή πληθυσμών, 159 προσφυγικές οικογένειες (631 άτομα), όλες προερχόμενες από την κωμόπολη Επιβάτες, προαστίου της Κωνσταντινούπολης, και έδωσαν και το όνομα Νέοι Επιβάτες, αν και δεν έπαψε ποτέ να είναι σε χρήση και η δεύτερη ονομασία Μπαξέ Τσιφλίκι, τόσο από τους Επιβατιανούς όσο και από τους παλιούς Θεσσαλονικείς.

Οι Νέοι Επιβάτες ήδη από το 1928 αποτελούσαν πόλο έλξης παραθέρισης των Θεσσαλονικέων. Σ’ αυτό βοηθούσε πάρα πολύ το ότι οι πρόσφυγες φρόντισαν να κάνουν αμέσως μετά την εγκατάσταση τους, έναν ξύλινο λιμένα, και η τακτική συγκοινωνία με καραβάκια (Από τους Ν. Επιβάτες κατά τον μεσοπόλεμο ξεκινούσαν καθημερινά 5 καράβια).

Ο Τσιτσάνης στην Επανομή

Όμως ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν στενά δεμένος και με την Επανομή. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες παλιών Επανομιτών, μετά την κατάρρευση του μετώπου, όπου ο συνθέτης πολεμούσε για την απόκρουση των εισβολέων και την κατάληψη της Ελλάδος από τους Ναζί, κατέφυγε στην Επανομή, όπου του δώσανε πολιτικά ρούχα για να βγάλει τη στρατιωτική στολή και να μη συλληφθεί. Και τότε για πρώτη φορά, έπαιξε μπουζούκι για τους κατοίκους της όμορφης κωμόπολης.

Υπήρξε όμως και συνέχεια: Ο στενός φίλος και συνεργάτης του συνθέτη, Αντρέας Σαμαράς, αδελφός της γυναίκας του Τσιτσάνη, διηγήθηκε στον συγγραφέα Σώτο Αλεξίου, στο βιβλίο του «Ο ξακουστός Τσιτσάνης»: «Πολλές φορές διάφοροι φίλοι του Βασίλη του κάνανε πρόταση να γίνει μέλος του ΕΑΜ. Ήταν όμως διστακτικός, δεν το αποφάσιζε. Ήθελε την ανεξαρτησία του. Δεν ξέρω τι.
Κάποια φορά, άνοιξη ήταν του '44, ήρθε απεσταλμένος από την επιτροπή του ΕΑΜ Επανομής και τον κάλεσε να τους επισκεφθεί για να μιλήσουν. Ο απεσταλμένος του λέει: «Τι να τους απαντήσω;» Ο Βασίλης αφού το σκέφθηκε πολύ του λέει: «Να τους πεις πως θα 'ρθω σε λίγες μέρες». Πράγματι σε κάνα δυο μέρες πήγαμε. Εγώ, ο Βασίλης και η Ζωή (σ.σ. η γυναίκα του Τσιτσάνη). Εκεί μας υποδέχτηκαν τα μέλη της επιτροπής του ΕΑΜ. Είχανε πανηγύρι, είχανε γιορτές, θέατρο, Καραγκιόζη, σε ένα πάλκο στην πλατεία έπαιζαν τα κλαρίνα και χόρευαν. Καμία σχέση με αυτά που περνάγαμε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ζούσαν ελεύθεροι. Όλοι ήταν αρματωμένοι. Μας συμπεριφέρθηκαν με μεγάλο σεβασμό. Πολλοί ήξεραν τον Βασίλη και τον παρακάλεσαν να τους παίξει τραγούδια του. Εκεί έγραψε και τα δυο τραγούδια για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Τα έπαιζε συνέχεια και τα μάθανε και οι κλαριντζήδες και τα παίζανε μαζί. Όλοι ήταν ξετρελαμένοι με τον Τσιτσάνη. Εγώ ύστερα από τρεις-τέσσερις μέρες έφυγα, γιατί έπρεπε να κοιτάξω και το μαγαζί. Ο Βασίλης και η Ζωή ήρθαν ύστερα από μερικές μέρες. Αποφασίστηκε να μείνει έξω από το ΕΑΜ και να το βοηθάει όποτε υπήρχε ανάγκη. Έτσι και έγινε. Πολλοί βρήκαν καταφύγιο στο "Ουζερί" για μια δυο μέρες». 10

Σχετικά με τη μετάβαση του Τσιτσάνη στην Επανομή, έγραψε και ο Ηλίας Μπαρούνης, αναφέροντας ότι πράγματι, εκεί έγραψε τα δύο τραγούδια-ύμνους στην Αντίσταση, αλλά αρνήθηκε να ενταχθεί στο ΕΑΜ. Σημείωσε σχετικά:

«Λέγεται ότι την άνοιξη του 1944 τον κάλεσαν από το ΕΑΜ Επανομής. Ο Τσιτσάνης πήγε μεν, αλλά δεν γράφτηκε. Συνέθεσε όμως δύο ύμνους-τραγούδια για το ΕΑΜ. Το ΚΚΕ, ως κόμμα, από τα λεγόμενα του Μάρκου Βαμβακάρη και άλλων, είχε επιφυλακτική και εν πολλοίς αρνητική στάση απέναντι στους ρεμπέτες και στα ρεμπέτικα. Τα απλά μέλη του όμως σαφώς και συμπαθυούσαν αυτά τα τραγούδια». 11

Τα περί συνεργασίας του Τσιτσάνη με το ΕΑΜ, επιβεβαιώθηκαν και από τα όσα δήλωσε ο εκπαιδευτής του συνθέτη στον ασύρματο, στο Τάγμα Τηλεγραφητών, Γιώργος Γουδέδης:

«Στο Τάγμα Τηλεγραφητών είχαμε φτιάξει μια ομάδα αντιδικτατορική. Ο Τσιτσάνης μας ήξερε όλους και γνώριζε τη δράση μας και πολλές φορές μας είχε συμπαρασταθεί σε δύσκολες καταστάσεις. Το 1943 το ΕΑΜ με έστειλε με συγκεκριμένη αποστολή στη Θεσσαλονίκη μου είπαν πως μπορώ, αν χρειαστεί, να ζητήσω τη βοήθεια του Τσιτσάνη. Πήγα και τον βρήκα στο «Ουζερί». Εντυπωσιάστηκε που κυκλοφορούσα οπλισμένος. Από τότε τον έβλεπα κάπου-κάπου μέχρι το θάνατό του». 12

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Τσιτσάνη

Ο εξαίρετος ποιητής αλλά και Άνθρωπος, ο αψεγάδιαστος Ντίνος Χριστιανόπουλος, που γνώριζε τον Τσιτσάνη και μελέτησε το έργο του, έγραψε αρκετές μελέτες για τον βάρδο της Ελληνικής λαϊκής μουσικής. Μάλιστα, σε μία ομιλία του στη γενέθλια πόλη του Τσιτσάνη, τα Τρίκαλα, το 1998, ο Χριστιανόπουλος περιέγραψε το πώς γνώρισε στα μαύρα χρόνια της Κατοχής τον σπουδαίο καλλιτέχνη. Όπως εξιστόρησε:

Ήμουνα έντεκα χρονών το 1942 και κινδυνεύοντας να πεθάνω από πείνα, στη γερμανική κατοχή, πουλούσα διάφορα μικροπράγματα (τσιγάρα, σπίρτα, μύγδαλα, παστέλια) και μπαινόβγαινα ελεύθερα στα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα. Τα «Κούτσουρα» τότε ήταν μια μεγάλη μάντρα, αρκετά ευπρεπής, όπου σύχναζαν κάτι μαυραγορίτες. Εκεί, για μερικούς μήνες – τρεις, ίσως και τέσσερις – τραγουδούσε ο Τσιτσάνης. Ο οποίος ήδη το 1942 ήταν ένας θρύλος. Τότε ήμουν παιδί του κατηχητικού και δεν γνώριζα ακόμη το χώρο του ρεμπέτικου, αλλά η μουσική του Τσιτσάνη με τραβούσε. Και κάθε φορά που έκανα τη βόλτα, για να πουλήσω την πραμάτεια μου, έλεγε: «Ας περάσω κι απ’ τη Νικηφόρου Φωκά να ρίξω μια ματιά». Και πραγματικά, στο βάθος ο Τσιτσάνης, ωραία φιγούρα, ωραίος άντρας, έπαιζε τα τραγούδια του που ήδη από τότε πολλά απ’ αυτά είχαν γίνει κλασικά. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή».13

Η οδός Π.Μελά στην Κατοχή. Εδώ βρισκόταν το "Ουζερί Τσιτσάνης"

Ο Χριστιανόπουλος θεωρεί ότι ο Τσιτσάνης, έρχεται σήμερα να καταλάβει τη θέση του στις νέες παραδοσιακές αξίες, που μπορούμε να δεχτούμε και που είναι ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαδιαμάντης. Όπως δε σημειώνει: «Ξεκινάει πλέον όχι μια προσπάθεια τιμής προς το ίδιο το έργο του Τσιτσάνη, αλλά μία ευρύτερη προσπάθεια ένταξης του Τσιτσάνη στις μεγάλες πολιτισμικές μας αξίες». 14

«Συννεφιασμένη Κυριακή»: Ένα πραγματικό περιστατικό της Κατοχής

Ένα από τα πιο πολυειπωμένα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, το «Συννεφιασμένη Κυριακή», γράφτηκε τη μαύρη περίοδο της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη. Οι στίχοι αναφέρονται σε ένα περιστατικό, που ο Βασίλης Τσιτσάνης είδε με τα μάτια του, όταν γυρνούσε από το ουζερί που είχε ανοίξει στη Θεσσαλονίκη, με τον αδερφό της γυναίκας του, Ανδρέα Σαμαρά. Το τραγούδι αυτό, φωνογραφήθηκε αρχικά στις 11 Αυγούστου 1948 με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου Ωστόσο, η ερμηνεία που εκτόξευσε το τραγούδι στα ύψη, κάνοντάς το δισκογραφική επιτυχία, ήταν εκείνη του 1959. Ερμηνευτής του, ο μεγάλος Στέλιος Καζαντζίδης με τη σύμπραξη της Γιώτας Λύδια και της Μαρινέλλας. Η εισαγωγή αυτής της εκτέλεσης, για περίπου πενήντα χρόνια, υπήρξε το μουσικό σήμα της φωνογραφικής εταιρίας «Κολούμπια» στις ραδιοφωνικές εκπομπές της, με λαϊκή μουσική. Ενώ προηγουμένως, το 1954 η μουσική του τραγουδιού, έδωσε την έμπνευση στο Μάνο Χατζιδάκι, να την μεταγράψει για πιάνο, συμπεριλαμβάνοντάς την στις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» του. Ο Χριστιανόπουλος, θεωρεί ότι η «Συννεφιασμένη Κυριακή», παρόλο που είναι ένα τραγούδι άνισο, δεν διαφέρει πολύ από ένα κλασικό ορατόριο. 15

Με γλαφυρό τρόπο ο Βασίλης Τσιτσάνης περιέγραψε τις συνθήκες που του έδωσαν την έμπνευση να συνθέσει τραγούδι: «Κατά την περίοδο της Κατοχής, στη Θεσσαλονίκη, εμπνεύσθηκα και τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη “Συννεφιά” της Κατοχής από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας – τότε που όλα τα σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά συγχρόνως και για την υπερηφάνεια του λαού μας που δε σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά».
Χειρόγραφο του Τσιτσάνη για τις περιπέτειές του στον πόλεμο και την Κατοχή

Το πραγματικό περιστατικό, όπως ακριβώς το έζησε ο συνθέτης, παρατίθεται στην βιογραφία του από τον Σώτο Αλεξίου «...λίγο πιο πάνω, τρεις σκιές προχωράνε με προφύλαξη τοίχο-τοίχο. Στα χέρια τους κρατάνε μπουγέλα και πινέλα. Σε λίγο φτάνουν στην πλατεία Φαναριωτών. Ο ένας φυλάει τσίλιες και οι άλλοι δύο αρχίζουν να γράφουν με μεγάλα κεφαλαία γράμματα στον τοίχο: “ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”. Πριν προλάβουν να τελειώσουν, πρόβαλε από το στενό γερμανική περίπολος πλαισιωμένη με προδότες Έλληνες ταγματασφαλίτες. Ούτε που πρόλαβε να φωνάξει ο τσιλιαδόρος. Τα όπλα κροτάλισαν μες στο παγωμένο χάραμα. Το αγόρι τινάχτηκε, έπεσε κάτω, αίμα και χρώμα άρχισαν να τρέχουν πάνω στο πεζοδρόμιο. Έξι και τριάντα μαζί με το Μπαρμπαθανάση και τον Κυριαζή φεύγουμε από τον “Aετό” και προχωράμε τυλιγμένοι στα χοντρά παλτά μας προς τα κάτω, για την “Παύλου Μελά”. Λίγο πιο κάτω, ένα μικρό πηγαδάκι έχει σχηματιστεί από περαστικούς που κλείνουν το πεζοδρόμιο. Μουρμουρητά, χωρίς να μπορείς να ξεκαθαρίσεις τι λένε. Κάνουν έτσι και βλέπουν το παλληκάρι ανάσκελα, με τα μάτια ορθάνοιχτα προς τον ουρανό, μέσα σε μια λίμνη από αίμα ανακατεμένο με το μαύρο χρώμα, παγωμένο από το ψύχος που επικρατεί. Αυτό έμεινε στη μνήμη μου και έγινε αφορμή να γράψω τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Μέρες πολλές από τότε προσπαθούσα με το μπουζούκι μου να βγάλω μια μελωδία, μια μουσική, που να περικλείει μέσα το περιστατικό αυτό που με βασάνιζε, αλλά και τη ζωή που ζούσα εγώ και όλοι μας. Στην αρχή δεν είχα στο νου να του βάλω λόγια. Ώσπου μια Κυριακή απόγευμα που γύριζα με τη Ζωή και την κορούλα μας, που μόλις είχε γεννηθεί, με το καραβάκι από τη Σαλαμίνα, άκουσα κάποιον να λέει στο διπλανό του: “Τι νύχτα κι αυτή, Θεέ μου... Σου πλακώνει την καρδιά...” Τότε, κάτι άστραψε μέσα μου. Βγάζω ένα χαρτάκι και πολύ πρόχειρα γράφω δυο τρεις λέξεις (“συννεφιασμένο απόγευμα, πλακώνει την καρδιά μου” ή κάπως έτσι). Το νόημα πάντως αυτό ήταν». 16
Με τη Μαρίκα Νίνου και το συγκρότημά τους σε τουρνέ στην Τουρκία

Σύντομο βιογραφικό του Βασίλη Τσιτσάνη

Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.

Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.
Το δωμάτιο του Τσιτσάνη στο πατρικό του σπίτι στα Τρίκαλα

Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ’ αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.

Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν», όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Τα εμβατήρια της 4ης Αυγούστου

Βρισκόμαστε στον αστερισμό της δικτατορίας Μεταξά και η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Ο Τσιτσάνης το 1982 έξω από το Τάγμα Τηλεγραφητών

Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.

Το 1938 ο στρατευμένος πια Τσιτσάνης, υπηρετεί στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη, όπου στάλθηκε και ο Χαρίλαος Φλωράκης. Τότε πρωτογνωρίζονται και ξανασυναντιούνται το 1940 στο Τάγμα Μηχανικών στα Γιαννιτσά, πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο.
Ο Χαρίλαος Φλωράκης διηγήθηκε για τη ζωή τους στο Τάγμα Τηλεγραφητών: «Όταν πήγα εγώ στο Τάγμα, ο Τσιτσάνης ήταν ήδη γνωστός και αγαπητός στους φαντάρους. Συχνά τα βράδια μετά το προσκλητήριο πηδούσε τα συρματοπλέγματα με κάποιον άλλο και πήγαιναν στις ταβέρνες που ήταν γύρω από το στρατόπεδο και δούλευαν μέχρι αργά το βράδυ. Με τον ίδιο τρόπο ξαναγύριζαν και ούτε γάτος ούτε ζημιά. Κάποια φορά όμως ο επιλοχίας τού έστησε καρτέρι και τον έπιασε στα πράσα, που πηδούσε το φράχτη. Την άλλη μέρα το πρωί στην αναφορά τον ρωτάει ο λοχαγός: "Τι γύρευες στα σύρματα τέτοια ώρα, Τσιτσάνη;". Κι αυτός με χιούμορ και ετοιμόλογος του απαντά: "Ασυρματιστής δεν είμαι κυρ λοχαγέ; Πήγα να τα επιθεωρήσω, να δω αν είναι εντάξει"». 17
Το 1938, με επταήμερη άδεια από το στρατό, κατεβαίνει στην Αθήνα και ηχογραφεί την «Αρχόντισσα» και άλλα τραγούδια. Αυτή τη χρονιά δισκογράφησε 25 τραγούδια στην Odeon, 7 στην Columbia και 9 στη HMV. Το 1939, με άδειες του στρατού κατεβαίνει συχνά στην Αθήνα και ηχογραφεί τραγούδια του. Στη Θεσσαλονίκη, νοικιάζει ένα δωματιάκι στην οδό Στρωμνίτσης 20, στο Ντεπό.

Γείτονάς του, είναι ο έφηβος τότε, Γιώργος Φαρσακίδης, ο οποίος θυμάται ότι κοντά στη γειτονιά ήταν το Τάγμα Τηλεγραφητών. Ότι τις Κυριακές «τα φαντάρια τρώγανε πατάτες με κρέας» κι ότι μέχρι να γίνει το φαγητό, «παίζανε ποδόσφαιρο στο γήπεδο. Πολλές φορές είδα τον Τσιτσάνη πάνω στις κερκίδες, ανάμεσα στους αξιωματικούς, να παίζει το μπουζούκι και να τραγουδά μαζί τους. Εμείς, τα μαγκάκια της γειτονιάς, όταν βλέπαμε τον Τσιτσάνη με το μπουζούκι, δίναμε σύρμα και στους άλλους και τρέχαμε ν' ακούσουμε τον φαντάρο που, όπως λέγαμε, τραγουδούσε στα γραμμόφωνα». 18

Ο συγγραφέας Σώτος Αλεξίου, που για πολλά χρόνια ερεύνησε τη ζωή και το έργο του μουσικοσυνθέτη, σημειώνει: «Ο Τσιτσάνης δεν είχε στόφα ήρωα. Τις ηρωικές πράξεις τις θαύμαζε στους άλλους. Λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί από τη Θεσσαλονίκη έγραψε δυο τραγούδια - ύμνους για την αντίσταση, που όπως είπε ο ίδιος, κάπου-κάπου τα παίζανε στο μαγαζί. Άλλοι λένε πως ήταν παραγγελία από το ΕΑΜ και άλλοι πως τον πίεσαν αντάρτες του ΕΛΑΣ όταν ήταν στην Πύλη Τρικάλων, τον Ιούνιο του 1943».
Χειρόγραφο του Τσιτσάνη για τους δύο ύμνους στην Εθνική Αντίσταση

Ο συγγραφέας του βιβλίου παραθέτει και γραπτή μαρτυρία του Τσιτσάνη: «Τραγούδια, όπως λένε "αντιστασιακά " έγιναν στα βουνά. Εγώ έχω γράψει δύο τέτοια, ένα για τους αντάρτες και ένα επαναστατικό, όταν πλησιάζαμε στην απελευθέρωση. Αυτό για τους αντάρτες σε ρυθμό χασάπικο 2/4, το δε επαναστατικό είναι μαρς. Αυτά τα έγραψα την τελευταία χρονιά, πριν την απελευθέρωση και τα τραγουδούσαμε εν κλειστώ κύκλω».19


Ο «Ύμνος του ΕΑΜ» από τον Τσιτσάνη

Παραθέτουμε τους δύο ύμνους για την Αντίσταση και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που έγραψε ο Τσιτσάνης:

«Πέρασαν έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας 
Αιώνες πέρασαν με νεκρικά σκοτάδια,
φτάνει, σταθείτε, δειλοί,
Ο λαός να χαρεί
την αυγούλα τη χρυσή,
π’ ανατέλλει σε όλους λεύτερη ζωή. 
Σκλάβοι, δεσμώτες, αδέλφια.
Σκελετωμένα κορμιά.
Ζωή καινούρια, τραγούδια, χαρά,
δώσατε σεις λευτεριά. 
Πέρασαν, έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας,
Στραγγαλιστές του λαού,
Καταφρόνια και σκλαβιά,
μαστιγώματα, κελιά,
Ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά. 
Σίδερα σπάστε κι αφήστε
Το αίμα να ξεχυθεί.
Λευτεριά τώρα ας τρέχει στη γη
Κι όλους μας ας οδηγεί. 
(Ρεφρέν: η δεύτερη και τεταρτη στροφή)
Αυτός, είναι ο πρώτος από τους δύο ΕΑΜικούς ύμνους του Τσιτσάνη, γραμμένος, σύμφωνα με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, «προφανώς το τελευταίο τρίμηνο του 1944. 20

Όπως πάλι ανέφερε ο Ηλίας Πετρόπουλος, αυτό το τραγούδι-ύμνος στην Εθνική Αντίσταση «ποτέ δεν βγήκε σε δίσκο. Ήταν πασίγνωστο στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι πολύ καλά τη μελωδία του». 21

Ο Κώστας Βίρβος πάλι στην αυτοβιογραφία του, σημείωνε ότι δεν βρέθηκε ακόμη ολόκληρο το τραγούδι, που το τραγουδούσε ο Τσιτσάνης κρυφά στο μαγαζί του. 22

Σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, ο ερευνητής του έργου του μεγάλου λαϊκού δημιουργού, Κώστας Χατζηδουλής έγραψε ότι οι στίχοι και η μελωδία των δύο ΕΑΜικών τραγουδιών σώθηκαν χάρη στους φίλους του Τσιτσάνη, τον μουσικό και τραγουδιστή, Γιώργο Τσανάκα και τον Τάκη Φιτσιώρη, ο οποίος τους αναφέρει στις αναμνήσεις του, από τις οποίες ο Χατζηδουλής πήρε τους στίχους και τους παρέθεσε στην εφημερίδα. 23

Οι στίχοι αυτών των άγνωστων μέχρι σήμερα στο ευρύ κοινό τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά από τον Ηλία Πετρόπουλο στα «Ρεμπέτικα τραγούδια». 24




Μία από τις ελάχιστες φορές που έβαλε γραβάτα ο Τσιτσάνης, ήταν στις 30 Οκτωβρίου 1944, ημέρα που απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη από τους Ναζί κατακτητές. Εδώ: Μπαρμπαθανάσης (με το καλάθι), Τσιτσάνης, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης με τη γυναίκα του, ο Γιοβάνης, ο Τσανάκας, η Μαίρη Σοίδου και ο Τσιγάρας

Ο δεύτερος αντάρτικος ύμνος του Τσιτσάνη
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ. 
Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά
της Ελλάδος τα γερά τα παιδιά
το ντουφέκι πάντα συντροφιά
πολεμούν για την ελευθεριά. 
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ
της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας.
Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς». 
(Ρεφρέν: Η δεύτερη στροφή)
Το τραγούδι, το καταχώρησε ο Χατζηδουλής στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, με βάση τις αναμνήσεις του Τάκη Φιτσιώρη, ο οποίος όμως ανέφερε ότι ο Τσιτσάνης δεν το τραγούδησε ποτέ ολόκληρο κανέναν. 25 Πάντως, τους δύο πρώτους στίχους της επωδού, τους παρέθεσε ο Ηλίας Πετρόπουλος, 26 ενώ στις αναμνήσεις του στην ίδια εφημερίδα ο Όμηρος Χατζησαράντης, ανέφερε τους ίδιους στίχους. 27

Πάντως, ανεξήγητο παραμένει ένα θέμα σχετικό με τη ζωή του Τσιτσάνη στην κατοχική Θεσσαλονίκη: Πως, παρά τις στενές σχέσεις του με τον αξιωματικό της Ασφάλειας και μέγα κομμουνιστοφάγο, Νικόλαο Μουσχουντή, έγραψε τους δύο ΕΑΜικούς ύμνους, που τραγουδήθηκαν από τους αριστερούς, αλλά ποτέ δε βγήκαν σε δίσκο. 28

Αναθεμάτιζε τις τυραννίες

Σύμφωνα με τον μελετητή του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, Νέαρχο Γεωργιάδη, προς το τέλος της Κατοχής, ο Τσιτσάνης με ένα εμβατήριό του αναθεμάτιζε τις δύο τυραννίες που γνώρισε η Ελλάδα και καλωσόριζε την ελευθερία που, όπως πίστευε, θα ερχόταν. Ο συνθέτης και στιχουργός εξομοίωνε τη δικτατορία του μεταξά, στην οποία αναφερόταν ρητά, με τη γερμανική Κατοχή, την οποία υπονοούσε, και χρησιμοποιούσε έναν κώδικα σκοταδισμού και φωτός, πολύ διαδεδομένο μεταξύ του λαού, με εκφράσεις όπως «τα σκοτάδια της σκλαβιάς» και το «γλυκοχάραμα της λευτεριάς». 29 Αυτές οι εκφράσεις, εξάλλου, ήταν και μέρος της πολιτικής ρητορικής της Αριστεράς: Σύμφωνα με τη φρασεολογία της, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου χαρακτηριζόταν σαν «βαθύ μεσαιωνικό σκοτάδι» 30 και ο χιτλερισμός απειλούσε «να γυρίσει αιώνες πίσω στο σκοτάδι την ανθρωπότητα». 31

Συννεφιασμένη Κυριακή

Στο τραγούδι του Τσιτσάνη, τα σκοτάδια που σημαίνουν τη σκλαβιά, είναι τόσο πηχτά κι αδιαπέραστα, όσο εκείνα του θανάτου και του Άδη, και τόσο αβάσταχτα, που η κάθε μικρότερη μονάδα χρόνου (ώρα, μέρα, βδομάδα, μήνας, χρόνος) φαίνεται σαν αιώνας στη συνείδηση του καταπιεσμένου Έλληνα. Κι αφού το σκοτάδι σημαίνει σκλαβιά, η αντίθετη έννοια, το φως, σημαίνει ελευθερία. Φως της αυγής: η ελευθερία που διαδέχεται τη σκλαβιά. 32

Στην ευρύτερη έννοια «σκλαβιά», εκτός από τα «νεκρικά σκοτάδια», ανήκουν επίσης και οι έννοιες «χρόνοι της σαπίλας», δηλαδή της διαφθοράς και της κατάπτωσης των ανθρώπινων αξιών, «στραγγαλιστές του λαού»(δηλαδή στραγγαλισμός των λαϊκών ελευθεριών), η «καταφρόνια» (ο εξευτελισμός της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας), τα «μαστιγώματα» και τα άλλα βασανιστήρια, τα «κελιά» και τα «σίδερα» (οι φυλακίσεις), τα «ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά» (οι εκτοπίσεις των αριστερών και των άλλων δημοκρατικών).

Ωστόσο, η ελευθερία, όπως την περίμενε ο Τσιτσάνης κι’ όλος ο λαός, δε θα φτάσει. Γιατί με το τέλος της Κατοχής, θα αρχίσει μία νέα περίοδος ανελευθερίας που θα οφείλεται στην αγγλοαμερικανική επέμβαση, μία επέμβαση που θα οδηγήσει στον καταστρεπτικό Εμφύλιο Πόλεμο. Το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», θα χρησιμοποιήσει ξανά τον κώδικα σκοταδιού και φωτός για να ζωγραφίσει παραστατικά τη νέα τυραννία. 33


Η σχέση του ρεμπέτικου με τα αντάρτικα τραγούδια

Πολλά χρόνια αργότερα απαντώντας στο ερώτημα εάν υπήρχε σχέση του ρεμπέτικου με τα αντάρτικα τραγούδια και την Αντίσταση, θα γράψει ο Τσιτσάνης σε κάποιες ιδιόχειρες σημειώσεις του:

«Στην περίοδο του Μεταξά, 1936-1941, δε γνωρίζω να υπήρχε αντιστασιακό ρεμπέτικο. Ρεμπέτικα τραγούδια δεν υπήρχαν. Τα πάντα περνούσαν από τη λογοκρισία. Βγαίναν τραγούδια με κύρια θέματα ερωτικά-λαϊκά. Βέβαια υπήρχαν και μερικά λαϊκά όπως το «Θα σαλτάρω», ένα άλλο «Το Χαϊδάρι», τραγούδια όπως λένε αντιστασιακά, τέτοια έγιναν στα βουνά. Εγώ προσωπικά έχω γράψει δυο τέτοια, ένα για τους αντάρτες και ένα επαναστατικό, όταν πλησιάζαμε στην απελευθέρωση. Αυτό για τους αντάρτες είναι σε ρυθμό χασάπικο 2/4, το δε επαναστατικό είναι mars και χορωδιακό. Αυτά τα έγραψα την τελευταία χρονιά πριν από την απελευθέρωση τα τραγουδούσαμε εν κλειστώ κύκλο. Το άλλο, το «Μπλόκο», που περιέχει ο δίσκος της CBS, δεν τολμούσα να το πω γιατί στο μικρό ουζερί που είχα στη Διαγώνιο, Τσιμισκή και Παύλου Μελά 21 μπαίναν κάθε βράδυ Γερμανοί». 34



Ο Τσιτσάνης στο Καραμπουρνάκι, στον
"Μπαρμπαλιά", παίζοντας μπουζούκι "από πρωίας"

Το 1946, ο Τσιτσάνης εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 - 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι' αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. "Είμαστε αλάνια", "Πήρα τη στράτα κι έρχομαι", "Χωρίσαμε ένα δειλινό", "Τρελός τσιγγάνος", "Πέφτουν της βροχής οι στάλες", "Όμορφη Θεσσαλονίκη", "Αντιλαλούνε τα βουνά", "Κάνε λιγάκι υπομονή", "Φάμπρικες", "Πέφτεις σε λάθη", "Καβουράκια", "Κάθε βράδυ λυπημένη", "Ξημερώνει και βραδιάζει", "Έλα όπως είσαι", είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι' αυτή την περίοδο. Κι ίσως θα' πρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ' αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους - που κάποτε είναι...τρείς : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή - δείγματα ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.

Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του '50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά.

Ο Τσιτσάνης με τη Λάουρα τραγουδούν "το Καράβι"

Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ' τις εποχιακές "μόδες", παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ' τον κυρίαρχο ήχο αυτών. Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και κάτω, κατ' εξοχήν ο ίδιος. Απ' αυτά ν' αναφέρουμε ενδεικτικά : "Ίσως αύριο (1958), "Τα λιμάνια" (1962), "Τα ξένα χέρια"(1962), "Μείνε αγάπη μου κοντά μου"(1962), "Κορίτσι μου όλα για σένα"(1967), "Απόψε στις ακρογιαλιές"(1968), "Κάποιο αλάνι"(1968), "Της Γερακίνας γιός"(1975),"Δηλητήριο στη φλέβα"(1979).


Με τον Τζο Ντασέν και τη Σωτηρία Μπέλλου

Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο "Χάραμα" - έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ' αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια... Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου του 1984 στο Λονδίνο, όπου βρισκόταν για εγχείρηση, και κηδεύτηκε στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών.


Σημειώσεις

1. Δημήτρη Γιοβανόπουλου, «Μπαξέ Τσιφλίκι», Ένα τραγούδι, μία ιστορία, στο periskopisi.blogspot.gr
2. Σώτος Αλεξίου, Ο ξακουστός Τσιτσάνης, Αθήνα 2003, Κοχλίας, σ.62
3. Κώστας Χατζηδουλής, Βασίλης Τσιτσάνης, η ζωή μου, το έργο μου, Αθήνα 1980, Νεφέλη, σ.19-20
4. Πάνος Σαββόπουλος, «Ένας κορυφαίος δημιουργός», στο Βασίλης Τσιτσάνης 1915-1984», χ.χ. έκδοση «Ελευθεροτυπία», σ. 134-135
5. Ηλίας Μπαρούνης, «Η ζωή του, τα τραγούδια του», ό.π., σ. 24
6. Σώτος Αλεξίου, ό.π. σ. 122
7. Σώτος Αλεξίου, ό.π., σ.144-145
8. Κώστας Χατζηδουλής, Βασίλης Τσιτσάνης, Η ζωή μου, το έργο μου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1979, σ. 20,
9. Χατζηδουλής, σ. 132
10. Σώτος Αλεξίου, Ο ξακουστός Τσιτσάνης, Αθήνα 2003, Κοχλίας, σ. 155
11. Ηλίας Μπαρούνης, «Η ζωή του, τα τραγούδια του», στο Βασίλης Τσιτσάνης 1915-1984», χ.χ. έκδοση «Ελευθεροτυπία», σ. 25-26
12. Σώτος Αλεξίου, ο ξακουστός.. ό.π., σ.441-442
13. Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τσιτσάνης και Τρίκαλα, ομιλία στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Τρικκαίων στα «Β΄ Τσιτσάνεια 1998». Τρίκαλα 1999, Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, σ.11-12
14. Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τσιτσάνης και Τρίκαλα, ό.π., σ.19
15. Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τσιτσάνης και Τρίκαλα, ό.π., σ.17
16. Σώτος Αλεξίου, Ο ξακουστός Τσιτσάνης, 4η Έκδοση, 2003, σ.75
17. Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 18 Ιανουαρίου 2004, σ.4
18. Στο ίδιο, σ.4
19. Σώτος Αλεξίου, ό.π., σ.148
20. Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του (1932-1946), Θεσσαλονίκη 1994, Διαγώνιος, σ.83
21. Ηλίας Πετρόπουλος, Τα μικρά ρεμπέτικα, Αθήνα 1982, Νεφέλη, σ.215
22. Κώστας Βίρβος, Μια ζωή τραγούδια: Αυτοβιογραφία, Αθήνα 1985, Ντέφι, σ.18
23. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 21 Ιανουαρίου 1987
24. Ηλίας Πετρόπουλος, ό.π., σ. 74
25. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 21 Ιανουαρίου 1987
26. Ηλίας Πετρόπουλος, ό.π., σ. 215
27. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 19 Ιανουαρίου 1984
28. Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια, ό.π. σ.16
29. Νέαρχος Γεωργιάδης, Ρεμπέτικο και Πολιτική, Αθήνα 1993, Σύγχρονη Εποχή, σ. 164
30. Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τ. Δ΄(1934-1940), Αθήνα 1975, Σύγχρονη Εποχή, σ.441
31. Στο ίδιο, τ. Ε΄ (1940-1945), σ.144
32. Νέαρχος Γεωργιάδης, ό.π., σ.164
33. Νέαρχος Γεωργιάδης, ό.π., σ. 165
34. Σώτος Αλεξίου, Βασίλης Τσιτσάνης, Η παιδική ηλικία ενός ξεχωριστού δημιουργού, Αθήνα 1998, Καστανιώτης, σ. 103

§1
Ο «Προμηθεύς Δεσμώτης» είναι το πρώτο δράμα μιας τριλογίας με τον τίτλο: Προμήθεια. Το δεύτερο δράμα ήταν ο «Προμηθεύς λυόμενος» και το τρίτο ο «Προμηθεύς Πυρφόρος». Με την τριλογία αυτή, ο Αισχύλος θέλησε μάλλον να εκφράσει ένα είδος κοσμοθεωρίας, της οποίας η διαλεκτική–νοητή γραμμή ξεκινούσε με τη βία και το Κράτος ως δύναμη των αντιθέσεων («Προμηθεύς Δεσμώτης») περνούσε στη συμφιλίωση («Προμηθεύς λυόμενος») για να αποκορυφωθεί στη δικαιοσύνη και την ειρηνική συμβίωση («Προμηθεύς Πυρφόρος»). Το γεγονός βέβαια ότι δεν σώθηκαν τα δύο τελευταία δράματα, εκτός από ορισμένα αποσπάσματα του «Λυόμενου», δεν μας επιτρέπει παρά να σκεφτόμαστε με γνώμες και υποθέσεις. Στο πρώτο δράμα οι βασικοί ανταγωνιστές είναι δύο: Ο Δίας και ο Προμηθέας. Με βάση την εκδοχή του σχετικού μύθου, ο Δίας αποφάσισε να καταστρέψει το γένος των ανθρώπων και τότε ο Προμηθέας θέλησε να το σώσει δίνοντάς του τη φωτιά που στο μεταξύ είχε κλέψει από τον Ήφαιστο. Ο κοσμοκράτορας Δίας εξοργίστηκε γι’ αυτό  και έστειλε τα όργανά του, το Κράτος και τη Βία, να συλλάβουν τον Προμηθέα και 
να τον μεταφέρουν στον Καύκασο. Σε όλο το δράμα, διάχυτη είναι η σκληρότητα και η ανελεημοσύνη του Δία, κάτι για το οποίο υπερηφανεύονται τα όργανά του, το Κράτοςη δομημένη εξουσία στην εκτελεστική της αποστολή, και η Βία. Αυτά εδώ, μεθερμηνεύοντας τη βούληση του Δία, φέρνουν τον Τιτάνα στα ακατοίκητα βουνά του Καυκάσου, για να τον αλυσοδέσουν. Το έργο τούτο ανατίθεται στον Ήφαιστο, ο οποίος συμπάσχει με τον Προμηθέα και εκτελεί τούτο το απεχθές καθήκον χωρίς τη θέλησή του. Απεναντίας, το Κράτος, ως πιστός υπηρέτης του Δία, του εξουσιαστή  θεών και ανθρώπων, γίνεται ο δήμιος του Τιτάνα και δεν χάνει την ευκαιρία να τον χλευάσει.

§2

Τι συμβολίζουν, πιο συγκεκριμένα, το Κράτος και η Βία; Το πρώτο την εξουσία του Δία και το δεύτερο τον τρόπο άσκησης αυτής της εξουσίας. Ο ήρωας του δράματος, ο Προμηθέας, συμβολίζει την αντί- σταση σε τούτη την εξουσία. Αντιστέκεται από αγάπη για τους ανθρώπους και την ελευθερία (τους). Επιχειρεί να τους δώσει το παντέχνου πυρός σέλας, δηλαδή τη λάμψη της πάντεχνης φωτιάς, και έτσι αποδεικνύεται ως ο πρώτος που μεταδίδει τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ποιος αποκαλύπτεται ως εχθρός αυτού του πολιτισμού; Το Κράτος. Ως φορέας εξουσίας, αυτό δεν είναι κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού, παρά το ευθέως αντίθετο ως προς την ουσία του τελευταίου. Τούτο μαρτυρούν και τα αθώα, αλλά μεστά νοήματος λόγια του Ήφαιστου: 1. «σκληρός είναι ο καθένας που παίρνει την εξουσία» (στ.35)· τουτέστιν, η εξουσία δεν συμβαδίζει με την ανθρώπινη ουσία, αλλά είναι απανθρωπιά· 2. αποτεινόμενος στο Κράτος του λέει πως πάντα ήταν άσπλαχνο και θρασύ (στ.42), δηλαδή ανήκει στη φύση του να είναι εξ-ουσία, εκτός ουσίας.Πώς νοείται αυτό; Όλα τα έμβια όντα είναι εν χρόνω και τόπω εξουσία και υπό εξουσία. Υπό ένα, επομένως, ευρύτερο νόημα εξουσία σημαίνει εξ-ουσία: είτε τον καταστροφικό κατήφορο/κατάβαση της εκτός ουσίας οντολογικής παρουσίας και δράσης ‒ π.χ. ο εξουσιασμός του Δία και των οργάνων του‒είτε τον δημιουργικό ανήφορο/ανάβαση της εκκάλυψης, αποκάλυψης της ουσίας, όπως π.χ. συμβαίνει με την οντολογική παρουσία και δράση του Προμηθέα, ως φωτοδότη. Στο υπό συζήτηση έργο του Αισχύλου, Δίας και Προμηθέας εμφανίζονται ως οι καθοριστικά αντίρροπες δυνάμεις, που ενσαρκώνουν την εχθρότητα. Με δεδομένο ότι αμφότεροι τούτοι οι θεοί στον κοσμοϊστορικό αγώνα της Τιτανομαχίας ήταν οι πιο στενοί συνεργάτες, η εχθρότητα τούτη δεν είναι απλώς μια ηθικολογούσα εχθρότητα, αλλά το πυρ, η φωτιά –ως φως, αλλά και ως έκρηξη– ενός αδυσώπητου αγώνα ανάμεσα σε δυνάμεις της πολιτικής – εξουσιαστικής βίας και της ανυποχώρητης στοχαστικής δράσης. 

§3

Ο στοχαστικός χαρακτήρας της δράσης, έτσι όπως τον ενσαρκώνει ο λόγος του αλυσοδεμένου, αλλά ακαταδάμαστου Προμηθέα, εκδηλώνεται ως η ζωτική ιδέα της μαχόμενης –πολιτικής–ύπαρξης που δεν εγκαταλείπει, δεν ενδίδει στη σκληρή μονοκρατορία του Δία, αλλά την αντιπαλεύει με σθένος, που υπερβαίνει τον ανθρώπινο πόνο, αποδεικνύοντας έτσι το σαθρό χαρακτήρα κάθε είδους μονοκρατορίας. Πώς νοείται πιο συγκεκριμένα τούτο το σθένος, το σθεναρό πάθος; Ως εμμονή σε ένα εγοσμίως ζην, που αμφισβητεί ευθέως το αξιακό σύστημα της νέας τάξης πραγμάτων, την ολιγοφρένειατου νέου πολιτικού συστήματος του Διός.  Πώς ξετυλίγεται ο πολιτικός θρίαμβος της εξουσίας του Διός; Στον πρόλογο του έργου, εμφανίζεται το κατ’ εξοχήν εκτελεστικό όργανο τούτης της εξουσίας, το Κράτος –μαζί με τη Βία ως βουβό πρόσωπο– να χλευάζει τον πάσχοντα θεό και να απαιτεί από τον Ήφαιστο να εκτελέσει χωρίς οίκτο ό,τι τον πρόσταξε ο πατέρας Δίας, δηλαδή να δέσει με τη βία, στο παγερό φαράγγι, τον Προμηθέα. Ο διάλογος ανάμεσα στο Κράτος και τον Ήφαιστο είναι αποκαλυπτικός δυο διαφορετικών κόσμων: ο κόσμος του ψυχρού εκτελεστή (Κράτος) και ο συμπάσχων κόσμος  του Ήφαιστου. Ο δεύτερος κόσμος θεωρεί πως «η συγγένεια  [θεός προς θεό] και η φιλία είναι κάτι το ιερό» (στ. 39)· γι’ αυτό δέχεται με απροθυμία τις διαταγές του Δία: υπηρετεί χωρίς τη θέλησή του τη νέα τάξη πραγμάτων, σε αντίθεση με το Κράτος που «πάντοτε ήταν άσπλαχνο και γεμάτο αυθάδεια» (στ. 42). Για το Κράτος δεν υπάρχει μέτρο ελέγχου της ωμότητας, της βαρβαρότητας. Το μόνο μέτρο είναι η άμετρη βούληση του Δία. Το Κράτος λοιπόν αναλαμβάνει το ρόλο του άβουλου υπηρέτη αυτής της βούλησης. Νιτσεϊκώς είναι η καταστροφική βούληση για δύναμη, σε αντίθεση με τη δημιουργική/προμηθεϊκή βούληση για δύναμη.

§4

Το Κράτος αποδεικνύεται εχθρός της πολιτείας των θεών και των ανθρώπων και υφίσταται, έτσι άκαρδα πλέον, ως ψυχρός εκτελεστής των ορέξεων του καταχρηστικής εξουσίας του Δία. Γι’ αυτό και επιχαίρει για τα δεινά του Προμηθέα:
                        
«Και τώρα αυθαδίαζε εδώ και των θεών τα προνόμια
αρπάζοντας χάριζέ τα στους θνητούς. Σε τι είναι άξιοι
για να σε απαλύνουν από τους πόνους σου οι θνητοί;
Ψευδωνύμως σε λένε Προμηθέα οι θεοί·
Εσύ τώρα χρειάζεσαι έναν προμηθέα για να βρεις
τρόπο να βγεις έξω απ’ αυτά» (στ. 82-87).


Η ιδέα και η εικόνα επιβολής της βίας από το Κράτος συνιστά μια πρωτόφαντη σύλληψη του Αισχύλου, η οποία έκτοτε έμελλε να επαληθεύεται και ως ιστορική πραγματικότητα με τις διάφορες μορφές κράτους και κρατικής βίας που έχουμε γνωρίσει ως τώρα. Εάν κανείς κάνει αφαίρεση από την απατηλή  θεωρία περί κράτους δικαίου –απατηλή εν πολλοίς, γιατί πρόκειται για νομιμοποίηση της εν λόγω βίας– ανασυλλέγει πολλαπλές εμπειρίες «πεφωτισμένης» βίας και δουλικότητας. Όταν, για παράδειγμα, ρώτησαν τον Χίτλερ πώς θα μπορούσε να ελέγξει πολιτικά και να κυβερνήσει όλες εκείνες τις χώρες που κατακτούσε, απάντησε: θα βρεθούν αρκετοί προδότες της πατρίδας τους που θα θελήσουν να με υπηρετήσουν. Τέτοια σκοτεινά σκύβαλα της εξουσίας αλωνίζουν και εκτελούν σήμερα την Πολιτεία, με  αχαλίνωτη αγριότητα ανυπόληπτων και ανισόρροπων τυραννίσκων.   


πηγή