Σήμερα έχει απεργία. Απεργούν οι εργάτες, απεργούν οι υπάλληλοι, δεν κινούνται τα τρένα, κάνουν στάση εργασίας οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίες. Απεργούν όμως τα ιστολόγια; Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν αδιανόητο, ας πούμε σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ίσως για κάποιο πρόβλημα της μπλογκόσφαιρας, όπως είχε κάνει παλιά η ιταλική Βικιπαίδεια για να διαμαρτυρηθεί για ένα σχεδιαζόμενο μέτρο -που τελικά αποσύρθηκε. Αλλά συμμετοχή στην απεργία του «πραγματικού κόσμου»; Και με ποιο τάχα αίτημα –και σαν πίεση προς ποιον;
Επειδή δεν βρίσκω απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, αντί να απεργήσω, θα λεξιλογήσω… για την απεργία, δηλαδή θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω την ιστορία της λέξης και του πράγματος. Οι ταχτικοί αναγνώστες μπορεί να αναγνωρίσουν κάποιες από τις παραπάνω φράσεις: το άρθρο που θα διαβάσετε δεν είναι καινούργιο αλλά είναι επανάληψη ενός παλιότερου άρθρου που ήδη έχω δημοσιεύσει άλλες δύο φορές, τον Φλεβάρη του 2011 και πέρυσι τον Οκτώβρη, φυσικά και τότε σε μέρα γενικής απεργίας. Αν με κατηγορήσετε για φυγόπονο, δεν θα έχετε πολύ άδικο: έχω τόσο φορτωμένη βδομάδα, που δεν μπορούσα να αντισταθώ στον πειρασμό μιας επανάληψης άρθρου εφόσον υπήρχε καλή δικαιολογία -πάντως έχω αλλάξει μερικά πράγματα σε σχέση με τα παλιότερα άρθρα.
Η απεργία θέλει εργάτες· όσο κι αν σε παλιότερες εποχές υπήρχαν πολλά περιστατικά οργανωμένης διαμαρτυρίας δούλων ή δουλοπαροίκων, που ασφαλώς θα περιλάμβαναν και άρνηση εργασίας, δεν μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε «απεργίες». Οπότε, τις απαρχές του πράγματος (των απεργιών) και των λέξεων που το περιγράφουν θα τις αναζητήσουμε στις αρχές του 19ου αιώνα.
Βέβαια, μπορεί η λέξη να υπάρχει πριν από το πράγμα, με άλλη σημασία. Πάντως, η λέξη «απεργία» δεν μαρτυρείται στα αρχαία ελληνικά –υπάρχει όμως, στον Ησύχιο, τον λεξικογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., η λέξη «απεργός», με τη σημασία «αργός». Όσο για τις σημερινές σημασίες, η λέξη «απεργία» σύμφωνα με το ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη καταγράφεται το 1889, ενώ το ρήμα «απεργώ» από το 1886. Οι πληροφορίες αυτές είναι λαθεμένες, όπως θα δούμε.
Να μου επιτρέψετε να κάνω ένα μικρό διάλειμμα και να γκρινιάξω: οι χρονολογίες πρώτης εμφάνισης λέξεων που δίνει στα λεξικά του ο Μπαμπινιώτης είναι όλες αντιγραμμένες από τη Συναγωγή νέων λέξεων που είχε εκδώσει το 1900 ο Στέφανος Κουμανούδης. Αυτό έχει σαν συνέπεια ότι όποιες λέξεις δεν τις συμπεριέλαβε ο Κουμανούδης ή όποιες εμφανίστηκαν μετά το 1900, δεν χρονολογούνται. Επίσης, ο Κουμανούδης ήταν μεν πολύ αξιόλογος άνθρωπος και μπροστά από την εποχή του, αλλά από τότε έχουν περάσει 111 χρόνια –θέλω να πω, ένα λεξικό που έχει κάνει τέσσερις επανεκδόσεις σε δώδεκα χρόνια, και ένας εκδοτικός οίκος που βγάζει με όλη του τη χρονική άνεση ένα ετυμολογικό λεξικό, θα μπορούσε να αναθέσει σε έναν νεαρό γλωσσολόγο να αναδιφήσει τα σώματα κειμένων και να προσδιορίσει πολύ πιο ακριβείς ημερομηνίες πρώτης εμφάνισης των λέξεων. Το ίδιο θα μπορούσε να κάνει κι ένας δημόσιος φορέας όπως το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας που εκδίδει και το ΛΚΝ, αν και με την περικοπή των αποσπάσεων τέτοιες πολυτέλειες δεν ξέρω αν υπάρχουν. Αλλά ας σταματήσω τη γκρίνια.
Λοιπόν, η χρονολόγηση του Μπαμπινιώτη είναι λαθεμένη, διότι το 1883 ο Εμμανουήλ Λυκούδης κυκλοφόρησε, στην Ερμούπολη, που ήταν το πρώτο βιομηχανικό κέντρο του νεοελληνικού κράτους, βιβλίο με τίτλο «Η εν Ελλάδι βιομηχανία και αι απεργίαι υπό την έποψιν της νομοθεσίας και της πολιτικής οικονομίας». Και για να γράφεται βιβλίο για τις απεργίες, φως φανάρι ότι η λέξη έχει μερικά χρόνια ιστορίας πίσω της.
Πόσα χρόνια; Και, ποια ήταν η πρώτη απεργία που έγινε στην Ελλάδα; Σύμφωνα με την Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας του Γ. Κορδάτου, το βιβλίο του Λυκούδη γράφτηκε ακριβώς σαν απάντηση στις πρώτες μεγάλες απεργίες που οργανώθηκαν στη Σύρα. Πρώτη ήταν η απεργία των εργατών του ναυπηγείου, τον Φεβρουάριο του 1879, και δεύτερη, πιο μαχητική, η απεργία των βυρσοδεψεργατών, λίγο αργότερα.
Η συριανή εφημερίδα «Πατρίς» γράφει για την πρώτη από τις απεργίες αυτές: «Έν βήμα έτι προς την πρόοδον! Έχομεν εν Σύρω απεργίαν τετρακοσίων περίπου εργατών. Το Ναυπηγείον αργεί». Η πρώτη αυτή απεργία στάθηκε νικηφόρα αλλά όχι για πολύ: οι εργοδότες υποχώρησαν αλλά στα κρυφά έφεραν εργάτες από άλλα νησιά και ένα μήνα αργότερα πάτησαν το λόγο τους. Η δεύτερη απεργία, των εργατών των βυρσοδεψείων, είχε αιτήματα: α) να αυξηθούν οι μισθοί για να αντισταθμιστεί η υποτίμηση, και β) να πληρώνονται σε γερό νόμισμα (πληρώνονταν σε ρώσικο νόμισμα, που είχε μόλις υποτιμηθεί), γ) να καταργηθεί η κουτουράδα ( = κατ’ αποκοπή εργασία), δ) να ισοκατανέμεται η δουλειά ώστε να μη μένουν κάποιοι άνεργοι, ε) να μειωθούν οι ώρες εργασίας (ήταν 12ωρο) και στ) να καταργηθεί η δίωρη υποχρεωτική απλήρωτη εργασία της Κυριακής. Η απεργία αυτή ήταν πολύ μαχητική, κάποιοι απεργοσπάστες έφαγαν γερό ξύλο, η αστυνομία έκανε επέμβαση, τελικά όμως οι εργοδότες υποχώρησαν στα περισσότερα αιτήματα.
Ο Λυκούδης, που ήταν πρωτοδίκης Σύρου, έγραψε αμέσως πύρινα άρθρα κατά των απεργιών, και 4 χρόνια αργότερα τύπωσε το βιβλίο του, στο οποίο καταδικάζει τις απεργίες ως «αντικοινωνικές» εκδηλώσεις. Ως το 1883 που γράφει ο Λυκούδης το βιβλίο φαίνεται ότι οι απεργίες είχαν εξαπλωθεί και στην Αττική, διότι στον πρόλογο διαβάζουμε: «Το ατυχές εν τούτοις της Σύρου παράδειγμα δεν ίσχυσεν να αποτρέψει ομοίας αποπείρας, διότι κατά το έτος τούτο [1883] αι των εργατών συστάσεις προς απεργίαν αποτελούσιν εν Πειραιεί, Αθήναις και Λαυρεωτική την ημερησίαν διάταξιν εν τη εξελίξει της νεαράς αρτιπαγούς και κλονιζομένης έτι… βιομηχανικής παραγωγής του ημετέρου έθνους».
Όμως, ίσως να υπήρχαν και παλιότερα απεργίες που δεν έχουν καταγραφεί ή έστω προσπάθειες για απεργίες. Η λέξη, πάντως, πιθανώς μαρτυρείται ακόμη νωρίτερα. Το 1869, όπως γράφει ο Γ. Κορδάτος, μοιράστηκε δωρεάν σε όλες τις πόλεις όπου υπήρχαν βιομηχανικές επιχειρήσεις, ένα φυλλάδιο με τον τίτλο: «Εγκόλπιον του Εργατικού Λαού» ή «Συμβουλαί εις τους χειρώνακτας». Το φυλλάδιο αυτό είχε εκδοθεί από την «Εταιρεία των φίλων του Λαού» και ήταν μετάφραση μιας γαλλικής μπροσούρας του Th. H. Barrau, που είχε τον τίτλο: «Conseils aux ouvriers». Ο μεταφραστής της Ν. Δραγούμης είχε αλλάξει σε πολλά σημεία το γαλλικό κείμενο για να το προσαρμόσει στις ελληνικές συνθήκες. Στο βιβλίο αυτό, αφού πρώτα δίνονται στους εργάτες (χειρώνακτες τους αποκαλεί) διάφορες ηθικοπλαστικές συμβουλές, αναλύονται οι βλαβερές συνέπειες της αργίας, και μετά περνάμε στο σημείο που μας ενδιαφέρει:
«Αλλά πλην της ακουσίας αργίας επέρχεται και η εκούσια (απεργία) συνήθως εν Γαλλία και μάλιστα εν Αγγλία, σπανιωτάτη δε ευτυχώς παρ’ ημίν εννοώ δε την εκ συμφώνου και διά μιας αποχήν των ομοτέχνων χειρωνακτών από της εργασίας, οσάκις αξιώσιν ανώτερα ημερομίσθια, αποποιούνται να παραδεχθώσι την υπό της εξουσίας οριζόμενην ανατίμησιν» (σ. 122-123). Και συνεχίζει: «Δεν είναι ίδιον αγαθού πολίτου να παραβαίνει τον νόμον. Και κακός αν είναι ο νόμος πρέπει να υποτασσώμεθα εις αυτόν και μόνον διά θεμιτών τρόπων να επιζητώμεν τη διόρθωσιν. Πλην δε της προσβολής του νόμου και της προσβολής του συμφέροντος του χειρώνακτος, προκύπτει εκ της εκουσίας αργίας (απεργίας) και άλλο ατόπημα. Οι εργάται και οι εργοστασιάρχαι διαιρούνται εις δύο πολέμια στρατόπεδα και θεωρούντες αλλήλους ως εχθρούς επιθυμούσιν ο εις του άλλου τη ζημίαν, το οποίον και ασύμφορον και αντιχριστιανικόν είναι…» (σ. 123 – 124).
Επειδή δεν έχω κάνει αυτοψία στο κείμενο, έχω μια μικρή επιφύλαξη μήπως η λέξη σε παρένθεση «(απεργία)» είναι προσθήκη του Κορδάτου. Αν είναι έτσι, η παλιότερη ανεύρεση μένει το 1879, δηλαδή δέκα χρόνια νωρίτερα  απ’ όσο λέει ο Μπαμπινιώτης· αλλιώς, η παλιότερη ανεύρεση είναι από το 1869, είκοσι χρόνια νωρίτερα.
Οι δημοσιογράφοι σήμερα κάνουν στάση εργασίας που μάλλον θα επηρεάσει τα μεσημεριανά δελτία ειδήσεων. Σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, η απεργία ήταν 24ωρη, οπότε και τα κεντρικά δελτία ειδήσεων σιγούν και πολλοί χαίρονται που έχουμε μια μέρα χωρίς προπαγάνδα και τηλεπαράθυρα. Παρόμοιο αίσθημα ανακούφισης δοκίμασε πριν από 130 χρόνια και ο Γεώργιος Σουρής, όταν μια ωραία Δευτέρα δεν είχαν εκδοθεί οι εφημερίδες λόγω της απεργίας των τυπογράφων. Αυτό έγινε το 1882 και το ποίημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Μη χάνεσαι” (με την οποία συνεργαζόταν ο Σουρής πριν αρχίσει να βγάζει τον Ρωμηό). Ολόκληρο το ποίημα το βρίσκετε στον παλιό μου ιστότοπο. Εδώ παραθέτω τις τέσσερις πρώτες στροφές:
Απεργία
του Γ. Σουρή
Από εφημερίδες γλιτώσαμε μια μέρα
δεν μάθαμε καινούργια και του Χαβά ειδήσειςּ                    [το πρακτορείο Havas]
μα τι ευλογημένη εκείνη η Δευτέρα!
δεν άκουες μουρμούρες κι αγρίας συζητήσεις.
Εις όλους ησυχία και άφωνη γαλήνη…
δεν χάνεται ο κόσμος αδιάβαστος αν μείνει.
Δεν μάθαμε τι νέο στην Αίγυπτο συνέβη,                 [Επέμβαση αγγλογάλλων στην Αίγυπτο]
δεν μάθαμε τι είπε ο Δούφφεριν στην Πύλη,             [ο μαρκήσιος Dufferin, πρεσβευτής της Μ. Βρετανίας στην                                                                                     Πόλη]
τι τάχα ο Τρικούπης στο νου του μαγειρεύει,
και αν στρατό δικό μας στην Αίγυπτο θα στείλει.
Δεν μάθαμε τι τρέχει και εις την έξω σφαίρα,
δεν μάθαμε ακόμη τι τρέχει κι εδώ πέρα.
Δεν μάθαμε ποιος ήλθε από την Εσπερία                                    [οι εφημερίδες δημοσίευαν ταχτικά τις αφίξεις ξένων...]
κι εις ποιο Ξενοδοχείο επήγε να καθίσει,
δεν μάθαμε πως φεύγει του τάδε η κυρία,                                    [...τις αναχωρήσεις για το εξωτερικό]
ποιος έφερε καινούριους συρμούς απ΄ το Παρίσι!                 [...την καινούργια πραμάτεια των εμπόρων]
Ποιος πήγε τα λουτρά του στην Αιδηψό να κάμει,                 [...τις αναχωρήσεις για διακοπές]
και τίνος εγινήκαν ομογενούς οι γάμοι.
Δεν είδαμε και άρθρα μακροσκελών σελίδων,
ελείψανε οι πόνοι κι οι πατριωτισμοί,
τα βάραθρα, η φρίκη, το μέλλον των ελπίδων,
το πνίξιμο του έθνους και οι κατακλυσμοί.
Εγλίτωσαν και πένες, χαρτιά και καλαμάρια
από καλαμαράδων παντοτεινή αγγάρια.
[Έβαλα μερικά σχόλια]
Αυτή η απεργία των τυπογράφων ήταν μια από τις πρώτες στην Ελλάδα. Φυσικά, σε άλλες χώρες είχαν συμβεί απεργίες νωρίτερα και σε άλλες γλώσσες η αντίστοιχη λέξη είναι ακόμα παλιότερη.
Στα αγγλικά, η απεργία είναι strike, που θα πει χτύπημα (και έχει κι άλλες χίλιες δυο σημασίες). Η σημασία της απεργίας καταγράφεται από το 1810, λέει το OED. Στα γαλλικά, η απεργία είναι grève, και σύμφωνα με το ATILF καταγράφεται από το 1805 –όμως πιο πολύ ενδιαφέρον έχει η ετυμολογία της λέξης. Στις όχθες του Σηκουάνα, εκεί που είναι σήμερα το Δημαρχείο του Παρισιού, ήταν μια πλατεία που ονομαζόταν Place de la Grève –grève θα πει περίπου όχθη, ή μάλλον η επίπεδη, αμμουδερή και χαλικοστρωμένη όχθη ποταμού ή ακρογιαλιά (συγγενική πρέπει να είναι η λέξη gravat, αμμοχάλικο). Η πλατεία είχε γίνει στέκι όπου μαζεύονταν οι εργάτες, κυρίως οικοδόμοι, περιμένοντας να περάσει μάστορας να τους πάρει για δουλειά. Και όταν οι λιθοξόοι απέργησαν, ζητώντας αύξηση, αποκάλεσαν, μεταξύ τους, στην αργκό τους, faire grève την πράξη τους. Όπως λέει ένα κείμενο της εποχής: « Les tailleurs de pierre ont décidé entre eux de faire, demain lundi, ce qu’ils appellent «grève» (c’est-à-dire de quitter l’ouvrage) pour demander de l’augmentation ». (Οι λιθοξόοι αποφάσισαν μεταξύ τους να κάνουν αύριο Δευτέρα, grève, όπως το λένε, δηλαδή να εγκαταλείψουν τη δουλειά, για να ζητήσουν αύξηση).
Από την πλατεία πλάι στον Σηκουάνα το 1805 στα ναυπηγεία της Ερμούπολης το 1879 και στους δρόμους της Αθήνας το 2013 –απεργία τότε και τώρα, και ο αγώνας συνεχίζεται!
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.