Συμμετέχω στον δημόσιο διάλογο, ιδιαίτερα σε μία περίοδο σοβαρής κρίσης, δεν σημαίνει απλώς πως διατυπώνω θέση, αλλά και πως στο τέλος «ψηφίζω» με την ευρεία έννοια της καθομιλουμένης.
Η αναλυτική μου προσέγγιση ως προς την κρίση κατέληξε, συνδέοντας έως ταυτίσεως ευρωεκλογές με εθνικές εκλογές για την Ελλάδα, να προτάσσει την ανάγκη αντιμετώπισης του Κοινωνικού Ζητήματος: με ποια πολιτικά μέσα και με την εκλογική υποστήριξη ποιών πολιτικών δυνάμεων μπορούν να αντιμετωπιστούν καλύτερα οι συνέπειες από την πτώχευση του ελληνικού κράτους και την διαδικασία φτωχοποίησης διά της εσωτερικής υποτίμησης, που συμφώνησαν Τρόικα και κυρίαρχη πολιτική και οικονομική ελίτ; Στην Ελλάδα αυτές οι δύο μορφές ελίτ συνδέονται πολύ στενά, δομώντας την Διαπλοκή ως έναν σαφή, ενδιάμεσο, ξεχωριστό μηχανισμό μεταξύ κράτους πατρωνίας και κορπορατικού κράτους.
Προσεγγίζοντας αυτό το ερώτημα, το οποίο μέσω μιας πραγματιστικής οντολογίας και πολιτικής επιστημολογίας, έδειξα ότι αντιμετωπίζει καλύτερα από όλα τα μεγάλα κόμματα που ανταγωνίζονται στην εκλογική αρένα, ο ΣΥΡΙΖΑ, έφτασα, περνώντας από την ανάλυση της πολιτικής οικονομίας που μας αφορά άμεσα, να μιλώ για τις κοινωνικές συνέπειες αυτής της οικονομίας. Και από κει και πέρα να ρυθμίζω την ψήφο μου, εστιάζοντας στο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο που αυτές αντικειμενικά διαμορφώνουν ως πιθανή στρατηγική για την αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων για την ελληνική κοινωνία, που θέτει η συγκεκριμένη πολιτική οικονομία της κρίσης.
Έτσι έφτασα στο αποφασιστικό σημείο που προσδιορίζει την ψήφο μου και το οποίο βρίσκεται εκεί όπου οι δραματικές κοινωνικές συνέπειες, που προκλήθηκαν από την συγκεκριμένη διαχείριση της ελληνικής κρίσης, απαιτούν μία εντελώς διαφορετική μεθοδολογία - ως προς τους «οικονομικούς νόμους» και κοινωνικοοικονομικούς θεσμούς - από αυτήν που η ελληνική πολιτικο-μεγαλο-επιχειρηματική ελίτ επέλεξε. Πρόκειται για μια αντίστροφης λογικής μεθοδολογία από αυτήν που επελέγη από το κυρίαρχο καθεστώς (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, συγγενείς συνεργαζόμενες με αυτούς δυνάμεις) για να διασωθεί αυτό με τις μικρότερες δυνατές συνέπειες για το σύστημα της Διαπλοκής, το οποίο τις τελευταίες δεκαετίες αποτέλεσε τον βασικό μηχανισμό αναπαραγωγής της και τον βασικό μηχανισμό θεμελίωσης μιας ευρύτερης κοινωνικής και πολιτικής παθολογίας στην Ελλάδα, η οποία σε κρίσιμο βαθμό επηρέαζε την μορφή της αγοράς που αποσυντίθεται με μία συντεταγμένη διαδικασία, χάριν της παρέμβασης των ουσιωδών διεθνών παραγόντων που δόμησαν την Τρόικα. Θα ήταν φαιδρό αν η ψήφος αυτή δεν είχε κομματική ταυτότητα (όχι εγώ, όχι η αναλυτική μου προσέγγιση, αλλά αποκλειστικά η ψήφος μου). Και αυτή γράφει ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίον, μια και οι καιροί είναι πονηροί, και καλώς είναι, οφείλω να διευκρινίσω πως δεν έχω καμία απολύτως σχέση. Ούτε καν επικοινωνιακοί φορείς του ζήτησαν και «καταδέχτηκαν» να φιλοξενήσουν την άποψή μου, πράγμα που έπραξαν πολλοί άλλοι πλουραλιστικοί, ή λιγότερο πλουραλιστικοί ιστότοποι και ιστολόγια.
Αυτή η ψήφος μου υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί κανενός είδους «λευκή επιταγή», ούτε καν έκφραση εμπιστοσύνης προς τα στελέχη του. Την ορίζω ως ψήφο εναντίον των πρόστυχων και χυδαίων διλημμάτων του καθεστώτος προς τον ελληνικό λαό και ψήφο εναντίον της πολιτικής ηλιθιότητας που χαρακτηρίζει συνολικά την προσέγγιση των απολιτικών της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς αυτή την κρίσιμη για την χώρα περίοδο. Πρόκειται για μία περίοδο διαρκών εκβιασμών του κοινοβουλίου και του λαού, οι οποίοι δομούνται σε ένα πλαίσιο διαρκούς προσβολής, όχι μόνον του επιστημονικού πολιτισμού και της διανόησης, αλλά και της ανθρώπινης λογικής. Δείτε, για παράδειγμα, τα τελευταία καμώματα με τα οποία από την μία το απειλούμενο με διάλυση καθεστώς επιχειρεί να πει πως η χώρα πλέον σώθηκε, αλλά όχι εντελώς, μια και εάν πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων αυτοί που πτώχευσαν και φτωχοποίησαν την Ελλάδα, έρχεται η καταστροφή, παράλληλα με την έξοδο από την ευρωζώνη! Δεν έχουν συνείδηση μέσα στην απελπισία τους πως ο εκβιασμός αυτός κατάντησε πλέον μπανάλ!
Και αν ήταν μόνον μπανάλ, θα ήταν μικρό το κακό. Το μέγα πρόβλημα είναι ότι η απειλητική αυτή προεκλογική αφήγηση συνθέτει ένα φάσμα που κινείται μεταξύ ηλιθιότητας και πλήρους υποτέλειας. Γνωρίζεις, αναγνώστη μου, ότι είμαι μάλλον ο πρώτος παγκοσμίως που, χρησιμοποιώντας μία αφάνταστα έγκυρη πηγή μου από την ΕΚΤ, μετέφερα την πληροφορία πως υπάρχει Σχέδιο Β για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης, με την μορφή του διπλού νομισματικού, το οποίο εκείνη την περίοδο επεξεργάζονταν σε ανώτατο επίπεδο οι βασικοί θεσμοί που εμπλέκονταν στην υπόθεση της κρίσης και το οποίο το Βερολίνο θεωρούσε πως ήταν η ιδανικότερη λύση, στον βαθμό που συμφωνούσε ο παράγοντας ΗΠΑ. Παραδόξως το οικονομικό επιτελείο της διοίκησης των ΗΠΑ, ενώ κατ’ αρχήν δεν απέκλεισε το Σχέδιο αυτό, έθεσε όρους για την αντιμετώπιση του οικονομικού ντόμινο που θα προκαλείτο στην χρηματαγορά, τους όποιους το Βερολίνο δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί. Την αμερικανική θέση υποστήριξε σε συνομιλίες της με την γερμανική κυβέρνηση και η κινεζική ηγεσία. Και έτσι φτάσαμε το Σχέδιο αυτό να μπαίνει ξανά στο συρτάρι, δίχως να εγκαταλείπεται ως ιδέα, και να ακολουθείται μία πολιτική «διάσωσης» απολύτως ανορθόδοξη με όρους πολιτικής οικονομίας, με τον ίδιο στόχο: να απομονωθεί στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό η ευρωπαϊκή κρίση στο ελληνικό πλαίσιο, με τεράστιες συνέπειες για την ίδια την ελληνική κοινωνία, την παραγωγή, την αγορά και ασφαλώς την εθνική οικονομία. Με το Σχέδιο Α η κρίση απλώς διασκεδάστηκε και δεν επιλύθηκε με τα κλασικά οικονομικά, ούτε με εκείνα τα υπερβατικά νεο-κλασικά (του κ. Στουρνάρα), καθώς έλαβε μία τέτοια μορφή που ποτέ δεν θα μπορούσε να επιλυθεί μέσω αυτών. Όλοι που έχουν σπουδάσει το αντικείμενο της εθνικής οικονομίας γνωρίζουν ότι το Σχέδιο Α που εφαρμόζεται, όχι μόνον δεν μπορεί να επιλύσει το Κοινωνικό Ζήτημα στην Ελλάδα, αλλά πως βήμα-βήμα οδηγεί σε κοινωνικοοικονομική αποσύνθεση την χώρα, κάνοντας ξανά επίκαιρο ένα αναθεωρημένο Σχέδιο Β.
Περί αυτού ακριβώς πρόκειται και η σοσιαλ-δημοκρατική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο σε ο, τι αφορά στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, όσο και σε ο, τι αφορά στο ελληνικό – εσωτερικό, έρχεται ουσιαστικά με όρους κεϋνσιανισμού και στρατηγική προσέγγιση Beveridge να αποσοβήσει αυτή την εξέλιξη. Και όμως, η Διαπλοκή, οι κυβερνητικοί παράγοντες και οι αναχρονιστές μέχρι ηλιθιότητας νεοφιλελεύθεροι – δεν γνωρίζουν πως η αναρχοκαπιταλιστική τους προσέγγιση είναι σαφώς αναχρονιστικότερη ιστορικά από όλες εκείνες που υποστηρίζουν τον Εθνικό Σχεδιασμό και την κρατική παρέμβαση στην παραγωγή και στην αγορά – απειλούν για το ακριβώς αντίθετο. Είναι σαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι να ζουν σε έναν πλανήτη απολύτως ξένο με την ιστορία και την συλλογική εμπειρία της εφαρμογής οικονομικών μοντέλων για την ρύθμιση της σχέσης κοινωνία – παραγωγή, δημοσιονομικά – χρηματοπιστωτικά μεγέθη! Και δεν είναι μόνον αυτό. Αναπτύσσοντας την αφήγηση περί Grexit, λένε το δραματικό: θεωρώντας ότι βρίσκονταν ενώπιων αυτού του κινδύνου, έπρεπε να παραδοθούν αντί να διαπραγματευτούν πολιτικά. Αθλιότητα! Η ηλιθιότητα ακολουθεί: εάν κάποιος σε απειλεί με μία μορφή Grexit, θεωρούν ότι εσύ δεν θα μπορούσες να τους απειλήσεις με μια άλλη μορφή Grexit, που θα είχε ένα τόσο μεγάλο κόστος γι’ αυτούς που δεν θα άντεχαν πολιτικά να το επωμιστούν! Αυτό, αγαπητέ αναγνώστη, με τρομάζει κυριολεκτικώς. Οι άνθρωποι που κυβερνούν στην Ελλάδα μοιάζει να μην έχουν ιδέα τι είναι και πώς γίνεται διαπραγμάτευση και αυτό είναι το πιο επικίνδυνο πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί σε μία κοινωνία ενός εθνικού κράτους, ασχέτως αν αναφερόμαστε στη νεωτερικότητα, ή στην μετανεωτερικότητα της Ευρώπης. Αν το αναλύσεις βαθύτερα, ίσως καταλήξεις πως τα απολιτικά όντα που κάνουν πολιτική και κυβερνούν πράγματι είναι επικίνδυνα, διότι δεν εννοούν την εξέλιξη των σχέσεων στο πλαίσιο της πολιτικής διαπραγμάτευσης. Ως διαπραγμάτευση θεωρούν την χυδαία συναλλαγή: τι σου δίνω, τι μου δίνεις και όχι αυτήν που αφορά σε κοινωνικές ποιότητες και εθνικές ταυτότητες.
Καταλήγοντας και αποσαφηνίζοντας με δυο κουβέντες την λογική της ψήφου μου, έρχομαι να υποστηρίξω πως δεν υπάρχει πιο παραπλανητική αφήγηση από αυτή της «ανάπτυξης». Η ανάπτυξη είναι ένα απολύτως σχετικό μέγεθος που ασφαλώς δεν δείχνει την κοινωνική πρόοδο. Όταν μια αγροτική κοινωνία γίνεται βιομηχανική παρουσιάζει υψηλή ανάπτυξη, δίχως οπωσδήποτε να υφίσταται κοινωνική πρόοδος. Όταν μία κοινωνία, όπως κάποιες αναπτυγμένες σημερινές, παρουσιάζουν πολύ μικρή ή και μηδενική ανάπτυξη, προασπίζοντας αυτό που εννοούμε ως Κράτος Δικαίου και Ευημερίας, ασφαλώς θεωρούμε ότι εμφανίζουν κοινωνική πρόοδο ή, αν προτιμάτε, κοινωνική ανάπτυξη. Όταν μία κοινωνία υποστεί τα δεινά κάποιας μορφής πολέμου και βιώσει δραματική ύφεση και κοινωνικοοικονομική αποδιοργάνωση, τότε πέφτει σε ένα χαμηλό επίπεδο οικονομικού κύκλου και για να ανέβει επίπεδο θα πρέπει να πάρει αντίστροφα την κίνηση του κύκλου. Να δημιουργήσει, δηλαδή, μία αντιστροφή στον κύκλο της προηγούμενης φάσης ανάπτυξής της που οδήγησε στον γκρεμό. Εάν το κάνει και στον βαθμό που υποστηριχθεί από διεθνείς πολιτικές και ένα ισχυρό κράτος Σοσιαλιστικής Πολιτείας Ευημερίας, τότε θα διαπιστώσουμε πολύ μεγάλη ανάπτυξη. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση η ανάπτυξη προκαλεί και προκαλείται από οικονομικές φούσκες, που αργά ή γρήγορα θα σκάσουν και θα ρίξουν τον κύκλο της οικονομίας σε ένα πολύ χαμηλό επίπεδο, με την ευρύτερη κοινωνία και όχι την ελίτ να πληρώνει τα σπασμένα.

Αν θέλουμε να μην παραπλανούμε τον ελληνικό λαό και να μην αυταπατώμεθα, ας πάψουμε να απευθυνόμαστε σε αυτόν με όρους ανάπτυξης – όπως κάνουν οι κυβερνώντες, αυτοεξευτελιζόμενοι και διαρκώς διαψευδόμενοι από την πραγματικότητα, παίζοντας στο λούνα παρκ μιας δημιουργικής στατιστικής – και ας μιλήσουμε την έντιμη γλώσσα της πλήρους απασχόλησης. Δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη αυτή καθεαυτή που προσδιορίζει την κοινωνική πρόοδο, αλλά ο όρος της πολιτικής οικονομίας «πλήρης απασχόληση» σε συνδυασμό με τις αρχές της βιο-οικονομίας, στις οποίες η γραφή μου σε έχει κάνει, αναγνώστη μου, κοινωνό. Αυτές οι δύο προσεγγίσεις είναι οι μοναδικές που μπορούν να αντιμετωπίσουν το μέγα Κοινωνικό Ζήτημα στην σημερινή Ελλάδα. Και αυτές είναι πολιτικές που μόνον στο πλαίσιο μιας αριστερής μεταρρύθμισης θα μπορούσαν να λάβουν χώρα. Αυτή την περίοδο ψηφίζουμε είτε με όρους νεοφιλελεύθερης οικονομικής ανάπτυξης, βιώνοντας την πτώση μιας αναπτυγμένης χώρας στο επίπεδο των υπο-ανάπτυξη χωρών, είτε με όρους κοινωνικής ανάπτυξης. Εγώ εντίμως ψήφισα…

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.