Articles by "Γιαννακόπουλος"
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιαννακόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Ακολουθεί ένα «ανισόρροπο» σχόλιο ως «ποτ-πουρί» αυτόματης γραφής επί του ανισόρροπου κυρίαρχου πολιτικού σχολίου των ημερών στην Ελλάδα - για την αποκατάσταση της πραγματικότητας.
- Πράγματι, η δραχμή είναι σήμερα το «master point» στο αφήγημα κάθε απελπισμένου, αλλά μάλλον και στο μυαλό αυτών που δεν έχουν χάσει την ελπίδα τους. Σε τι πράγμα; Στη ζωή ασφαλώς! Οι υπόλοιποι, οι ευέλπιδες του ευρώ, απλώς δεν είναι πραγματιστές, παραμένουν στη φαντασία τους «ρεαλιστές» που πιστεύουν πως Τέταρτο Μνημόνιο με ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα σημαίνει «πάση θυσία στο ευρώ»! Το τέλος της λιτότητας στην Ελλάδα, είναι το τέλος του ευρώ για την Ελλάδα… και να ενημερωθεί ο πρωθυπουργός για να μην λέει ανακρίβειες.
Και εγώ δεν υποστηρίζω πως το «διπλό νομισματικό» - γιατί περί αυτού πρόκειται - είναι καλό πράγμα. Το αντίθετο. Από πολύ νωρίς το πολέμησα σαν ιδέα και σχέδιο, αλλά δεν είμαι και ηλίθιος! Αν δεις χωρίς προκαταλήψεις την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών στη χώρα μας, θα διαπιστώσεις την «προετοιμασία» για εισαγωγή τοπικού νομισματικού συστήματος παράλληλα με το ευρώ. Δεν μπορεί να γίνει πλέον αλλιώς, μετά την οικονομική αποστράγγιση της κοινωνίας και την ασφυξία της αγοράς. Το περίφημο τέλος της λιτότητας θα είναι η αρχή μιας νέας εποχής, με την Ελλάδα να ξεκινά από το επίπεδο των «υπο-ανάπτυξη» χωρών. Εκεί την έφτασε η επταετία «προσαρμογής» με συντεταγμένη πτώχευση. Εκεί σκόπευε να την φτάσει και δεν νομίζω πως αυτό είναι ανορθολογικό. Ορθολογικότατο είναι, αλλά παραδόξως διαφεύγει από τους δεδηλωμένους «ορθολογιστές»!
Η παρέμβαση της τρόικας αφορά στη θεσμική προετοιμασία της Ελλάδας για να ξεκινήσει ορθολογικά - και όχι ασφαλώς βιοοικονομικά - στη βάση των κλασικών οικονομικών, η ανάπτυξη. Και αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει με ευρώ, εκτός εάν είχε ήδη πλημμυρίσει η χώρα από επενδύσεις και είχε ήδη άνετη πρόσβαση στην χρηματαγορά – αντί για το αντίθετο που στην πραγματικότητα συμβαίνει ! Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας σε συνδυασμό με εκείνο της παραγωγικότητας δεν επιλύεται πλέον χωρίς τοπικό νομισματικό σύστημα. Τελεία και παύλα… και ας σταματήσει η απύθμενη υποκρισία και η προσβλητική για κάθε νοήμονα έλληνα, αθλιότητα της παραπλάνησης με τη φιλολογία των «αξιολογήσεων».
Ποτέ στην  Ελλάδα δεν είχε διαπραχτεί τόσο μεγάλη απάτη: όσοι ξιφούλκησαν πολιτικώς για «πάση θυσία στο ευρώ» προετοίμαζαν τη συντεταγμένη και υπό τη δική τους ηγεμονία επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Αν δεν το έκαναν ενσυνειδήτως και στρατηγικώς θα πρέπει να ενταχθούν εθελοντικώς στον «στρατό των ηλιθίων», μήπως και τους λυπηθούν οι υπόλοιποι, μήπως εξαπατήσουν ξανά τους υπόλοιπους, εμφανιζόμενοι σαν θύματα «τοκογλύφων» και «ανθελλήνων» ή «ιδεοληπτικών»!   
- Οι αμερικανοί ανησυχούν για «ατύχημα» στο Αιγαίο! Εμείς πρέπει να ανησυχούμε με τον τρόπο που εκφράζει την ανησυχία της η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα! Ιδιαίτερα τώρα πια που το νέο δόγμα προϋποθέτει η Αθήνα να δείχνει αυτοσυγκράτηση τη νύχτα και η Άγκυρα την ημέρα. Μετά τους «ανθρωπιστικούς πολέμους» και τους «προληπτικούς πολέμους» του μεταδιπολισμού θα έχουμε την εμπειρία των «πολέμων αυτοσυγκράτησης».  Στην πραγματικότητα πρόκειται για πολέμους ασυμμετρίας, τους οποίους οι έλληνες ηγέτες συνεχίζουν δυστυχώς να προσεγγίζουν αυταπατώμενοι «συμμετρικώς» με το δόγμα των ισοδύναμων τετελεσμένων.
- Ποτέ συνήγορος ενός «ασθενή» δεν θα μπορούσε να είναι ο «ιατρός» του. Συνήγορος του ασθενούς θα μπορούσε να είναι μόνον ένας άλλος ασθενής, αλλά τότε πώς θα διεξαγόταν ένας «πόλεμος αυτοσυγκράτησης» στο χώρο της υγείας;
- Η ευκλείδεια γεωμετρία της κυβέρνησης δεν «βγαίνει», όχι επειδή η ηγετική ομάδα υπό τον Τσίπρα διαδίδει ότι δήθεν δεν διανοείται ότι «κλείνει ο κύκλος του Ευκλείδη», αλλά επειδή τα θεωρήματα που αναπτύχθηκαν για να νομιμοποιήσουν πολιτικώς τις δραματικές της υπαναχωρήσεις είναι πολύ λιγότερα και σε αντίφαση με τα αξιώματα του ΣΥΡΙΖΑ.      
- Είναι αλήθεια πως δεν θα υπάρξει αριστερή παρένθεση! Δηλαδή ούτε παρένθεση με πολιτικούς όρους στην τρέχουσα διακυβέρνηση υπό την τρόικα, ούτε ασφαλώς κάτι αριστερό στην πολιτική πρακτική.

- Με τους επαγγελματίες ψεύτες που υποδύονται τους αριστερούς πολιτικούς, το μέλλον δεν μπορεί να κατακτηθεί με άλλον τρόπο εκτός από την επινόηση ενός νέου ψέματος! 

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.

Κρίσιμες εξετάσεις δίνει αυτή την περίοδο στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο η νέα διοίκηση των ΗΠΑ υπό τον Ντόναλντ Τραμπ. Εάν πετύχει να ελεγχθεί η λανθάνουσα κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα έχει περιθωριοποιήσει ιδέες και σχέδια για «μεγαλύτερη αμυντική συνεργασία» ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ, με στόχο τη δημιουργία ενός «στρατηγείου της ΕΕ», το οποίο θα αποτελούσε τη βάση ενός ευρωστρατού. Ένα κρίσιμο βήμα αμυντικής αυτονόμησης του γεωπολιτικού πόλου της Ευρώπης από την Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Η άποψη αυτή δεν είναι δική μου, αναγνώστη μου, είναι προϊόν έρευνας εντός του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου και με αυτή την έννοια  αποτελεί είδηση.
Το πώς θα χειριστεί ο Τραμπ την επικίνδυνη πλέον ελληνοτουρκική προστριβή έχει αρχίσει να γίνεται ζήτημα συζητήσεων, τουλάχιστον μεταξύ εκείνων των παραγόντων που αντιπαρατίθενται ανοικτά στην υπόθεση των μεταρρυθμίσεων της αμυντικής δομής της ΕΕ. Και κυρίως εκείνων εκ των γερμανών, γάλλων και ιταλών που επιχειρούν να πείσουν την Βρετανία να μην ασκήσει βέτο στο ζήτημα κατά την μεταβατική περίοδο του Brexit. Από την άλλη, αυτή την εβδομάδα διαπιστώνω πως και βρετανοί στα πολιτικά όργανα του ΝΑΤΟ θεωρούν πως ήρθε η στιγμή παρέμβασης του προέδρου των ΗΠΑ και στις δύο πλευρές (Αθήνα-Άγκυρα) για να μην κλιμακωθεί αιφνιδίως η ελληνοτουρκική προστριβή της συγκυρίας.
Είναι βέβαιο, ωστόσο, πως έτσι κρίνουν και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού; Δεν γνωρίζω. Θα φανεί σε λίγο, καθώς πάντα υπάρχει και η άλλη πιθανότητα: Η παρέμβαση να γίνει μετά από κλιμάκωση, καθώς έτσι το «impact» του ιδίου του πρόεδρου των ΗΠΑ στη Συμμαχία θα αναπαρασταθεί σε ισχυρότερη /αυθεντική και ηγεμονική διάσταση. Και αυτό θα τόνιζε τον κρίσιμο και διευθυντικό ρόλο των ΗΠΑ στο ζήτημα της «ασφάλειας της Ευρώπης» και θα αποθάρρυνε όσους επιθυμούν αποφασιστικές ενέργειες εκ μέρους των κεντροευρωπαίων, έτσι ώστε η «μεγαλύτερη αμυντική συνεργασία», ρευστοποιώντας ουσιωδώς το ΝΑΤΟ, να καταλήξει σε μια μορφή ευρωστρατού, ο οποίος θα σχεδιαζόταν στο πλαίσιο ανάπτυξης του στρατηγείου της ΕΕ.   
Αποφάσισα να σημειώσω αυτά τα πράγματα λιτά, έντιμα και χωρίς δική μου περαιτέρω ανάλυση για να δείξω πώς η σημερινή ένταση στα ελληνοτουρκικά ξεπερνά κατά πολύ τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Υπαινισσόμενος μάλιστα πως η μάλλον ήπια ακόμη, προστριβή εντός του ΝΑΤΟ και η διάσταση απόψεων για το μέλλον της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, μοιάζει να επηρεάζει την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών, ακόμη και το Κυπριακό. Δεν είναι, λοιπόν, η κατάσταση έντασης στο Αιγαίο μια υπόθεση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποκλειστικά για εσωτερική κατανάλωση, λόγω του κρίσιμου διλήμματος της πολιτικής αναμέτρησης του Απριλίου σε ό, τι αφορά στις εξουσίες του.

Η σημερινή αντιπαράθεση για το καθεστώς στο Αιγαίο έχει μεγάλη «ουρά» και αυτό θα ήταν τραγικό σφάλμα να μην αναδειχθεί εγκαίρως. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αν συνεχίσει να υποκρίνεται και να σαχλαμαρίζει με μαγκιές ή υπερβατικές δοξασίες, αντί να δει την πραγματικότητα και να παρέμβει αποφασιστικά και στο πλαίσιο μιας «εθνικής στρατηγικής»  στο σχήμα που  δείχνω, θα έχει διαπράξει έγκλημα παρόμοιου μεγέθους ή ακόμη μεγαλύτερο από εκείνο της «συντεταγμένης πτώχευσης», με πρωτοφανή εθνική, δημοκρατική και οικονομική υποχώρηση στα όρια της κοινωνικής διάλυσης, που υπέβαλε τον ελληνικό λαό.

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Το κύριο πολιτικό πρόβλημα σε ό, τι αφορά στον Ευάγγελο Βενιζέλο ήταν ανέκαθεν η μεθοδολογική (του) ασυνέπεια - σε βαθμό ασυναρτησίας κάποιες φορές. Φαίνεται να πίστεψε και αυτός, μεταξύ όλων των άλλων υπερφίαλων ρητόρων της μεταπολίτευσης, πως μεθοδολογική συνέπεια και πολιτικός λόγος είναι ασύμβατα μεταξύ τους.
Μόνον που έτσι κλάταρε το λάστιχο του ελληνικού πολιτικού οχήματος. Πάντα και παντού «κλατάρει το λάστιχο» σε μια τέτοια περίπτωση. Και είναι ζήτημα χρόνου και συνήθως ιδιαίτερων οικονομικών συνθηκών (κρίσης) πότε θα ανατραπεί το όχημα, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας «λαό», ασφαλώς.   
Σε τι ωφελεί, αλήθεια, η σημερινή σωστή προσέγγιση του κ. Βενιζέλου; «Το θέμα μας είναι ότι [η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα (ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ)] δεν έχουν κάνει στροφή 180 μοιρών. Έχουν κάνει στροφή 180 συν 90, 270 μοιρών και περιμένουν να δημιουργηθούν  αυτοματισμοί στην κοινωνία που θα μας εκτρέψουν απολύτως. Το πλάνο Β΄ από ένα σημείο αυτονομείται, γίνεται πλάνο ροπών μέσα στην κοινωνία, η οποία θα πει ότι τώρα που υπέγραψαν και αυτοί πια το τρίτο μνημόνιο, και το τέταρτο και δεν υπάρχει καμία προοπτική μπορούμε να προετοιμάσουμε αυτοκτονικές και απεγνωσμένες λύσεις που αντιστοιχούν σε μια κοινωνία που τα έχει δώσει όλα και δεν βλέπει διέξοδο. Αυτός είναι ο κίνδυνος. Η μιάμιση στροφή».
Τον τελευταίο καιρό παρακολουθώ άρτιες μεθοδολογικώς προσεγγίσεις από τον Ε. Βενιζέλο και… ανησυχώ! Αστειεύομαι! Απλώς εκπλήσσομαι θετικά. Όσες φορές μάλιστα αυτές δεν επιβαρύνονται από αθεράπευτο σύμπλεγμα, αποτελούν πράγματι συνεισφορά στην ανάπτυξη του σύγχρονου πολιτικού στοχασμού και λόγου (political discourse) στην Ελλάδα. Αλλά επιμένω: σε τι θα μπορούσε να ωφελήσει πλέον;  
Ο κίνδυνος δεν είναι η «μιάμιση στροφή» που δοκιμάζει σαφώς πλέον η κυβέρνηση Τσίπρα, αλλά το ότι αυτή πραγματοποιείται με κλαταρισμένο λάστιχο. Αλήθεια, αν το λάστιχο του πολιτικού μας συστήματος δεν ήταν κλαταρισμένο, θα επιχειρούσε τη μιάμιση στροφή ο κ. Τσίπρας; Να, ένα ερώτημα με μεθοδολογικό ενδιαφέρον, αλλά αδιάφορη κοινωνικώς απάντηση με τα σημερινά δεδομένα, που οδηγούν αναπόδραστα πλέον στην ανατροπή του σημερινού πολιτικού συστήματος και στην αρκετά καθυστερημένη «Εξόδιο Ακολουθία» του καθεστώτος της μεταπολίτευσης του 1974.
Κατά την ύστερη μεταπολίτευση και κυρίως μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, ο «νέος μπαμπάς» της χώρας μας, παρά την αντίθεση αρκετών «συγγενών» από τον τραπεζικό και πολιτικό χώρο - ακόμη και από αυτόν της έκφυλης και εκφυλισμένης σοσιαλδημοκρατίας του μεταδιπολισμού - εντελώς επιπόλαια και καιροσκοπικά εμπιστεύτηκε την «Porsche» στα χέρια του ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Αυτό, που ταυτίστηκε αμέσως με εκείνην - ένα πράγμα έγιναν τα δυο τους - την «πάτησε», το «τερμάτισε»  δίχως αίσθηση, λογική, ευθύνη και συναίσθηση και διέλυσε τα λάστιχα! Μετά από αυτό οι όποιες μανούβρες και οι δήθεν αριστερές, άτσαλες και παραπλανητικές «τιμονιές», απλώς καλλιεργούν διαλογικώς και συναισθηματικώς και νομιμοποιούν πολιτικώς το αναπόφευκτο, το οποίο στη γλώσσα που πολέμησα, πολεμώ και φυσικά απεχθάνομαι, αποκαλείται «μοιραίο». Δεν ωφελεί πλέον το «ανάποδο», δεν έχει έννοια, επειδή έχει χαθεί απολύτως ο έλεγχος της «Porsche», η οποία ήδη είναι ένα τρελό σαραβαλάκι που σέρνεται σε μια συντεταγμένη, αλλά ταυτόχρονα αυτοκτονική και απεγνωσμένη πορεία καταστροφής.

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.

Ενώ σε όλα τα άλλα ζήτηματα πολιτικής που απασχολούν την επικοινωνία μας, αναγνώστη μου, δεν αυτολογοκρίνομαι, στα ελληνοτουρκικά δεν συμβαίνει το ίδιο. Εδώ ζυγίζω διαρκώς τις καταδηλώσεις, προδηλώσεις και υποδηλώσεις της γραφής μου και σχεδόν ποτέ δεν «προσφέρω» είδηση. Στο ζήτημα άλλοι έχουν ή θα πρέπει να έχουν αυτό το ρόλο, καθώς αν ανοίξεις δίχως (εθνική) στρατηγική αυτά τα θέματα θα προκαλέσεις δραματική αναταραχή και αβεβαιότητα, ενώ δεν ωφελεί να λες σαχλαμάρες επαναλαμβάνοντας κενές περιεχομένου φράσεις περί «διεθνούς δικαίου» ή περί «ειρήνης» και «κυριαρχικών δικαιωμάτων».
Στον βαθμό μάλιστα που ενδιαφέρομαι εντίμως για την ανάπτυξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, χρήσιμο είναι να μην «σκαλίζω» το παρελθόν στην θεσμική και μη-θεσμική του διάσταση, αλλά να προκαλώ για διαρκώς νέους θεσμούς συνεργασίας και συντονισμού (coordination). Για μια εναλλακτική στρατηγική και από τις δύο πλευρές που θα αποκλείει την απειλή ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ των δύο χωρών. Πιστεύω πως είναι προφανές σε κάθε σοβαρό άνθρωπο πως μια θερμή αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα αποβεί στο τέλος εις βάρος και των δύο λαών σε όλα τα επίπεδα ζωής, ευημερίας και δημοκρατίας.
Ωστόσο, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επιδεινώνονται γοργά και καθημερινά το τελευταίο διάστημα με κύρια ευθύνη της τουρκικής πλευράς, αλλά επίσης σαφή ευθύνη της ελληνικής. Μοιάζει σαν και οι δύο κυβερνήσεις να ενισχύουν τα σενάρια διολίσθησης σε μια πολεμικού χαρακτήρα αναμέτρηση. Και το χειρότερο, εμφανίζεται ο Τύπος και από τις δύο πλευρές να πρωταγωνιστεί στα σενάρια αποσταθεροποίησης στην περιοχή διασταύρωσης του τουρκικού και του ελληνικού εθνικού συμφέροντος, «ρίχνοντας λάδι στη φωτιά» με εθνικιστικού χαρακτήρα κορώνες, αποστροφές και παραμορφώσεις της πραγματικότητας.
Τι κάνεις σε αυτή την περίπτωση; Κάπως πρέπει να αντιδράσει μαζικά η προοδευτική κοινωνία στην Ελλάδα και στην Τουρκία σε αυτή την πρόδηλη διολίσθηση σε συνθήκες πολέμου. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε έναν απολύτως προβοκατόρικο πόλεμο για να διασκεδαστούν τα σοβαρά πολιτικά και όχι απλώς οικονομικά προβλήματα στις δύο χώρες και να τροφοδοτηθούν ενδεχομένως τα αναθεωρητικά σενάρια που αφορούν στην Συμμαχία και στην γεωπολιτική δομή μιας ευρύτερης περιοχής που συμπεριλαμβάνει εκτός από την Μέση Ανατολή και την Βαλκανική. Πρέπει να σταματήσουν οι εκατέρωθεν απειλητικές στρατιωτικού χαρακτήρα - και όχι μόνον - κινήσεις, αλλά ταυτόχρονα και οι υποδηλωτικές απειλές (: μαγκιές) που εμφιλοχωρούν τόσο στο σημερινό τουρκικό πολιτικό αφήγημα όσο και στο ελληνικό, ως απάντηση στο πρώτο.  
Προχθές, για παράδειγμα, βγήκε ο μάγκας, ο ντερβίσης και καραμπουζουκλής υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου και δήλωσε πως «αν θέλαμε να ανεβούμε στα Ίμια θα μπορούσαμε … Μην ξεχνάμε ότι εμείς πατήσαμε το πόδι μας όπου χρειάστηκε», για να απαντήσει με μπλαζέ, υπεροπτικό και υπερβατικό υφάκι ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς και να ακολουθήσει ο δραματικά επιπόλαιος και αμετροεπής υπουργός Εθνικής Άμυνας Πάνος Καμμένος: «Nα του θυμίσουμε [του Τσαβούσογλου] ότι πρωθυπουργός δεν είναι ο Σημίτης, αλλά ο Τσίπρας και ΥΠΕΞ ο Κοτζιάς και όχι ο Πάγκαλος και υπ. Άμυνας εγώ», δήλωσε μεταξύ άλλων μαγκιών.
Ε, αφού είναι έτσι, αν οι Τούρκοι καταλάβουν κάποια βραχονησίδα θα απαιτήσουν αυτή τη φορά, για να φύγουν από εκεί, να εκκενώσει η Ελλάδα από στρατιωτικές μονάδες μια σειρά άλλων νησιών και όχι μόνον μια διπλανή βραχονησίδα, όπως στην περίπτωση της κρίσης επί Σημίτη. Έτσι θα φύγουν οι τούρκοι και αυτή είναι η απάντηση στη μαγκιά του κ. Καμμένου: «Δεν υπάρχει θέμα να πατήσει ελληνικό νησί ο Τσαβούσογλου. Αν θέλουν ας δουν. Να δω πώς θα φύγουν από εκεί αν πατήσουν το πόδι τους»! Και δεν φαντάζομαι, αναγνώστη μου, αυτή την τουρκική «απαίτηση», την εικάζω βάσιμα μελετώντας την πρόσφατη τακτική της τουρκικής ηγεσίας και αναλύοντας την προφανή στρατηγική τους στο ζήτημα. Γιατί λοιπόν τόση σαχλαμάρα από ελληνικής πλευράς, τη στιγμή κατά την οποία αν κλιμακωθεί εκ νέου η αντιπαράθεση στα Ίμια, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θα βρεθεί σε πολύ πιο δυσμενή θέση από εκείνη του Σημίτη; Γιατί τόση βλακώδης αμετροέπεια;
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν αποκλείεται να αποδειχθεί στο τέλος «πυρομανής», εσύ έλληνα κυβερνήτη γιατί παίζεις με τα λόγια της φωτιάς; Εκτός αν αποδειχθεί πως ο κ. Τσίπρας έχει ακόμη λιγότερο έλεγχο πάνω στους υπουργούς του από ότι είχε την περίοδο της κρίσης των Ιμίων ο κ. Σημίτης! Τουλάχιστον ο τελευταίος είχε σε κάποιον να πει «ευχαριστώ», ο κ Τσίπρας έχει;
Ας σοβαρευτούμε κάποια στιγμή, καθώς τα πράγματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις σοβαρεύουν. Και ας μην κατακρίνουμε με τόση «άνεση» τη στάση του Κ. Σημίτη στη κρίση των Ιμίων. Έκανε λάθη στην αρχή, αλλά όταν αργοπορημένα κατάλαβε επιτέλους τι ακριβώς συμβαίνει, έπραξε το μόνο που θα μπορούσε να πράξει, χωρίς να βρεθεί σε στρατηγικό και πολιτικό αδιέξοδο στη συνέχεια. Απεγκλωβίστηκε από κάτι που δεν είχε επιλέξει - με το μικρότερο δυνατό κόστος, ασφαλώς, για τον ίδιο και το εθνικό συμφέρον - και προφανώς χρώσταγε ένα ευχαριστώ σε εκείνους που έσπευσαν να βοηθήσουν για την «απεμπλοκή», καθώς δεν ήταν ούτε δική τους επιλογή μια θερμή αντιπαράθεση των δύο «άτακτων παιδιών» του ΝΑΤΟ.
Σήμερα το διεθνές περιβάλλον είναι ασφαλώς περισσότερο ασταθές. Σήμερα η Τουρκία είναι μια σαφώς περισσότερο αναθεωρητική και «πληγωμένη» δύναμη με ισχυρότερο αντικειμενικά περιφερειακό ρόλο, σε σχέση με την Τουρκία επί Σημίτη. Σήμερα οι ΗΠΑ είναι μια σαφώς πιο αναθεωρητική υπερδύναμη από τις ΗΠΑ της κρίσης των Ιμίων. Δεν σκοπεύω σε αυτό το σημείωμα να κάνω γεωπολιτική ανάλυση, αλλά θα μπορούσα να σημειώσω την υπόθεση πως δεν υπάρχουν σήμερα διεθνείς δομές ασφαλείας τόσο ισχυρές όσο εκείνη την περίοδο επί Σημίτη. Αυτό σημαίνει αντικειμενικά πως αν ο Ερντογάν κρίνει πως τον συμφέρει σήμερα μία θερμή αντιπαράθεση με την Ελλάδα, θα έχει ευρύτερες δυνατότητες διαπραγμάτευσης από ότι η τουρκική ηγεσία κατά την κρίση των Ιμίων – εκτός από τα προφανή οφέλη που θα προκύψουν στο εσωτερικό με την έννοια της πολιτικής ενίσχυσης του καθεστώτος του.

Έχοντας αυτά υπόψιν, η ελληνική κυβέρνηση και το ελληνικό πολιτικό σύστημα καλό είναι να αναθεωρήσουν την μαγκίτικη και αντιδραστική στάση τους ως προς την ενισχυόμενη καθημερινά ελληνοτουρκική προστριβή με επίκεντρο το Αιγαίο. Αντί να μιλούν διαρκώς για ψυχραιμία, νηφαλιότητα και σοβαρότητα …να σοβαρευτούν και να σταματήσουν αυτό το παιδιάστικο στην ουσία «θέατρο σκιών» με την τουρκική ηγεσία. Αν υπάρξει εμπλοκή στα Ίμια, αυτή θα καταλήξει σε μία γενική διαπραγμάτευση του συνολικού καθεστώτος που ορίζει μέχρι σήμερα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ακόμη και το Κυπριακό. Έτσι, «θα κατέβουν οι τούρκοι, αν ανέβουν στα Ίμια», κύριε Καμμένε! Αυτό θέλετε; Μήπως αυτό επιδιώκει η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα; Αν όχι, ας μαζέψουμε την γλώσσα μας και ας ζητήσουμε τη συνδρομή συμμάχων και «φίλων» μας για την επαναπροσέγγιση της τουρκικής και ελληνικής ηγεσίας στη βάση των ήπιων πολιτικών και νέων θεσμών «μη-πολέμου».

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Η φήμη είναι ισχυρότερη της πραγματικότητας - ενός πραγματικού συμβάντος. Πάντα ήταν και σήμερα περισσότερο, καθώς βιώνουμε τον πολιτισμό των φημών. Με τη φήμη διεξάγεται σήμερα η πολιτική. Με τη φήμη και η οικονομία.
Τελικώς και η ίδια η πραγματικότητα με φήμες κτίζεται. Δεν είναι η πραγματικότητα εχθρός της φήμης, των διαδόσεων - όπως ισχυρίζονται ανόητοι και συνήθως αυτοί οι ίδιοι που διαμορφώνουν τον κόσμο των φημών -  αλλά εγγενές παράγωγό της / τους. Εχθρός της φήμης, αναγνώστη μου, είναι δυστυχώς μόνον μια άλλη φήμη που αφορά σε διαφορετική αναπαράσταση ενός ανύπαρκτου ή υπαρκτού συμβάντος – δεν έχει σημασία.
Γιατί τα γράφω; Για να σταθμίζουμε σωστά τις πληροφορίες, τις αναλύσεις και τα σχόλια των κυβερνητών, των πολιτικών τους αντιπάλων και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης σε ό, τι αφορά στα ελληνοτροικανά νέα ή/και στα ελληνοτουρκικά νέα. Ο πόλεμος των φημών είναι πραγματικός πόλεμος και όχι φανταστικός, καθώς μέσω αυτών από τα ανύπαρκτα συμβάντα δημιουργούνται υπαρκτά γεγονότα.  
Παραδόξως, είναι πιο εύκολο επικοινωνιακώς από το ανύπαρκτο συμβάν να παράγω γεγονός, παρά από ένα υπαρκτό συμβάν. Αυτή είναι η πολιτική φύση της φήμης. Αυτή είναι η «διαβολική» της διάσταση στις σύγχρονες κοινωνίες, στις λεγόμενες κοινωνίες της πληροφορίας ή κοινωνίες του θεάματος. Και αν δεν την γνωρίζεις, έχοντας διαρκώς υπόψιν σου αυτή τη σχέση, ούτε πόλεμο μπορείς να κερδίσεις, ούτε απροκατάληπτη γνώμη να σχηματίσεις. Θα αναζητείς διαρκώς την ουσία … out there!
Και όμως η ουσία βρίσκεται ακριβώς στον πόλεμο μεταξύ των φημών. Ο πολιτικώς ισχυρός κυριαρχεί στο πεδίο αντιπαράθεσης των φημών και κατευθύνει έτσι τα γεγονότα εκεί όπου τον βολεύει: προς τα εκεί που ορίζει το συγκυριακό του συμφέρον. Είσαι από χέρι χαμένος, σίγουρα θα ηττηθείς, λέγοντας υποκριτικώς ή ανοήτως: «Δεν μπαίνω σε έναν μιντιακό πόλεμο για γεγονότα που δεν υπάρχουν». Αυτό δείχνει έλλειψη πολιτικής ισχύος και όχι ψυχραιμία και σοβαρότητα. Ο μιντιακός πόλεμος (φημών) συστήνει τα γεγονότα και όχι μια αντικειμενική πραγματικότητα έξω από το σχήμα αναπαραστάσεων των ΜΜΕ.
Ξέρεις τι είναι το πλέον ελεεινό και άθλιο στις μέρες μας; Αυτοί που χρησιμοποίησαν τη φήμη και ασφαλώς μηχανισμούς διάδοσης και «εμπέδωσής» της με τη μορφή εναλλακτικού μηνύματος, να εμφανίζονται σήμερα σαν «παρθένες»! Και δεν αναφέρομαι μόνον στον Τραμπ… τους δικούς μας κυβερνήτες έχω αυτή τη στιγμή στο μυαλό μου. Ξέρουν καλά να παίζουν με τη φήμη. Στο κάτω-κάτω έτσι ανήλθαν στην εξουσία και έτσι κυβερνούν. Αυτό που δεν ξέρουν είναι πως η φήμη είναι μια αφάνταστα δύσκολη, υπεύθυνη και σοβαρή υπόθεση σε έναν κανονικό πόλεμο και όχι σε έναν ανταρτοπόλεμο ή σε έναν σικέ πόλεμο σαν και αυτόν που εμφανίζεται να διεξάγεται μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και της τρόικας.
Είναι δραματικά δύσκολος ο πόλεμος φημών στο βαθμό που το παιχνίδι της αντιπαράθεσης δεν είναι στημένο. Τότε απαιτείται εκτός από βαθιά γνώση στο ζήτημα και πολιτική αρετή και πολιτική ικανότητα. Είναι ανίκανος αυτός που διαρκώς λέει: «Μην ακούς τι διαδίδουν, ψεύτες είναι, εντυπώσεις θέλουν να προκαλέσουν και τίποτε άλλο»!
Δεν έχει σημασία αν λένε ψέματα. Σημασία έχει αν το ψέμα τους έχει συμβολική διάσταση, προκαλώντας έντονα συναισθήματα και ενεργοποιώντας τον μηχανισμό διαμόρφωσης πολεμικού μηνύματος – αν είναι «emotionallycharged», δηλαδή. Δεν ακυρώνεις ένα μήνυμα-φήμη, λέγοντας «πότε έπεσε μέσα το ΔΝΤ, για να δεχτούμε πως τώρα κάνει σωστή εκτίμηση;». Αντιδράς έτσι, επειδή η φήμη που παράγεται από το ΔΝΤ προσβάλει τη δική σου φήμη και σε εξασθενεί πολιτικώς σαν γεγονός.
Ωστόσο, αν ήσουν πραγματικά  ικανός στην πολιτική επικοινωνία και όχι απλώς πρωτόγονος, «χοντροκομμένος» προπαγανδιστής, στη φήμη του ΔΝΤ θα ήσουν έτοιμος να αντιπαραθέσεις μια καλοδομημένη και πλήρη - όχι απλώς αριθμητική - κατασκευή-φήμη. Μια «ιστορία», μια διήγηση που θα οδηγούσε αλλού τη φήμη-ΔΝΤ, αντί σαν ηλίθιος να παραμείνεις στο δικό του αφηγηματικό πλαίσιο. Με τη φήμη, αν δεν μπορείς να φτιάξεις γλώσσα - τη γλώσσα σου - καλύτερα να μην ασχολείσαι, καθώς έτσι ταυτίζεσαι, χωρίς διακριτή δική σου, αναφερόμενη ταυτότητα.    

Με τη φήμη, λοιπόν, αν δεν μπορείς να αλλάξεις (το) θέμα, μεταβάλλοντας ουσιωδώς το γεγονός που αναπαρίσταται μέσω αυτής, καλύτερα να μην μπλέξεις! Μόνον που η επιλογή σου αυτή (: «δεν μπλέκω») υποδηλώνει την πολιτική σου αδυναμία. Την βέβαιη ήττα σου, πριν καν αρχίσει ο πόλεμος με άλλα μέσα και ασχέτως αν διεξαχθεί ή δεν διεξαχθεί ένας τέτοιος πόλεμος. 

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.

Οι νεώτεροι καταλήγουν διαφορετικά: «…και βγήκε το Τσεσμέ στο Αιγαίο»!
Ενώ ο «κουζουλός του χωριού» βιάζεται: «Αν η Τουρκία συνεχίσει να μην μας σέβεται να πάμε στη Χάγη».
Όλα στην ώρα τους και η Χάγη στη δική της, για να τρίξουν τα κόκκαλα ακόμη και του Λευτεράκη!
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος - τον οποίον τιμούν κυρίως όσοι δεν κατέουν την πολιτική του φιλοσοφία και στρατηγική - είχε αποκλείσει αυτά που κάποιοι έλληνες μπουνταλάδες «βλέπουν»  να παραπέμπονται στη Χάγη από ελληνικής πλευράς, όταν αυτός είχε δεχθεί για πρώτη φορά τη δικαιοδοσία του Οργάνου τη δεκαετία του ’30.  
Θα μου πεις ίσως, πως οι εποχές άλλαξαν! Η Χάγη άλλαξε! Οι παροιμίες άλλαξαν! Ακόμη και η ώρα άλλαξε! Και ό,τι δεν άλλαξε είναι αυτό που προσβάλει. Παράδοξο δεν είναι;  Ο κόσμος να νομίζει πως το δικαίωμα απεχθάνεται την αλλαγή, ενώ συμβαίνει το αντίθετο. Αποκτά νόημα και αξία μόνον στη φάση της (αντ)αλλαγής.

Μην στενοχωριέσαι, αναγνώστη μου: Το πακέτο της Χάγης θα έχει και ισοδύναμα και αντισταθμιστικά και ασφαλώς προληπτικά μέτρα. Τώρα που μάθαμε τους νέους όρους του παζαριού και ασφαλώς του «Δικαίου», θα φοβηθούμε τη Χάγη! 

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Ο Κυρ-Αντρέας, ο πατέρας μου, υπήρξε ένας καλός άνθρωπος, τον οποίο, ωστόσο, ελάχιστοι ανέχονταν στις κοινωνικές συναναστροφές. Συγχωρούσε τα πάντα και τους πάντες, ήταν κοινωνικά ευαίσθητος, υπερεργατικός, φιλομαθής και φιλότιμος με ένα ιδιόμορφο αίσθημα δικαίου. Το συνέδεε όχι ακριβώς με τη νομιμότητα ή την ηθικότητα, ούτε οπωσδήποτε με το δίκιο του ασθενέστερου, αλλά με την ειλικρίνεια στη στάση και στη συμπεριφορά. Όλα ήταν έτοιμος να τα ανεχτεί, εκτός από αυτό που αποκαλούσε «δούλεμα». Και παρόλα αυτά ήταν άνθρωπος της αγοράς! Αυτό ήταν το φαινομενικά παράδοξο.
Και επειδή προσωπικά πάντα με προσέλκυαν τα παράδοξα, κάποια στιγμή τον ρώτησα πώς συμβιβάζεται η έντονη αντίδρασή του στο «δούλεμα» - σε κάθε μορφή «δουλέματος»-  με την υπόσταση της αγοράς – οποιασδήποτε αγοράς. Γίνεται αγορά - και ασφαλώς εκλογική / κομματική αγορά- χωρίς «δούλεμα», το οποίο να συνδυάζει αρμονικά παραμύθια και παραμυθία; Αν θεωρήσεις πως δεν γίνεται, αργά ή γρήγορα θα χάσεις την αγορά ή θα χαθείς στην αγορά, εκτός αν πρόκειται για μορφή μονοπωλίου ή ολιγοπωλίου. «Εγώ είμαι μπακαλόγατος και όχι μονοπώλιο. Άρα, δεν μπορώ να πετύχω αν δεν είμαι έντιμος με τον πελάτη, ενώ παράλληλα δεν ανέχομαι το «δούλεμα» από τους προμηθευτές, το προσωπικό και όλους τους άλλους με τους οποίους συναλλάσσομαι καθημερινά, συμπεριλαμβανομένου του κράτους», πίστευε ο Κυρ-Αντρέας και ανάλογα δρούσε, σοκάροντας κάποιες φορές τους πάντες με τη κυνικότητά του. Και όμως ήταν έτοιμος να «χαρίσει και το σώβρακό του» - το έκανε κάμποσες φορές - αρκεί να μην δοκίμαζες να του το πάρεις πονηρά, υποκριτικά ή εκβιαστικά. Αρκεί να μην δοκίμαζες να τον δουλέψεις. Αρκεί να μην του συμπεριφερόσουν σαν να ήταν μαλάκας…
Αυτά, αγαπητέ αναγνώστη, μου ήρθαν στο μυαλό σήμερα το πρωί διαβάζοντας τις «ειδήσεις», τα σχόλια, δηλώσεις και τα κυβερνητικά «non-papers» που αφορούν στα αποτελέσματα του χθεσινοβραδινού Eurogroup.
Δεν ξέρω την πραγματική αιτία της στάσης ζωής του Κύρ-Αντρέα: «όλα τα ανέχομαι, εκτός από το δούλεμα» - όχι το ψέμα ή το ψεματάκι, αλλά το «δούλεμα», το οποίο είναι κατάδηλη διαδικασία ή συμπεριφορά φαυλότητας. Είναι κουλτούρα αθλιότητας και όχι απλώς μάρκετινγκ ή προπαγάνδα. Δεν αφαιρεί απλώς ένα τμήμα της πραγματικότητας από την εικόνα. Δεν την παραμορφώνει κάπως. Δεν ρίχνει απλώς ένα πέπλο άγνοιας πάνω σε αυτό που πραγματικά συμβαίνει, αλλά μεταβάλει σκοπίμως, διαρκώς και διαστροφικώς το αφηγηματικό πλαίσιο (την discourse / το πρίσμα, αν προτιμάς), που αναπαριστά συμβολικώς την πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει εκείνο που έλεγε θυμωμένος ο Κυρ-Αντρέας: « Γιατί ρε κερατά μας δουλεύεις κανονικά;».
Το «δούλεμα» έχει αποκτήσει καταστατικό χαρακτήρα στις ελληνικές πολιτικές, ιδιαίτερα τα τελευταία 25 χρόνια. Δεν είναι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που του προσέδωσε κανονικότητα στον πολιτικό λόγο και στην νομοθετική λειτουργία. Απλώς, αυτοί μοιάζει να πιστεύουν πως το «δούλεμα» αποτελεί υψηλή πολιτική και προοδευτική, σύγχρονη πολιτική μεθοδολογία! Αυτοί, μετά από κάθε Eurogroup, μεταβάλουν discourse… δεν «παίζονται»! Η δραματική ανικανότητά τους στην επικοινωνία, εκφράζεται ως πρωτογονισμός στην προπαγάνδα. Θυμίζουν κάποιες περιόδους επί κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου, κατά τις οποίες επιχειρείτο κάτι παρόμοιο με το σημερινό. Δεν παρουσιαζόταν απλώς το μαύρο σαν άσπρο, αλλά άλλαζαν τα «nodal points», τα σημεία-κλειδιά του λόγου, οι λέξεις που αποτελούν τα βασικά σημεία για να υφανθεί ο νοηματικός ιστός (: μήνυμα) μιας συγκεκριμένης αφήγησης.  
Αυτό δεν είναι επικοινωνιακό τεχνούργημα υψηλής ποιότητας, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Φτήνια στην επικοινωνία, πρωτογονισμός στην προπαγάνδα! Πράγμα που μεσομακροπρόθεσμα αναρχοποιεί το περιβάλλον επικοινωνίας και κοινωνικοποίησης στην Ελλάδα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν μπορεί να αναπτυχθεί η πολιτική και στο τέλος, πολύ φυσιολογικά, θα βασιλεύσει ο μηδενισμός, ο ολοκληρωτισμός και θα κυριαρχήσει η απόλυτη φαυλότητα, μέχρι τη διάλυση του κοινοβουλευτισμού. Έχει ξανασυμβεί, δεν θα είναι η πρώτη φορά! Μόνον που αυτή τη φορά θα είναι η «πρώτη φορά Αριστερά» που θα έχει σπρώξει τα πράγματα προς αυτή τη κατεύθυνση. Θα έχει βάλει επιτηδείως το χεράκι της – κυριολεκτικώς στο ματάκι της!  

Θέλω μόνον δύο πράγματα να προσέξεις από τη γνώμη μου: Είναι η ανοχή στο «δούλεμα» που διαμορφώνει το καθεστώς φαυλότητας και όχι απλώς η «επιχείρηση-δουλέματος». Και, είναι η αίσθηση πολιτικού μονοπωλίου ή ολιγοπωλίου που ενθαρρύνει (: αποθρασύνει) αυτούς που μας «δουλεύουν κανονικά». Συντρέχουν αυτά τα δύο στη σημερινή Ελλάδα; Αν το «δούλεμα» πιάσει τόπο στην ευρύτερη κοινωνία, θα σημαίνει πως αναπαράγεται ένα μονοπωλιακό στην ουσία (πολιτικό) καθεστώς στην Ελλάδα - με διαφορετικά πρόσωπα και κόμματα σε κάποιο βαθμό - με παράλληλη γενίκευση του καθεστώτος φαυλότητας στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις.

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.

Η ολοκλήρωση του καθεστώτος Ερντογάν την άνοιξη, φαίνεται να προϋποθέτει και την τροποποίηση του «status quo ante» σε περιοχές του Αιγαίου και ευρύτερα στη θάλασσα όπου αναπτύσσεται το τουρκικό εθνικό συμφέρον σε αντίθεση με το ελληνικό.
Αυτό συμπίπτει με μια ρευστή πολιτικοοικονομικώς περίοδο στην Ελλάδα, όπου με τον γνωστό, άκρως αντιφατικό, παραπλανητικό και θρασύδειλο τρόπο εθνικιστικών παραγόντων, αναπαράγεται το κλίμα έντασης που παράγεται από την άλλη πλευρά του Αιγαίου για να νομιμοποιηθεί πολιτικώς μια πολεμικής μορφής σύγκρουση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Και αυτό ενώ και οι δύο ηγεσίες χωρών μελών του ΝΑΤΟ, προδήλως πλέον αναπτύσσουν στην περιοχή ένα «blame game». Μια τακτική κλιμάκωσης της προστριβής σε ζητήματα κυριαρχίας, χώρου ευθύνης και εκμετάλλευσης, βασισμένη στην πραγματικότητα της Συμμαχίας: Το στρατήγημα είναι ο ένας να μπορεί βάσιμα να επιρρίψει την ευθύνη για την έναρξη των εχθροπραξιών στον άλλο.
Για κάποιους επιτελικούς ή/ και ερευνητές/αναλυτές των ενδονατοϊκών σχέσεων το «blame game» είναι ικανοποιητική συνθήκη, ώστε η χρόνια ελληνοτουρκική προστριβή να μην λάβει τη μορφή πολεμικής αντιπαράθεσης και έτσι να κλονιστεί το (πολιτικό) δόγμα ασφαλείας και οι αμυντικές βεβαιότητες της Συμμαχίας. Και όμως κάνουν λάθος! Το αντίθετο στην πραγματικότητα συμβαίνει αν το μελετήσεις ιστορικά ή αν λάβεις υπόψιν σου σύγχρονες «case studies» από το πεδίο της ψυχολογίας ή του «crisis management».
Το «blame game» είναι το πλέον ασθενές καθεστώς αποτροπής κάποιας σύγκρουσης σε περιόδους αστάθειας, γενικότερης κρίσης και γεωπολιτικών προκλήσεων εξαιτίας μεταβολών σε μια γεωπολιτική περιοχή. Όταν και όπου η δομή της διεθνούς ασφάλειας διαταράσσεται, όπως συμβαίνει στην περιοχή που συμπεριλαμβάνει πρωτίστως την Τουρκία και δευτερευόντως, αλλά σαφώς την Ελλάδα, το «blame game» από την μια πλευρά χάνει σε μεγάλο βαθμό τη σημασία του, ενώ από την άλλη μπορεί εύκολα ο ένας να ρίξει την ευθύνη στον άλλον.
Αυτή τη στιγμή Τουρκία και Ελλάδα βαδίζουν άδηλα, αλλά σταθερά προς ένα νέο καθεστώς στις σχέσεις τους, σύμφωνα με το οποίο προλειαίνεται το έδαφος για τη μετατροπή της προστριβής σε πολεμική σύγκρουση. Γίνεται δηλαδή το αντίστροφο από αυτό που ακολουθήθηκε μετά την κρίση των Ιμίων μέχρι ουσιαστικά το αποτυχημένο πραξικόπημα στη γείτονα. Φταίει μόνον ο Ερντογάν για αυτή την επικίνδυνη εξέλιξη; Όχι, είναι η έντιμη απάντηση. Μπορεί ο Ερντογάν να θεωρεί πως θα είχε διαπραγματευτικό συμφέρον στο εξωτερικό, στο εσωτερικό και στο πλαίσιο της Συμμαχίας από ένα μείζον επεισόδιο στο Αιγαίο, αλλά επίσης συμφέρον θα μπορούσαν να θεωρήσουν πως έχουν παράγοντες της σημερινής διοίκησης των ΗΠΑ, που επιδιώκουν αναθεώρηση της Συμμαχίας, ευρωπαίοι παράγοντες που επιχειρούν με τη λογική του αποκλεισμού να αντιμετωπίσουν το ελληνικό ζήτημα, όπως και το τουρκικό ζήτημα, ακόμη και πολιτικοί και επιχειρηματικοί παράγοντες στην Ελλάδα, οι οποίοι βλέπουν ότι έτσι θα μπορούσαν να νομιμοποιηθούν πολιτικές και οικονομικές μεταβολές (εθνικό-παράλληλο νομισματικό σύστημα) ευκολότερα.  
Αν είναι έτσι, ευθύνη θα έχουν όχι μόνον όσοι διαμορφώνουν το κλίμα της σύγκρουσης, αλλά και όσοι διεθνείς και εσωτερικοί παράγοντες, παρότι εμφανίζονται να «κόπτονται» για την ειρήνη και όλα τα σχετικά, δεν κάνουν τίποτε. Απλώς παρακολουθούν το «blame game». Είναι κατάπτυστη υποκρισία να επικαλείται κάποιος διαρκώς το διεθνές δίκαιο, όταν αναφέρεται στην ελληνοτουρκική προστριβή. Είναι ντροπή να το κάνουν συνάδελφοι μου των διεθνών σχέσεων. Πολιτικά και όχι νομικά είναι τα μέσα για την διασφάλιση της ειρήνης και ασφαλώς της συνεργασίας μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Σε αυτή την αντιπαράθεση δεν υπάρχουν «παράνομοι», υπάρχουν επικίνδυνοι, τυχοδιώκτες πολιτικοί και ασφαλώς επιχειρηματικά συμφέροντα, που σήμερα σε αντίθεση με χθες, έχουν μάλλον περισσότερα να κερδίσουν παρά να χάσουν από μια «συντεταγμένη πολεμική σύγκρουση» μεταξύ των δύο χωρών - όπως πριν από λίγα χρόνια από μια «συντεταγμένη χρεωκοπία» στην Ελλάδα, ή «συντεταγμένη στρατιωτική εμπλοκή» της Τουρκίας στη Συρία και το Ιράκ.     
Οι παράγοντες αυτοί συνεπικουρούμενοι ασφαλώς και από τα ΜΜΕ της Τουρκίας και της Ελλάδας που βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση από αυτούς, επιχειρούν σήμερα να διαμορφώσουν το περιβάλλον πολιτικής νομιμοποίησης μιας σχετικά περιορισμένης σύρραξης μεταξύ των δύο χωρών, αναπαριστώντας το «blame game» με όρους «πολέμου λόγω αδεξιότητας». Οι έλληνες κινδυνεύουμε από κάποιον αδέξιο χειρισμό ενός τουρκικού όπλου, ενώ αντίστοιχα οι τούρκοι κινδυνεύουν από αδέξιους χειρισμούς συναδέλφων τους στην ελληνική πλευρά. Μόνον «αδέξιοι» θα μπορούσαν να προκαλέσουν πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας! Και αυτό δυστυχώς ως πολιτικό αφήγημα μεγεθύνει την πιθανότητα μιας θερμής αντιπαράθεσης, σοβαρότερης ποιοτικά από εκείνης των Ιμίων. Στο βαθμό που επικαλείσαι την «αδεξιότητα» του αντιπάλου για να νομιμοποιήσεις πολιτικά ένα «ατύχημα» (: με όρους προφανώς δυστυχήματος), ενδιαφέρεσαι φυσικά να μεγεθύνεις την ένταση μεταξύ των «επιδέξιων» από την μια και την άλλη πλευρά.
Η ελληνοτουρκική προστριβή δεν θα μπορούσε ποτέ να καταλήξει σε πόλεμο λόγω αδεξιότητας κάποιου στρατιωτικού στελέχους. Αντίθετα θα μπορούσε να συμβεί αυτό λόγω πολιτικής αδεξιότητας από την ελληνική αποκλειστικά πλευρά. Αυτή είναι η αλήθεια, την οποία πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα τις επόμενες ώρες και μέρες. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως πολεμικές αναμετρήσεις συνέβησαν ή κλιμακώθηκαν όταν υπερφίαλοι, κουτοπόνηροι ηγέτες που πίστευαν στην δική τους επιδεξιότητα, διέπραξαν …αδεξιότητες. Και από τον αδέξιο στρατιώτη μπορεί πιθανώς να «καλυφτείς». Από τον αδέξιο πολιτικό δεν γίνεται: Αυτός σε αφήνει απολύτως ακάλυπτο. Και επίτρεψέ μου, αναγνώστη μου, δεν θα ήθελα να μου/μας συμβεί αυτή την περίοδο.


Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Επτά χρόνια πρωτοφανούς υποκρισίας και δέκα πέντε τραγικής αυταπάτης και εξαπάτησης είναι πολλά για το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Δεν υπάρχει πλέον μορφή προσαρμογής που θα μπορούσε να ταιριάξει στην ελληνική κοινωνία και αγορά: ούτε με τα κριτήρια του ΔΝΤ, ούτε με τα κριτήρια του Σόϊμπλε. 
Και τι κάνει το ελληνικό πολιτικό σύστημα; Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι γύρω του ενώ θα έπρεπε να μπορούν να χειριστούν τη γενική οικονομική προσέγγιση του ΔΝΤ, θεωρούν αδιανόητες τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις (: μέτρα) που αυτό ζητεί, την ώρα που η ΝΔ και οι γύρω της ενώ θα έπρεπε να μπορούν να αξιοποιήσουν διαπραγματευτικά τη γενική προσέγγιση Σόϊμπλε, τρέμουν με την ιδέα να υποστηρίξουν προεκλογικώς τα μέτρα και τις συνθήκες που αυτός θέτει ως προϋποθέσεις για τη συνέχιση του προγράμματος.
Έχουν εγκλωβιστεί απολύτως σε ένα καταφανώς αδιέξοδο μέσα στην υποκρισία του πρόγραμμα, επειδή έχουν χάσει την επαφή τους με τη στρατηγική στο ζήτημα: Δεν συμπεριφέρονται ως πολιτικές δυνάμεις, αλλά ως δανειολήπτες σε απόγνωση. Δεν υπάρχει πλέον πολιτική στην Ελλάδα. Υπάρχει ξεδιάντροπη σπέκουλα ή μια αηδιαστική προπαγάνδα σαν φάρσα αυτής που χαρακτήρισε κατά το παρελθόν τις χυδαιότερες μέρες της αποικιοκρατίας, την πατρωνίας και της εξάρτησης. Αφού το «αφεντικό» μας είναι άσπλαχνο και μας απειλεί με οικονομική ασφυξία, να προσκολληθούμε σε (στο) άλλο «αφεντικό»! Αφού κινδυνεύουμε με «απόλυση» από την ευρωζώνη, ας «παραιτηθούμε» από την ΕΕ και …ζήτω το δολάριο του Τράμπ, λένε οι έμπειροι έλληνες στις μαφιόζικου, εκβιαστικά διλημματικού και αποικιακού τύπου συναλλαγές!  
Από την άλλη πλευρά, τόσο το ΔΝΤ, όσο και η γερμανική πλευρά (οι υπόλοιποι παράγοντες του κουαρτέτου δεν έχουν κρίσιμη γνώμη) θεωρούν πως η εσωτερική υποτίμηση πρέπει να συνεχιστεί στην Ελλάδα, αλλά διαφωνούν ως προς την κατεύθυνση, το timing και το βάρος των νέων μέτρων ύφεσης, τα οποία και οι δύο υποστηρίζουν πως θα αποτελέσουν μοχλούς ανάπτυξης της εθνικής μας οικονομίας, με την έννοια της ορθολογικοποίησης των δημοσιονομικών, εργασιακών και του εμπορικού ισοζυγίου σε μια σημαντικά χαμηλότερη βάση, ώστε να μην «καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε»!
Ασφαλώς, η άποψη αυτή είναι σαχλαμάρα και άσχετη με την πραγματικότητα της ανάπτυξης διεθνώς, αλλά προφανώς ευσταθεί στο πλαίσιο της σημερινής αποκλεισμένης ελληνικής οικονομίας και υποτελούς πολιτείας, η οποία επιβιώνει με τα δάνεια των εταίρων της. Για παράδειγμα, δίχως περαιτέρω υποστήριξη από τις πιστώτριες χώρες, θα είναι αδύνατον να καταβληθούν τον Ιούλιο πληρωμές άνω των 7 δισ. ευρώ για την εξυπηρέτηση του χρέους. Και φυσιολογικά η αμφιβολία για την παροχή νέων δανείων διαμορφώνει νέες καταστάσεις κερδοσκοπίας με τα ελληνικά ομολόγα. Μεγάλη μπίζνα η ατέλειωτη ελληνική κρίση και ευκαιρία για σορτάκηδες η κάθε αξιολόγηση!
Μαφιόζικα επίσης, αλλά σε άλλο επίπεδο, διαμορφώνεται και διαπραγματεύεται και ο παραγόμενος πλούτος στην Ελλάδα. Με τα ΜΜΕ μάλιστα να αναπαριστούν καθημερινά τις οικονομικές και γενικότερα οντολογικές και λειτουργικές σχέσεις της Ελλάδας - και εντός της χώρας - με όρους μαφιόζικης συναλλαγής. Αρρωστημένη αφήγηση, που υποσκάπτει ύπουλα ή ασυνείδητα το θεμέλιο της πολιτικής και ασφαλώς της δημοκρατίας. Ποιοι αλήθεια έχουν συμφέρον από αυτό; Γιατί μάλλον προοδευτικοί άνθρωποι παγιδεύονται μεταξύ τριών διαστροφικών της πραγματικότητας αφηγήσεων: ψευδο-επαναστατική, απολιτική/ λειτουργιστική, εθνικιστική /πελατειακή;
 Επειδή το πολιτικό σύστημα είναι ένα «κουρέλι» - ή υπό άλλο πρίσμα ένα «καλαμπούρι» - σε αδιέξοδο. Στην πραγματικότητα το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έχει να επιλέξει σήμερα μεταξύ Τραμπ και Μέρκελ, δυστυχώς πλέον ούτε μεταξύ ευρώ και δραχμής! Δεν επιλεγούμε εμείς, καθώς βήμα-βήμα, μνημόνιο- μνημόνιο, εκλογές-εκλογές, δανειακή σύμβαση- δανειακή σύμβαση, αξιολόγηση-αξιολόγηση, χάσαμε ακόμη και την πελατειακή μας ιδιότητα. Η Ελλάδα, αγαπητέ αναγνώστη, βρίσκεται όχι απλώς σε οικονομική καραντίνα εντός της ΕΕ, αλλά, ευρύτερα, σε πολιτική καραντίνα στο επίπεδο των διεθνών πολιτικών. Σε αυτό συμφωνούν όλοι οι μεγάλοι «παίχτες» στον κόσμο μας, καθώς δεν υπάρχουν χώρες ή συμμαχίες που θα ήθελαν να αναλάβουν το κόστος αναδόμησης της χώρας μας. Και δίχως αυτό το κόστος η επανίδρυση κράτους και αγοράς βαρύνει αποκλειστικά τους έλληνες. Εμείς θα πρέπει να πληρώσουμε την κατάρρευση και τα επτά χρόνια ύφεσης και πρωτόγνωρης ιστορικά εσωτερικής υποτίμησης που ακολούθησαν.
Αυτή είναι η αλήθεια. Μια αλήθεια που φυσιολογικά δεν αντέχει να διηγηθεί το πολιτικό μας σύστημα. Μια μικρή αλήθεια που οδηγεί βήμα-βήμα στο αναπόφευκτο. Ποιο είναι αυτό;  Μακάρι να ήταν πλέον μόνον το Grexit! Είναι δυστυχώς η πολιτική κατάρρευση της χώρας, με επιπρόσθετες κοινωνικές συνέπειες. Το διεθνές παιχνίδι με την Ελλάδα κάπου εδώ τελειώνει, καθώς γίνεται επικίνδυνο για όλους. Η γραφειοκρατία της ΕΕ θα επιχειρήσει να διασωθεί πετώντας το μπαλάκι στις «απροσάρμοστες» ελληνικές κυβερνήσεις και για πρώτη φορά το ελληνικό ζήτημα θα εθνικοποιηθεί ως αποκλειστικά δική μας υπόθεση.

Μια υπόθεση χωρίς επιλογή που αναγκαστικά ή αναδραστικά, αν προτιμάς, θα επαναφέρει την «ξεχασμένη» και έμμεσα ή άμεσα υποτιμημένη ή συκοφαντημένη πολιτική στον τόπο μας. Την πραγματική πολιτική. Το learning-by-numbers  θα ακολουθηθεί αναπόδραστα σε λίγο από το learning-by-politics. Μην το φοβάσαι! Αυτό θα ξαναζωντανέψει την Ελλάδα και θα την καταστήσει βιώσιμη, με νέες καταστροφές και δυσκολίες προσαρμογής στην αρχή, οι οποίες σε κάθε περίπτωση θα είναι κάτι καλύτερο μεσο-μακροπρόθεσμα από το σημερινό, «χώρα-ζόμπι» της ΕΕ και του διεθνούς συστήματος. 

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.