Articles by "Γιαννακόπουλος"
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιαννακόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

«Εάν θες ειρήνη προετοιμάσου για πόλεμο», λένε αυτοί που δεν ξέρουν τι λένε (: δεν γνωρίζουν την αρχαιολογία και γενεαλογία - δηλαδή την πολιτική φύση και προέλευση / καταγωγή - αυτών που λένε), ή οι επιτήδειοι έμποροι ή /και πλασιέδες της πολεμοφροσύνης, που προβάλλεται και υποστηρίζεται σαν  ελληνοφροσύνη τις τελευταίες ημέρες στην πατρίδα μας!

Μα καλά, δεν βλέπεις την διάθεση, τις προκλήσεις και την πολεμική προετοιμασία από την τουρκική πλευρά, που βασίζεται στο ίδιο ιδεολόγημα των πολιτικών ισχύος, το οποίο συνήθως αποδίδεται με το  λατινικό ρητό: «Si vis pacem para bellum» (: αν θες ειρήνη να ετοιμάζεσαι για πόλεμο); Ίσως ρωτήσεις.

Μα καλά, εσύ ο ίδιος δεν είσαι που ισχυρίζεσαι πως αν δεν αλλάξει αμέσως η πολιτική μεθοδολογία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η πολεμική σύγκρουση θα πρέπει να θεωρείται αναπόφευκτη, για να μεταβληθεί στη συνέχεια μέσω διαπραγματεύσεων το συνολικό καθεστώς που αφορά σε όλο το πλέγμα της σύγχρονης ελληνοτουρκικής διένεξης; Ίσως αντιτάξεις.  

Μάλιστα! Και αυτά βλέπω και αυτά ισχυρίζομαι, αλλά ποτέ δεν θα έπραττα αυτά που κάνει η ελληνική κυβέρνηση - παρασύροντας και τον ΠτΔ που μάλλον έχει μπερδευτεί απολύτως - και ποτέ δεν θα κατασκεύαζα αυτά τα πρωτοσέλιδα (ή ειδησεογραφικές εκπομπές στα κανάλια), που προπαγανδίζουν την πολεμική αναμέτρηση σαν «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» υπό το σλόγκαν «εάν θες ειρήνη προετοιμάσου για πόλεμο».

Μα τι ζητάς, να κρύψει ο δημοσιογράφος την είδηση, ή μήπως η κυβέρνηση να μην προετοιμάζει τον στρατό και τη κοινή γνώμη; Ας αφήσουμε τις μαλακίες και τα παιδιαρίσματα!

Ο στρατός καλά κάνει και προετοιμάζεται. Είναι η δουλειά του. Κακώς, ωστόσο, χρησιμοποιείται με αυτόν τον τόπο στην πολιτική επικοινωνία της κυβέρνησης. Όταν μετατρέπεις τον στρατό σε (διαλογική, σημειολογική) αιχμή του δόρατος στην εξωτερική σου πολιτική και στην διπλωματία σου, δεν κάνεις κάτι διαφορετικό από τονΕρντογάν. Όταν ο ελληνικός Τύπος ευθυγραμμίζεται απολύτως με την προπαγανδιστική φόρμα του τουρκικού Τύπου, ο οποίος σήμερα ελέγχεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το καθεστώς Ερντογάν - όπως αυτό έχει διαμορφωθεί μετά το ελεεινό και αποτυχημένο πραξικόπημα στη γείτονα - τότε θεώρησε πως και οι δυο πλευρές επιθυμούν την όξυνση …και όπου βγει ή έχει σχεδιαστεί να βγει.

Εάν, πράγματι, θες ειρήνη, μην παίζεις με πολεμικά σενάρια στα μάτια του λαού, πονηρέ ή επιπόλαιε προπαγανδιστή! Δείξε τον ενναλακτικό δρόμο, o οποίος ασφαλώς δεν συμβολίζεται με πολεμικές αναπαραστάσεις. Υπερασπίσου ένα εναλλακτικό σενάριο αποφυγής της σύγκρουσης, χωρίς ασφαλώς την ίδια στιγμή να μιλάς με όρους αποτρεπτικής ισχύος.

Μην παίζεις με την φωτιά! Εκτός εάν αποφάσισες πως δεν μπορείς ή δεν θέλεις να την αποφύγεις. Εκτός εάν θεωρείς πως η φωτιά συμφέρει. Τότε απευθύνσου στον λαό με τον άμεσο τρόπο που το κάνει ο Ερντογάν απευθυνόμενος στον τουρκικό λαό. Θα ήταν πιο έντιμο και μάλλον πιο αποτελεσματικό!

Εάν συνεχιστεί αυτή η μορφή προπαγάνδας σε ό, τι αφορά στην διαλογική και υλική υπερθέρμανση της ελληνοτουρκικής τριβής (διένεξης), σημαίνει, για τον αντικειμενικό παρατηρητή, πως και οι δυο πλευρές βράζουν πλέον στο ίδιο καζάνι του πολέμου.

Η γλώσσα της ειρήνης δεν σχηματίζεται με πολεμικά σημαίνοντα. Οι πολεμικοί συμβολισμοί δεν είναι επιχείρηση ειρήνης, είναι η εισαγωγή στον πόλεμο: αυτό το τρελό παιχνίδι που τόσο αρέσει στον κάθε τυχοδιώκτη ή «απελπισμένο» να παίζει! Ή στα «παιδιά» που επιθυμούν να στρέψουν αλλού το βλέμμα του πολίτη, για να μην βλέπει τις πομπές των «δικών» τους. Έτσι η άμεση ή έμμεση πολεμική προπαγάνδα γίνεται ένα επικίνδυνο μέσο στα χέρια κάθε πολιτικού-ταχυδακτυλουργού ή δημοσιογράφου-ταχυδακτυλουργού. Μόνον που μετά την έναρξη των εχθροπραξιών ο ταχυδακτυλουργός θα φροντίσει να εξαφανιστεί από τη σκηνή, για να βρεθεί μεταξύ του κοινού σαν απλός, ταπεινός θεατής μιας παράστασης που ο ίδιος έστησε!

Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.

Σου γράφω αναγνώστη μου για ένα λάθος - ή καλύτερα «λάθος» - το οποίο, στο βαθμό που διαπράττεται, γίνεται ο αιτιατός μηχανισμός κατάρρευσης ενός συστήματος ως λειτουργική δομή ή υποδομή. Αναφέρομαι στο τελειωτικό συστημικό λάθος που αφορά κυρίως στα ελληνοτουρκικά, αλλά διαπερνά ολόκληρη την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας στη συγκυρία.

Ο όρος δεν είναι δικός μας (: πολιτική επιστήμη, διεθνείς σχέσεις, δίκαιο), καθώς έχει προέλευση την κυβερνητική (έλεγχος και επικοινωνία ανοιχτών συστημάτων), ενώ γίνεται μάλλον καλύτερα αντιληπτός ως μαθηματική έννοια από μηχανικούς πληροφοριακών και επικοινωνιακών συστημάτων.

Και ποιο είναι αυτό το λάθος;

Από την αντικειμενική (: ιστορική) εγκατάλειψη του ούτως ή άλλως προβληματικού δόγματος «οι σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ περνούν από την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία», στην άρρητη υιοθέτηση του δόγματος: οι σχέσεις της Ελλάδας - και της Κυπριακής Δημοκρατίας - με την Τουρκία περνούν (ρυθμίζονται) από την ΕΕ.

Δεν πρόκειται απλώς περί αυταπάτης για να αντιμετωπισθεί, ή καλύτερα διασκεδαστεί, η αδυναμία από ελληνικής πλευράς άρθρωσης μιας συνεκτικής στρατηγικής στα ελληνοτουρκικά, αλλά για μια «εγκληματική» τακτική διαφυγής από τις σύγχρονες πραγματικότητες στην περιοχή μας και στον κόσμο των διεθνών πολιτικών. Και αυτή την άκρως επικίνδυνη για την ελληνική κοινωνία και το εθνικό συμφέρον συμπεριφορά, που μέσω της δογματοποίησής της μετουσιώνεται σε στάση, υιοθετεί άκριτα, επιπόλαια και ως αυτονόητη αλήθεια ο ελληνικός Τύπος και το σύνολο των ΜΜΕ. Και μάλιστα ασχέτως της στάσης του κάθε Μέσου ως προς την ΕΕ, τις ΗΠΑ ή την Ρωσία!

Το τελειωτικό συστημικό λάθος στην εξωτερική μας πολιτική, αγαπητέ αναγνώστη, είναι το δόγμα «οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία περνούν από την ΕΕ» σε συνάρτηση με την παράδοξη στη σημερινή διεθνοπολιτική συγκύρια αντίληψη πως ΗΠΑ ή/και Ρωσία θα υποστηρίξουν την Ελλάδα (: το ελληνικό εθνικό συμφέρον, όπως αυτό γίνεται αντιληπτό από τον μέσο Έλληνα, μέσω της κοινής πολιτικής γραμμής και παιδαγωγικής στο ζήτημα) σε μια ενδεχόμενη ελληνοτουρκική πολεμική αντιπαράθεση. Πρόκειται για ένα δόγμα που εκτός του ότι στηρίζεται σε μια απολύτως απλοϊκή και παιδιάστικη Weltanschauung κατατείνει από τη μια πλευρά να ενισχύει την πολεμική ατμόσφαιρα μεταξύ των δύο χωρών που πηγάζει κυρίως από την τουρκική ηγεσία, ενώ από την άλλη πλευρά οδηγεί σε κατάρρευση του υπάρχοντος συστήματος αποφυγής πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Αντί η ελληνική κυβέρνηση και το ελληνικό πολιτικό σύστημα να απαντήσουν στην αναβαθμισμένη τουρκική προκλητικότητα με (διεθνοποιημένη) πίεση για νέους θεσμούς αποτροπής συγκρούσεων, τι κάνουν; Επιχειρούν προσηλωμένοι σε ένα αναχρονιστικό σύστημα πατρωνίας και σε μια ακόμη πιο αναχρονιστική αντίληψη γεωπολιτικής και διεθνών σχέσεων να προβληματοποιήσουν τα ελληνοτουρκικά σε διεθνείς θεσμούς και οργανισμούς εννοώντας: Προσέξτε, ο Ερντογκάν προσβάλλοντας την Ελλάδα, προσβάλει το δικό σας συμφέρον στην περιοχή! Συνετίστε τον Ερντογκάν προασπίζοντας τα ελληνικά συμφέροντα στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, καθώς αυτά είναι και δικά σας συμφέροντα!

Είναι πράγματι; Μήπως ο Ερντογκάν είναι σήμερα σε θέση να διαπραγματευτεί με αποτελεσματικό τρόπο συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων σε ένα πλαίσιο αποκλεισμού του ελληνικού συμφέροντος στην περιοχή; Μήπως η Τουρκία είναι σήμερα μια κοινά αναγνωρισμένη περιφερειακή δύναμη σε μια περιοχή αυξημένου γεωπολιτικού δυναμικού και γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος; Μήπως η περίφημη Συνθήκη της Λωζάνης έχει χάσει πρακτικά τη σημασία της και έχει χάσει αντικειμενικά την ισχύ της, όχι μόνον επειδή περιόριζε κάπως τον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό, αλλά επειδή τα συμφέροντα των σημερινών μεγάλων δυνάμεων την ορίζουν με αναθεωρητικό τρόπο στο πλαίσιο άσκησης της πολιτικής τους στην πράξη; Και αυτό έχει σημασία στις διεθνείς πολιτικές. Μήπως οι «προφήτες της Ορθοδοξίας» και οι απατεωνίσκοι του ελληνικού εθνικισμού προσφέρουν και προσφέρονται σε μια επικίνδυνη επιχείρηση πολεμικής αναμέτρησης στην περιοχή μας, όπου αντί για τις δοξασίες περί «αναμφισβήτητου και άκαμπτου» διεθνούς δικαίου, κυριαρχήσει ένα νεο-ανατολίτικο παζάρι αναθεώρησης των σχέσεων μεγάλων δυνάμεων με την Τουρκία εις βάρος της Ελλάδας - η οποία φροντίζει μόνη της σήμερα να αποδυναμώνεται μέσα από μια παραπλανητική διαδικασία προβολής συμμάχων και συμμαχιών σε ζητήματα κυριαρχίας και «Δικαίου της Θάλασσας», επί των οποίων κανείς από τους αναφερόμενους υποστηριχτές της χώρας μας δεν έχει πάρει ρητή και σαφή θέση υπέρ ημών;

Στο τέλος, ασφαλώς, θα καταγγείλουμε τους συμμάχους που μας «πρόδωσαν» - υπάρχει άλλωστε προϊστορία! Οι προφήτες θα αποσυρθούν για λίγο για να εμφανιστούν αργότερα! Και το τελειωτικό συστημικό λάθος στην εξωτερική μας πολιτική θα έχει διαμορφώσει τις συνθήκες της «αυτοεπιβεβαιούμενης προφητείας» περί ελληνοτουρκικής πολεμικής σύγκρουσης, που θα καταλήξει σε μια άμεση ή έμμεση διαπραγμάτευση της Τουρκίας με τους Μεγάλους (: η ΕΕ δεν είναι ενιαίος παράγοντας) και με την Ελλάδα ωσεί παρούσα σε αυτήν. 

Τη λύση για να αποφύγουμε το «τελειωτικό συστημικό λάθος» την έχω αναφέρει ήδη αρκετές φορές και την έχω υποστηρίξει μάλλον σαφώς. Την επαναλαμβάνω ως αφορισμό: πολιτική και διπλωματική επίθεση στην Τουρκία για την δημιουργία νέων θεσμών και πρακτικών αποφυγής πάση θυσία πολεμικού επεισοδίου. Αυτό που κανείς δεν τολμά να πει στον ελληνικό λαό είναι πως κανείς δεν μπορεί σήμερα να διασφαλίσει πως το οποιοδήποτε πολεμικό επεισόδιο θα περιοριστεί εκεί όπου διαδραματίζεται και δεν θα λάβει κλιμακούμενη μορφή. Αν παρακολουθούσες στενότερα την εξέλιξη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, θα καταλάβαινες το αντίθετο, καθώς στην πραγματικότητα το αντίθετο τους συμφέρει. Δεν είναι η απειλή του επεισοδίου που προσφέρει αυτή τη στιγμή στην τουρκική ηγεσία, αλλά η απειλή κλιμάκωσης με την Ελλάδα, που ασφαλώς θα αποκτήσει πρακτικό χαρακτήρα μετά από ένα επεισόδιο. 


Θα διαφωνήσω με τον Σοφοκλή. Η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου τα ψέματα προφταίνουν να γεράσουν.

Γιατί; 

Επειδή εδώ το ψέμα είναι το κύριο μέσο αναζήτησης της όποιας αλήθειας.

Ποιος φταίει;

Το εθνικό μας ιδεολόγημα, το οποίο αδυνατεί να ανανεωθεί παρά τις καταστροφές, την κοινωνική αποτελμάτωση και την πολιτική παρακμή. Ευθύνονται όλοι οι φορείς του εθνικού μας ιδεολογήματος, από την αριστερά έως την κατάμαυρη δεξιά.

Φταίει και ο Τύπος, ασφαλώς. Πουλάει κοινοτοπία και αυτονόητα. Δίνει παράταση ζωής στα μεγάλα ψέματα, δηλαδή, που εμφανίζονται να αναπαριστούν μικρές αλήθειες της ιστορίας, της οικονομίας, της κοινωνίας, του πολιτικού ανταγωνισμού, του κόσμου και της εξωτερικής διάστασης της Ελλάδας στη συγκυρία. Ή μεγάλες αλήθειες της ιδεολογίας ή της θρησκείας.

Πετυχημένος είναι αυτός που συνδέει αρμονικά το προσωπικό του ψέμα με το ψέμα της κοινωνικής ομάδας στην οποία αναφέρεται. Αν κάνει λάθος ως προς το κοινό αναφοράς (του) εκτίθεται! Το κοινό ρυθμίζει τον ψεύτη: του δίνει ισχύ ή τον αποδυναμώνει. Και πάντα υπάρχει κοινό για κάθε ψεύτη, αρκεί να το κατασκευάσεις προσεκτικά ή να το εκμεταλλευτείς όταν ήδη το έχουν διαμορφώσει άλλοι.
Θέλει ο λαός αλήθειες;

Γιατί να θέλει; Η αλήθεια σε ταλαιπωρεί, σε αναστατώνει, σε κράτα ξύπνιο μέρα και νύχτα. Σε (κατα)κρίνει. Κατακερματίζει την αναφερόμενη ταυτότητά σου. Σε προκαλεί για ανατροπές που δεν μπορεί παρά να ξεκινούν από τον ίδιο σου τον Εαυτό. Η αλήθεια ξεβολεύει, ξεγυμνώνει και διαταράσσει την ταυτότητα. Η αλήθεια είναι σίγουρα και πάντοτε προσωρινή, ενώ το ψέμα από προσωρινό έως «αιώνιο».

Η αλήθεια, αναγνώστη μου, είναι αυτή που παραδόξως δεν αντέχει να γεράσει. Είναι επειδή θα πεθάνει σύντομα ή λίγο αργότερα, στο βαθμό που μεταβληθεί σε ψέμα. Κάθε αλήθεια μετατρέπεται σε ψέμα κατά την διαδρομή της στον ιστορικό χρόνο. Είναι η εξέλιξη των κοινωνιών που μετατρέπει τις αλήθειες σε ψέματα, ενώ αποτελεί σαφή οπισθοδρόμηση το αντίθετο.   

Γιατί τα γράφω;

Επειδή για πρώτη φορά συνειδητοποιώ πόσο γρήγορα γερνούν οι ψεύτες στη σημερινή Ελλάδα. Γερνούν γρηγορότερα από τα γερασμένα ψέματά τους!

Η αναζήτηση της αλήθειας και η σημειολογική αναπαράστασή της (ως παράσταση /προβολή ενός κόσμου στον κόσμο) είναι ο μοναδικός μηχανισμός που σε διατηρεί νέο και ακμαίο. Το ψέμα σε γερνάει. Το γερασμένο ψέμα σε μετατρέπει σε ζόμπι.

Η διαρκής αναζήτηση της αλήθειας είναι πολιτική πράξη. Η υποταγή σε αυτήν την διαδικασία είναι προοδευτική στάση. Η προετοιμασία για εγκατάλειψη της προσωρινής αλήθειας, στο βαθμό που διαπιστώνεις να μετατρέπεται σε ψέμα, είναι ώριμη συμπεριφορά. Η αλήθεια είναι αλήθεια πως σε ικανοποιεί λιγότερο από το ψέμα - μπορεί να σε αγχώνει και να σε θλίβει! Αν, ωστόσο, βιώσεις την κουλτούρα αναζήτησης της αλήθειας, μάλλον θα ικανοποιηθείς περισσότερο από ό, τι με τη χρήση του πλέον επιτυχημένου ψέματος.


Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *

Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν μια κάποια λύση στα αδιέξοδα του πολιτικού συστήματος της Ελλάδας, στα αδιέξοδα της ΕΕ με την Ελλάδα, στα αδιέξοδα των ΗΠΑ στην γεωπολιτική μας περιοχή, στα αδιέξοδα της αριστεράς στην χώρα μας και στην Ευρώπη. Ήταν μια κάποια λύση και στα αδιέξοδα μιας διανόησης χωρίς μεγάλη θεωρία για την επόμενη ημέρα της μετάβασης και του μετασχηματισμού από την νεωτερικότητα και τον μοντερνισμό στην μετανεωτερικότητα και τον πολιτικό μεταμοντερνισμό της νέας παγκοσμιοποίησης. Μια κάποια λύση, αρχικώς, και στα δικά μου μάτια, δηλαδή, αγαπητέ αναγνώστη.

Σύντομα, κατά την πρώτη κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, κάποιοι βρεθήκαμε στη δυσάρεστη θέση να διαπιστώνουμε αυτό που η ιστορία είχε «βεβαιώσει» πολλές φορές: Η απελπισία είναι κακός σύμβουλος και ο ενθουσιασμός χωρίς ισχυρό, σοβαρό και συνειδητοποιημένο κίνημα ακόμη χειρότερο.

Δεν υπάρχει δικαιολογία. Παραγνωρίσαμε μισοσυνειδητά-μισοασυνείδητα την πραγματικότητα, όσοι τουλάχιστον γνωρίζαμε τα πράγματα στην Ελλάδα και διεθνώς και τις σχέσεις που τα όριζαν και τα ορίζουν στη συγκυρία. Δεν είμαστε αθώοι στο βαθμό που δεν είμαστε ηλίθιοι. Δεν θα έλεγα καν πως εξαπατηθήκαμε, απλώς δεν θα μπορούσαμε να πιστέψουμε την δραματική αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ από το «σχεδόν τίποτε» να γεννηθεί κάτι πολιτικώς με προοδευτική αξία προς μια νέα μεταπολίτευση, ποιοτικά ανώτερη και εντιμότερη από εκείνη του 1974. Υπολογίσαμε λάθος, όχι την ανάγκη, όχι την πρόκληση, όχι τόσο τα εσωτερικά και διεθνή δεδομένα, αλλά τους ανθρώπους, τους χαρακτήρες των νέων κυβερνητών, τους πραγματικούς παράγοντες ισχύος κάθε εξουσίας. Αυτή είναι η αυτοκριτική μου…

Και να που βρισκόμαστε σήμερα: Η «αποκάλυψη» Αλέξης Τσίπρας, ο αμφιλεγόμενος αριστερός πρωθυπουργός που ξεκίνησε την πολιτική του κούρσα σαν κακό «παιδί θαύμα» για να μετατραπεί σε «παγκόσμια απειλή» και σε λίγο σε καλό, συμμορφούμενο και άκρως συνεργάσιμο «παιδί» με τις ελίτ, σε όλα τα επίπεδα διάρθρωσης της πολιτικής και της οικονομίας, διεθνώς, να ξεφουσκώνει απότομα!

Ποιος και γιατί φούσκωσε τον Αλέξη; Γιατί οι ίδιοι τον ξεφουσκώνουν σήμερα; Δεν θα δοκιμάσω να απαντήσω στο ερώτημα, επειδή δεν νοιώθω έτοιμος να απαντήσω με πλήρη ειλικρίνεια. Αν παραμείνω στο δομικό, ερμηνευτικό σχήμα θα ικανοποιούσα ίσως αρκετούς αναγνώστες, αλλά δεν θα υπηρετούσα την μικρή αλήθεια στο ζήτημα. Αν δεν πρόσθετα συνθετικά σχέσεις ανθρώπων σε πόστα εξουσίας και «παραεξουσίας», μάλλον αντί για αλήθεια θα έλεγα ένα αληθοφανές ψέμα. Και στο βαθμό που δεν είμαι σε θέση να μιλήσω και για το δεύτερο, καλύτερα να αφήσω το ερώτημα ξεκρέμαστο, στον αέρα.

Αυτό δεν σημαίνει πως είναι άσκοπο να αναφερθούμε στη σύγχρονη βεντάλια των αδιεξόδων του πρωθυπουργού που αποτελούν ταυτόχρονα και μερικώς αιτία και αποτέλεσμα του ξεφουσκώματός του.

Σε συνεργασία με το κουαρτέτο, που ασκεί την πραγματική διακυβέρνηση στην Ελλάδα, έπλασε έναν μύθο για την πρόοδο της εθνικής μας οικονομίας επί ημερών του που καταρρέει όσο πλησιάζουμε προς τη λήξη του τρέχοντος τρίτου (μείζονος) προγράμματος προσαρμογής. Σοβαρά και μεγάλα κεφάλαια δεν επενδύθηκαν στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας μας. Αντίθετα συνεχίστηκε με αργούς, ωστόσο, ρυθμούς η συρρίκνωση και η αποεπένδυση, με την ανεργία να διασκεδάζεται μάλλον αντί να αντιμετωπίζεται δομικώς. Οι δείκτες κοινωνικής δικαιοσύνης, ανταγωνιστικότητας και διαφθοράς, δεν εμφανίζουν επίσης αξιόλογη διαφορά σε σύγκριση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις της κρίσης. Σίγουρα δεν βελτιώθηκαν αν δεχτείς πως δεν χειροτέρεψαν κάποιοι από αυτούς και κυρίως αυτοί που αναφέρονται σε αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο την προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ: την κοινωνική δικαιοσύνη.

Είναι ουτοπία να πιστεύει κανείς έχοντας υπόψιν την ελληνική και διεθνή οικονομική πραγματικότητα, πως η Ελλάδα - αν παραμείνει στο ευρώ - θα μπορούσε από το φθινόπωρο να δανείζεται από την χρηματαγορά με επιτόκια μικρότερα από 5% (στη καλύτερη περίπτωση). Κανείς σοβαρός μελετητής δεν μπορεί να δει πώς η χώρα δεν θα αναγκαστεί μετά το τέλος του παρόντος προγράμματος να προσφύγει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, με τον οποίο θα υπογράψει ασφαλώς ένα νέας μορφής Μνημόνιο. Η «καθαρή έξοδος» του κ. Τσίπρα οδηγεί στην «καθαρή εποπτεία» από τον ESM και το Eurogroup, με τον ρόλο του ΔΝΤ να εξαρτάται από πολλά άλλα.

Στα λεγόμενα εθνικά ζητήματα η έλλειψη σοβαρής στρατηγικής και η απόλυτη ανικανότητα διαχείρισης κρίσης είναι εμφανείς. Εδώ ο κ. Τσίπρας «χάθηκε» εντελώς. Με άνεση φάνηκε διατεθειμένος να ανοίξει όλα τα μείζονα ζητήματα, χωρίς να διαθέτει συγκεκριμένη στρατηγική για να τα κλείσει και χωρίς να έχει διερευνήσει σε τακτικό επίπεδο και σε βάθος ευκαιρίες, απειλές, δυνατότητες και αδυναμίες. Προχωρεί βλέποντας και κάνοντας για να καταφύγει στο τέλος στα κοινότοπα, σε γενικές αρχές και ευχολόγια, στις ΗΠΑ και στην ΕΕ. Η συνέχεια πλάθεται με παραμυθία και σενάρια όπου εμπλέκουν τρίτους σε υποθέσεις τις οποίες οι τρίτοι αντιμετωπίζουν εντελώς διαφορετικά, υπηρετώντας συμφέροντα που δεν εναρμονίζονται οπωσδήποτε με τα ελληνικά.

Ανέκαθεν οι ελληνικές κυβερνήσεις μπέρδευαν τις Δημόσιες Σχέσεις με τις Διεθνείς Σχέσεις και την Εξωτερική Πολιτική. Είναι, ωστόσο, η πρώτη ίσως φορά μετά την μεταπολίτευση που το φαινόμενο αυτό είναι τόσο έντονο. Κοίταξε, η διαχείριση της οικονομικής κρίσης από τον κ. Τσίπρα και τις κυβερνήσεις του έχει διαμορφώσει μια απολύτως διαστροφική κουλτούρα σε ό, τι αφορά στην παρέμβαση τρίτων για την σωτηρία της κυβέρνησης και για την διατήρηση της σταθερότητας, που οδηγεί σε παρανόηση στο πεδίο της Εξωτερικής Πολιτικής της Ελλάδας και στην μεθοδολογία υπεράσπισης του λεγόμενου εθνικού συμφέροντος. Δεν θέλω να επεκταθώ, αλλά η αλήθεια είναι πως βλέπω να εκτυλίσσεται σαν φάρσα η διαδικασία που οδήγησε στο «τρίτο Μνημόνιο», αυτή τη φορά στα ελληνοτουρκικά, στο κυπριακό και στο «σκοπιανό».

Μάλλον, κατά βάθος, ο κ. Τσίπρας πιστεύει πως αυτό (: διαδικασία για το τρίτο Μνημόνιο) ήταν μεγάλη επιτυχία του ίδιου προσωπικά και επιθυμεί να το επαναλάβει ως μέθοδο στα υπόλοιπα εθνικά ζητήματα! Αν το πράξει, από την «αυταπάτη» θα περάσει χωρίς να προλάβει να το καταλάβει στην αυτοκαταστροφή. Μόνο που αυτό δεν είναι δική του υπόθεση, είναι εγγενώς εθνική και κοινωνική υπόθεση.

Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος *

Η διαχείριση κρίσης είναι δυστυχώς υπόθεση επαγγελματιών με επάρκεια. Προϋποθέτει την ανάπτυξη θεσμών διαχείρισης κρίσεων - αν αναφερόμαστε στο κράτος - σε διυπουργικό επίπεδο και ασφαλώς στο επίπεδο που αποτελεί τη κοινή τομή των Οργάνων του Κράτους - με την πλέον ευρεία μάλιστα έννοια.

Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή υπόθεση που δεν μπορεί να επαφίεται στη βούληση και στην όποια επικοινωνιακή ικανότητα υπερφίαλων προπαγανδιστών και άγαρμπων, επιπόλαιων διαμορφωτών της κοινής γνώμης, ή αρμόδιων υπουργών που αυτοσχεδιάζουν με ένα και μοναδικό κριτήριο: πώς δεν θα προκληθεί ανησυχία στον λαό και πώς δεν θα κλονιστεί η εμπιστοσύνη του προς την κυβέρνηση. Εφησυχασμός, αταραξία με την έννοια του imperturbability, κατευνασμός (appeasement), δήθεν έλεγχος της κατάστασης, παραπληροφόρηση, διαρκής μεταβολή του προβλήματος και της πολιτικής ή/και νομικής φύσης του προβλήματος που αφορά στην κρίση, διάχυση της οντολογίας του σε διεθνή όργανα και οργανισμούς και στο τέλος παραμυθία και θυματοποίηση/ηρωοποίηση, είναι η συνηθισμένη συνταγή που ακολουθούν οι ερασιτέχνες του είδους.

Αν λάβεις υπόψιν την διεθνή και εσωτερική πραγματικότητα σε ό, τι αφορά στην Ελλάδα, όπως και τη δραματική εμπειρία της στην εθνική οικονομία της, στα ελληνοτουρκικά, στις σχέσεις της με την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, τον βαλκανικό περίγυρο, το σύγχρονο προσφυγικό ζήτημα, καθώς, ευρύτερα, τη θέση της σε μια περιοχή έντονων γεωπολιτικών και γεωοικονομικών προκλήσεων, εύλογα θα περίμενες να έχει αναπτυχθεί ένα πανίσχυρο, διαρθρωμένο σε διαφορετικά επίπεδα και αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης κρίσεων. Δυστυχώς, αντί να είμαστε πρωτοπόροι στο είδος, είμαστε …καλαμπούρια του είδους.

Ποιος φταίει; Ο καιρός, ο Γερμανός, ο καπιταλισμός, ο σοσιαλισμός ή το γονίδιο; Μάλλον ο υπερβολικός θεατρινισμός, σε συνδυασμό με τον πολιτικό καιροσκοπισμό και μια κουτοπόνηρη αντίληψη στην επικοινωνία των ελίτ με τον λαό. Αυτών που χαζοχαρούμενα και αμοραλιστικά πιστεύουν πως επειδή ίσως γνωρίζουν 1000 λέξεις έχουν την ικανότητα να κοροϊδεύουν και να χειραγωγούν σε κάθε περίπτωση αυτούς που θεωρούν πως γνωρίζουν μόνον 100!

Σε ό, τι αφορά στην περιπέτεια των δύο στελεχών του στρατού στην Τουρκία, όλα, μα όλα ήταν και είναι λάθος από πλευράς διαχείρισης κρίσης. Έγιναν και γίνονται αυτά που ένας επαγγελματίας στη διαχείριση κρίσεων θα απέφευγε ή θα έκανε αντίθετα. Ποτέ κανείς δεν πέτυχε στη διαχείριση (εθνικής) κρίσης εστιάζοντας το ενδιαφέρον του σχεδόν αποκλειστικά στις εντυπώσεις στο εσωτερικό της χώρας. Με μικροπολιτικό σχεδιασμό δεν κάνεις διαχείριση κρίσης! Κάνεις παιδαριώδη λάθη. Αυτά διαπράττει εγκλωβιζόμενη διαρκώς περισσότερο στη συγκυρία η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.

Η διαχείριση κρίσης δεν είναι μορφή επικοινωνίας. Είναι υλικό και διαλεκτικό παίγνιο - που συνδυάζει διαφορετικά επιστημονικά πεδία - και όχι επικοινωνιακό παιχνίδι. Δεν είναι λόγια, αλλά κινήσεις υψηλής «σκακιστικής» τεχνικής στο πλαίσιο που διαμορφώνει το τρίπτυχο στόχος – στρατηγική – πρόγραμμα και το/τα εναλλακτικό/α σενάρια. Η επικοινωνία είναι απλώς ένα από τα κεφάλαια της διαχείρισης κρίσης. Καθόλου ασήμαντο, αλλά αν δεν δουλέψει αρμονικά με τα άλλα που αφορούν στην πλήρη ενεργοποίηση και πιθανόν αναδιάρθρωση των πόρων και των μεθοδολογιών που απασχολούνται στη συγκεκριμένη κρίση, καθίσταται από ζημιογόνο έως καταστροφικό.

Το να ελέγχεις τα ΜΜΕ, είναι δίκοπο μαχαίρι. Σου δημιουργείται αρχικώς η ψευδαίσθηση πως ελέγχεις την ίδια την κρίση και έτσι αυτοπαγιδεύεσαι. Σε κάθε διαχείριση κρίσης υφίσταται ασφαλώς η διάσταση της «μπλόφας» και του αντιπερισπασμού, αλλά αν αυτά είναι αποτέλεσμα προπαγάνδας και όχι η προπαγάνδα μοχλός για την εξυπηρέτηση μιας στρατηγικού χαρακτήρα κίνησης που εμπεριέχει και τακτικές παραπλάνησης του «αντιπάλου» ή των «αντιπάλων», των άλλων γενικότερα, τότε υπονομεύεις τη θέση σου.

Αν υπήρχε επαγγελματική και όχι καιροσκοπικώς ερασιτεχνική διαχείριση κρίσεων στην Ελλάδα, τότε είναι βέβαιον πως η χώρα θα υπολογιζόταν σοβαρά. Στη διεθνή κοινότητα δεν μας παίρνουν στα σοβαρά για διάφορους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς λόγους. Αυτοί θα υποβαθμίζονταν έως εξαφανίσεως εάν τα καταφέρναμε ως κράτος και ως επιχειρήσεις σε αυτό που αποτελεί την κρίσιμη μάζα κάθε πολιτικής και κάθε οικονομίας: στη διαχείριση κρίσεων.




Τις προάλλες είχα τη χαρά να ανταλλάξω σκέψεις και απόψεις σε βάθος με έναν «ψαγμένο» Έλληνα δημοσιογράφο. Είπαμε αυτά που δεν λέγονται εύκολα κάθε μέρα. Αυτά που κλονίζουν το βασίλειο του κοινότοπου και του αυτονόητου στον δημόσιο χώρο της πατρίδας μας και σε ό, τι αφορά στην πραγματικότητα των ελληνικών ΜΜΕ. Δεν θα αναφέρω το όνομά του. Δεν θα ήταν σωστό. Αντίθετα είναι μάλλον χρήσιμο να αναφερθώ στον Bret Stephens των New York Times, ο οποίος την ίδια στιγμή και σε ένα διαφορετικό επίπεδο «κρίσης ειλικρίνειας» τόλμησε να εκφράσει δημοσίως απόψεις απολύτως «δικές μας»: Συγκλονιστικά όμοιες με αυτές που κυριάρχησαν στη «ζουμερή» συνομιλία με τον Έλληνα δημοσιογράφο.     

Ήρθε ο Bret Stephens να διατυπώσει αυτά που επί πολλά χρόνια διαπερνούν την δική μου συνείδηση και ορίζουν τη στάση μου, όπως ασφαλώς και την διαδικτυακή μας επικοινωνία, αγαπητέ αναγνώστη. Είπε ακριβώς αυτά που εννοώ, όταν σημειώνω τη γνώμη μου ή όταν, μετά από βασανιστική σκέψη, αποφασίζω να παρουσιάσω είδηση ενώπιόν σου. Είπε αυτά που θα αντιλαμβανόταν ένας ωτακουστής, υποκλέπτοντας το τηλεφώνημά μου με τον Έλληνα δημοσιογράφο.

Αξίζει να συγκρατήσεις: «Μία εφημερίδα [και γενικότερα ένα ΜΜΕ], άλλωστε, δεν πρέπει να είναι μια μορφή πνευματικού comfort food. Δεν είμαστε οργανισμός προώθησης κάποιας ατζέντας, δίκτυο υποστήριξης, ομάδα χειροκροτητών ή Εκκλησία που διαδίδει ένα συγκεκριμένο δόγμα – εκτός από την πίστη στη σκληρή και ανελέητη αμφισβήτηση. Η εξουσία μας πηγάζει από τη διάθεσή μας να αμφισβητούμε την εξουσία, όχι μόνο των κυβερνώντων, αλλά και των κοινών παραδοχών και της συμβατικής σοφίας. Με άλλα λόγια, αν δεν κάνουμε τους αναγνώστες μας [τους αποδέκτες της γνώμης ή είδησης, γενικότερα] να νιώθουν άβολα κάθε μέρα, δεν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας. Υπάρχει ένα παλιό ρητό που λέει ότι ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να πλήττει τους βολεμένους και να παρηγορεί όσους πλήττονται. Το ρητό είναι λάθος. Ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να πλήττει, τελεία και παύλα. Τα νέα είναι κάτι νέο –νέες πληροφορίες, νέες προκλήσεις, νέες ιδέες– και είναι μέρος του νοήματός τους ότι μας αναστατώνουν. Αυτό είναι καλό πράγμα. Η αναστάτωση και το ξεβόλεμα είναι η μεγάλη κινητήριος δύναμη του κόσμου. Είναι ένα «τσίμπημα» στη συνείδηση, ένα «σκούντημα» στη σκέψη, μια επίπληξη κατά του εφησυχασμού και μια ώθηση προς τη δράση».

Αυτά υποστηρίζει ο Bret Stephens. Τα ίδια ακριβώς και εγώ, ο οποίος βρίσκω επιτέλους αρκετούς άλλους στην Ελλάδα και διεθνώς από τον χώρο της επικοινωνίας, της δημοσιογραφίας, της πολιτικής επιστήμης και της σύγχρονης παιδαγωγικής ή της μελέτης των ΜΜΕ που συμφωνούν έως ταυτίσεως: Που συστήνουν μια νέα ταυτότητα στον δημόσιο χώρο, πολύ κοντά στο πνεύμα του Karl Kraus. Δεν χαίρομαι απλώς για αυτό, μάλλον ενθουσιάζομαι και παίρνω  θάρρος να μιλήσω ανοιχτά για ένα ζήτημα που προσπαθώ τον τελευταίο καιρό με υποδηλώσεις και προδηλώσεις να διατυπώσω την ανησυχία μου και να προτείνω ταπεινά λύσεις.

Αναφέρομαι στον κίνδυνο ελληνοτουρκικού πολέμου, που θα μπορούσε ίσως να λάβει πολύ ευρύτερες διαστάσεις. Είναι υπαρκτός και μάλλον άμεσος ο κίνδυνος και όχι απλώς σαχλαμάρα εθνικιστών ή κινδυνολογία επιτήδειων προπαγανδιστών ή εμπόρων όπλων. Έχω ήδη προτείνει πρακτική για την αποφυγή αυτού του κινδύνου. Έχω πει πως η επιμονή στη Θεωρία Παιγνίων στην περιοχή του Αιγαίου και στην ευρύτερη Μεσόγειο, τόσο από την τουρκική ηγεσία, όσο και από την ελληνική, δημιουργεί πολεμικό περιβάλλον - και όχι απλώς κλίμα - το οποίο θα καταστήσει τη σύγκρουση αναπόφευκτη και την κλίμακά της απροσδιόριστη. 

Όχι, αναγνώστη μου, δεν ισχύουν πλέον τα κοινότοπα και αυτονόητα σε ό, τι αφορά στην ελληνοτουρκική διένεξη. Δεν ισχύει πλέον η θεωρία του «θερμού επεισοδίου» ή του «ατυχήματος»! Έχουν αλλάξει πολλά τα τελευταία χρόνια, ακόμη και τους τελευταίους μήνες στην γεωπολιτική και γεωστρατηγική δυναμική της περιοχής μας με κύριο παράγοντα την Τουρκία και με την Ελλάδα να προβαίνει σε ευκαιριακούς αντιπερισπασμούς και σε αμφιλεγόμενες κινήσεις κατευνασμού, οι οποίες στερούμενες στρατηγικού βάρος και σοβαρή στρατηγική διάσταση, καταλήγουν να προκαλούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν. 

Οι Δυτικοί Θεσμοί δεν μοιάζει να μπορούν πλέον να επιβάλουν την ειρήνη στην περιοχή με την μεθοδολογία του 1950-60 - αν θεωρήσεις πως δεν υπάρχουν ομάδες και συμφέροντα εντός αυτών που δεν θα είχαν σήμερα αντίρρηση να δουν μια ολιγοήμερη και πάντως άκρως δολοφονική και καταστροφική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μια πολεμική σύγκρουση που θα άλλαζε τα πάντα όχι απλώς στο Αιγαίο, αλλά και στις συμμαχικές σχέσεις, ενώ θα επηρέαζε καθοριστικά τις διεθνείς πολιτικές, θέτοντας σε νέα βάση σύγχρονα ερωτήματα εξουσίας και κυριαρχίας στη Μέση Ανατολή και τη Βαλκανική. 

Η ηγεσία του ΚΚΕ, καλώς ανησυχεί. Αυτή τη φορά κάνει σωστή ανάλυση. Οι υπόλοιποι του πολιτικού συστήματος, άραγε σε ποιο κόσμο βρίσκονται; Υπάρχει ακόμη χρόνος αναπροσδιορισμού της ελληνικής τουλάχιστον τακτικής στη συγκυρία: σίγουρα σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο και πιθανώς σε στρατιωτικό (δεν το γνωρίζω σε βάθος). Πρέπει να γεννηθούν αμέσως και να εφαρμοστούν νέοι θεσμοί αποτροπής οποιουδήποτε επεισοδίου στην περιοχή. Και αυτό πρέπει να γίνει με προσοχή και όχι με κινήσεις εντυπώσεων και αφορισμούς.

Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων στο πλαίσιο μιας νέας στρατηγικής προσέγγισης και χωρίς έντιμη ενημέρωση του ελληνικού λαού. Η ελληνική δημοσιογραφία θα μπορούσε να δοκιμάσει μια νέα, ποιοτική εκκίνηση, ακριβώς από την έντιμη διαλογική διαπραγμάτευση του κινδύνου για ελληνοτουρκικό πόλεμο. Είναι μια ευκαιρία, μετά την δραματική αποτυχία της και τον εξευτελισμό της στο εθνικό ζήτημα που αφορά στην κοινωνικοοικονομική κατάρρευση και πολιτική υποδούλωση την τελευταία δεκαετία.



Γράφω εν αναμονή του «αναγκαστικού» ανασχηματισμού της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, μετά την ιδιόμορφη απομάκρυνση / παραίτηση του ζευγαριού Παπαδημητρίου- Αντωνοπούλου. 

Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι σαφώς πρωθυπουργοκεντρικό. Η συντακτική οργάνωση της πολιτείας δομείται στη βάση ενός πανίσχυρου (και ταυτόχρονα θεσμικά προστατευμένου) πρωθυπουργού, που διορίζει και παύει τους υπουργούς και υφυπουργούς του, ενώ είναι σε θέση να διαμορφώνει εμμέσως και να επηρεάζει καθοριστικά τη δομή και λειτουργία των Οργάνων του Κράτους και όλων των τυπικών και άτυπων μορφών εξουσίας.

Είναι τόσο ισχυρός θεσμικά και λειτουργικά ο Έλληνας πρωθυπουργός που θα τον «ζήλευε» ακόμη και ο/η ομόλογός του στη Βρετανία, όπου η μορφή της δημόσιας διοίκησης - σε αντίθεση με την Ελλάδα - διατηρεί χαρακτηριστικά τροχοπέδης στο πρωθυπουργικό ταπεραμέντο. Για να μην αναφερθώ στο καθεστώς της εκτελεστικής εξουσίας στη Γερμανία, όπου τα ομοσπονδιακά κρατίδια συναποφασίζουν σε μεγάλο θεσμικό εύρος ή διατηρούν το δικαίωμα της αρνησικυρίας σε κεντρικές αποφάσεις. Ή στις διακομματικές δυσκολίες του εκάστοτε πρωθυπουργού για παραγωγή συναίνεσης στη Σουηδία, στην Ολλανδία, στο Βέλγιο και στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Ασφαλώς και ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα «ζήλευε» από πλευράς άσκησης εξουσίας τον δικό μας, τους δικούς μας! Δύσκολη η δουλειά του Προέδρου και διαρκές το παζάρι με διαφωνούντες σε θεσμικό ρόλο και τα μέλη του κογκρέσου! Ο «πλανητάρχης» μεταβάλλεται σε νάνο αν δεν πετύχει συναινέσεις στο εσωτερικό της ανώτερης διοίκησης των ΗΠΑ. Στην Ελλάδα ο πρωθυπουργός δεν το έχει ανάγκη, καθώς ακόμη και η έννοια της συναίνεσης έχει, σύμφωνα με τον συντακτικό μας νομοθέτη, άλλη μορφή, πολύ λιγότερο δημιουργική πολιτικώς.

Η ταυτότητα, λοιπόν, του Έλληνα πρωθυπουργού είναι συνυφασμένη με αυξημένο πολιτικό έλεγχο, σε ένα θεσμικό περιβάλλον συγκέντρωσης εξουσίας (τυπικής και άτυπης) στο πρόσωπό του. Εδώ πλέον θα μπορούσε να πει κανείς πως η ευρύτερη κυβέρνηση (δομή και λειτουργία) αποτελεί τον καθρέφτη του πρωθυπουργού στη κοινωνία και διεθνώς. Δείξε μου τη κυβέρνησή σου, να σου πω ποιος είσαι! Θα μπορούσα να πως, χωρίς να απλοποιήσω επικίνδυνα σχέσεις και χαρακτήρες (προσωπικότητες), λαμβάνοντας υπόψιν ακόμη και πρωθυπουργικές δουλείες ή την διάσταση της διαπλοκής. Η κυβέρνηση (του) εκφράζει τη ταυτότητα του Έλληνα πρωθυπουργού, σε τέτοιο βαθμό που αντικειμενικά προσωποποιώντας την οντολογία της και κρίνοντας την λειτουργία των μελών της θα είχες μπροστά σου το πραγματικό άνθρωπο και πραγματικό πολιτικό-πρωθυπουργό.

Δυστυχώς, έτσι έχουν τα πράγματα και για τον Αλέξη Τσίπρα, ασφαλώς! Τώρα ο αγώνας αυτής της κυβέρνησης στο εσωτερικό για μεγιστοποίηση της κυβερνητικής ισχύος, οδηγεί σε κυβερνητική αδυναμία, εξαιτίας της φθοράς που υφίσταται το κύρος και η εικόνα του Αλέξη Τσίπρα από την ανικανότητα στελεχών του να (ανα)παραστήσουν με συνέπεια ένα διαφορετικό ήθος και ύφος εξουσίας. Η «απαλλαγή για την αλλαγή», αποδεικνύεται καθημερινά φάρσα, καθώς σε όλα τα επίπεδα άρθρωσης της εξουσίας από τα «μεταξωτά βρακιά» έλειπαν οι επιδέξιοι «πισινοί» - ελάττωμα που δεν θα μπορούσε να καλύψει το σικέ παιχνίδι με το κουαρτέτο. 

Είναι φυσιολογικό η κυβερνητική προπαγάνδα να προσπαθεί να διαφοροποιήσει τον κ. Τσίπρα από την κυβέρνησή του, όταν αυτή προκαλεί ή/και σκανδαλίζει την ελληνική κοινωνία, ή όταν αυτή τα κάνει μούσκεμα στον διεθνή ή διεθνικό ρόλο της. Μόνον που έτσι ο αντικειμενικά πανίσχυρος πρωθυπουργός εμφανίζεται υποκειμενικά αφάνταστα αδύναμος ως ηγέτης και «λίγος» ως μάνατζερ. Αν πεις πως αυτό δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία στην περίπτωση αριστερών κυβερνήσεων, δεν θα είσαι σοβαρός στην περίπτωση της σημερινής Ελλάδας. Και αυτό επειδή οι κυβερνήσεις του Αλέξη Τσίπρα δεν άλλαξαν το κράτος με σοβαρή σοσιαλιστικού χαρακτήρα μεταρρύθμιση, αλλά απλώς κατέλαβαν το υφιστάμενο κράτος για να το καταστήσουν φορέα της μικροπολιτικής τους διάστασης και εξουσιαστικής τους διείσδυσης. Έναν χώρο προνομίων και αναπαραγωγής (τους).

Αυτό είναι σήμερα που τους «κολάζει» ηθικώς. Αυτό τους ασχημαίνει υφολογικώς. Και δυστυχώς δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια και αντικειμενικές δυνατότητες για να σπάσει ο Αλέξης τον καθρέφτη του. Αν το τολμούσε θα έβαζε τη χώρα σε μια νέα και πολύ μεγαλύτερη εθνική περιπέτεια. Θα μεταβαλλόταν στον τέλειο τυχοδιώκτη. Και αυτό δεν πρέπει ούτε καν να περάσει από το μυαλό του. Δεν πιστεύω πως θα τολμούσε να σπάσει τον καθρέφτη του, παρά την παραμόρφωση της εικόνας του. Μια και αυτό δεν είναι ζήτημα θάρρους, αλλά μάλλον ζήτημα συνείδησης και ευθύνης.


Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος 

Το τελευταίο επεισόδιο στην περιοχή των Ιμίων δεν έχει ολοκληρωθεί ως αποτέλεσμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, γι’ αυτό αναγνώστη μου θα είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός, αποφεύγοντας να μπω σε στρατιωτικές ή/ και διπλωματικές λεπτομέρειες του συμβάντος αυτού καθ’ εαυτού, καθώς και των πριν και των μετά ενεργειών. 

Θα περιγράψω λυτά και θεωρητικά το ζήτημα εστιάζοντας στο πολιτικό του μέρος, αφού πρώτα επισημάνω πως με παιδαριώδη ψέματα δεν κάνεις διαχείριση κρίσης (: ελληνική κυβέρνηση και ΜΜΕ που αναπαρήγαν απολύτως παραπλανητικά και ψευδώς σκηνές και δράσεις γύρω από το επεισόδιο).  
Η τουρκική πλευρά απειλεί και με στρατιωτικά μέσα πλέον την ελληνική πλευρά, έτσι ώστε αυτή να εξαναγκαστεί να αποδεχτεί τις απαιτήσεις της πρώτης σε  ό,τι αφορά στην αποστρατικοποίηση νησιών και να την οδηγήσει σε συνολική συμφωνία που θα καθορίζει υφαλοκρηπίδα, δικαιώματα εκμετάλλευσης και μια νέα σχέση κυριαρχίας-συγκυριαρχίας στο Αιγαίο και στην Μεσόγειο. 
  
Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα εμφανίζεται έτοιμη να χρησιμοποιήσει ακόμη και στρατιωτικά μέσα έτσι ώστε η Τουρκία να εξαναγκαστεί να αποσύρει, ή έστω να «παγώσει» τις απαιτήσεις της, οι οποίες προφανώς αποτελούν αναθεώρηση του σημερινού πραγματικού καθεστώτος στην περιοχή και (περιοριστικά) των Συνθηκών που το καθορίζουν.    

Το τελευταίο επεισόδιο στα Ίμια είναι ένας κρίκος σε αυτήν την αλυσίδα και αντιστοιχία απειλών και από τις δύο πλευρές. Αυτό καθ’ εαυτό εντάσσεται στα παιχνίδια ναυτικού αποκλεισμού, τα οποία με τη σειρά τους μοιάζει να δομούνται στο γενικό πλαίσιο της Θεωρίας Παιγνίων στις διεθνείς σχέσεις.

Θα είμαι απόλυτος: Εάν οι δύο πλευρές συνεχίσουν το αμέσως επόμενο διάστημα να κινούνται πολιτικά και στρατιωτικά σε αυτό το πλαίσιο και δεν ενεργήσουν αμέσως ώστε να ξεφύγουν από αυτή την αντίληψη ικανοποίησης του εθνικού συμφέροντος, θα καταλήξουμε σε σύρραξη. Αν μάλιστα λάβεις υπόψιν πως ΝΑΤΟ και ΕΕ (αλλά και Ρωσία, στο μικρό βαθμό που έχει σημασία) αυτή τη στιγμή δεν προσφέρουν κίνητρα στους δύο που να πηγάζουν έξω από το στενό δόγμα του εθνικού τους συμφέροντος στην περιοχή, δεν βλέπω πως θα αποτραπεί μια πολεμική αναμέτρηση μεταξύ τους.

Η λύση βρίσκεται στον τρίτο παράγοντα (όχι οπωσδήποτε ένας: πχ ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ, Γερμανία) που επηρεάζει τις πιθανές ενέργειες και κυρίως τη στάση της τουρκικής πρωτίστως πλευράς, αλλά ασφαλώς και της ελληνικής πλευράς σε αντιστοιχία. Αν ο τρίτος παράγοντας παρέμβει προσφέροντας κίνητρο που ικανοποίει γενικότερα το εθνικό συμφέρον της γειτονικής εθνικής αστικής τάξης, ενισχύοντας παράλληλα και τις προσδοκίες της ελληνικής, τότε θα διασκεδαστεί, τουλάχιστον προσωρινά - ή θα λάβει μια εντελώς διαφορετική διάσταση - το στενό εθνικό συμφέρον στην επίμαχη περιοχή της λανθάνουσας διένεξης, η οποία τείνει να μεταβληθεί σε κρίση μέσω ενός νέου θερμού επεισοδίου.     

Η ενναλακτική λύση βρίσκεται στα χέρια της ελληνικής και τουρκικής ηγεσίας: Από κοινού θα μπορούσαν να κατασκευάσουν ισχυρό κίνητρο που θα λειτουργούσε ταυτόχρονα αντιπολεμικά και αντιιμπεριαλιστικά σε ό, τι αφορά στην άρθρωση του εθνικού συμφέροντος και των δύο στην συγκεκριμένη περιοχή.

Αυτό είναι το ιδανικό σενάριο, το οποία στην πραγματικότητα θα εναρμόνιζε τα συμφέροντα της Τουρκίας και της Ελλάδας. Αλλά δυστυχώς αυτό είναι και το δυσκολότερο πολιτικώς σενάριο. Προϋποθέτει υψηλή πολιτική κουλτούρα και δεξιότητα, και παράλληλα ισχυρό μηχανισμό στο εσωτερικό κάθε χώρας για πολιτική νομιμοποίηση των νέων θεσμών και των θεσμικών μεταβολών που αμέσως ή εμμέσως θα απαιτηθούν για να αναπτύξουν στρατηγικά το κίνητρο (αποφυγής σύγκρουσης), προσδίδοντάς του στη συνέχεια προγραμματική βάση. 

Με μια κουβέντα: Εάν δεν εγκαταλειφθεί ή έστω περιθωριοποιηθεί η Θεωρία Παιγνίων και υποκατασταθεί από μια νέα θεσμική σχέση, που στην ουσία θα υπερβαίνει στο επίπεδο του κοινού συμφέροντος τη στενή συγκρουσιακή αντίληψη στις κρίσιμες περιοχές όπου αυτή τη στιγμή επικεντρώνεται το ενδιαφέρον - και η στρατηγική στόχευση ασφαλώς - και των δύο χωρών, είναι αδύνατον εδώ που φτάσαμε να μην υπάρξει πολεμική αναμέτρηση. Και αυτό όπως σημείωσα, μπορεί να πραγματοποιηθεί με δύο τρόπους, με τον δεύτερο να είναι ιδανική  - και ασφαλώς πολύ περισσότερο συμφέρουσα για τους δύο λαούς - μορφή. 



Τα διαδικτυακά σημειώματά μου, αγαπητέ αναγνώστη, υπήρξαν έκφραση απόλυτης, «χύμα» ειλικρίνειας και σε πολλές περιπτώσεις προϊόντα αυτόματης γραφής. Ήταν μια άσκηση ψυχής και όχι πνεύματος ή τεχνικής στη γραφή ή επιστημονικής τεχνογνωσίας – αν και τα τελευταία δεν θα μπορούσαν να μην αποτελούν ριζωμένα στοιχεία του λόγου και φορείς της γλώσσας μου. Δυστυχώς για το ύφος μου δεν θα μπορούσα να απαλλαγώ εντελώς από τη μεθοδολογική συνέπεια μέσα στην οποία ζω και ταλαιπωρούμαι, αλλά αυτό θα έπρεπε μάλλον να το δεις σαν μια «επιπλέον εντιμότητα», καθώς σέβομαι την αρχαιολογία και γενεαλογία εκείνης της γνώσης που είναι ενσωματωμένη στο προσωπικό μου γνωστικό σύμπαν.

Αγωνίστηκα να αποφύγω τη (συνηθισμένη) δημοσιογραφική γραφή, της οποίας προφανώς υπήρξα επί πολλά χρόνια φορέας. Αυτό - όπως διαπίστωσα - οι περισσότεροι φίλοι που με τίμησαν με την προσοχή τους και κάποιοι ελάχιστοι με σχόλιά τους δεν μοιάζει να το κατάλαβαν – πώς θα μπορούσαν άλλωστε αφού εγώ ποτέ δεν εξηγήθηκα με σαφήνεια στο ζήτημα! Επεδίωξα - ας πούμε - μια μορφή αντιδημοσιογραφικής γραφής, καθώς έτσι πίστεψα πως θα ήμουν αυθεντικότερος, λιγότερο στερεοτυπικός στο ύφος και στον σχηματισμό της αντιληπτικής δομής. Περισσότερο ελεύθερος στην απόδοση συναισθημάτων, επενδυμένων με την όποια γνώση και εμπειρία μου. Επιπλέον, με μάλλον αντιδραστικό τρόπο δεν έδωσα σημασία στη λογοτεχνική διάσταση των σημειωμάτων.

Συνειδητά έγραφα όπως ένοιωθα αυτά που έκρινα πως είχα εγώ ανάγκη να γράψω (και όχι ο αναγνώστης ή ο λαός να διαβάσει), χωρίς σχεδόν ποτέ να επιστρέφω και να ρίχνω έστω μια ματιά σε αυτά που είχα ήδη πληκτρολογήσει. Η πρώτη ανάγνωση από εμένα γινόταν πάντα στις ιστοσελίδες και τους ιστότοπους των φίλων που με ανέχτηκαν επί αρκετά χρόνια και με σεβάστηκαν με έναν τρόπο που σε κάνει να πιστεύεις στην ομορφιά των ανθρώπων, των κοινωνιών και του διαδικτύου. Ελάχιστες φορές «κακοποιήθηκα» στο «ελληνικό» διαδίκτυο και ποτέ από τους φίλους της αρχικής ανάρτησης. Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή ως προς αυτό και μεγάλη ανάγκη να ανταποδώσω τον σεβασμό.

Και να σκεφτείς πως ποτέ δεν έδωσα σημασία στο γενικό ύφος των τόπων που με φιλοξένησαν. Ποτέ δεν επιχείρησα να ευθυγραμμιστώ στις όποιες γενικές ή ιδιαίτερες και συγκυριακές κατευθύνσεις τους. Ποτέ δεν υποτάχθηκα στην ίδια τη σχέση μας αναγνώστη μου – και να με συγχαρείς. Με ενδιέφερε η γνώμη και η αντίδρασή σου, αλλά ποτέ δεν έγραψα κάτι για να σε ικανοποιήσω. Έχω βαθιά γνώση στο σύγχρονο μάρκετινγκ και στις στρατηγικές επικοινωνίας, μόνον που φρόντισα συνειδητά να μην κάνω χρήση όλων αυτών εδώ. Όπως ακριβώς αγωνίζομαι να μην κάνω χρήση των εργαλείων και των μεθόδων της εξειδίκευσής μου στο σπίτι μου και στις σχέσεις μου με την στενή οικογένειά μου. Προσπάθησα να είμαι εδώ όσο μπορούσα περισσότερο «καθαρός»: να μην εφαρμόσω τεχνικές επικοινωνίας. Όσες φορές αυτόματα που ξέφευγε η κατάσταση και ορμούσε στη σκέψη μου ο τεχνοκράτης, θύμωνα με τον εαυτό μου. Νομίζω πως κατάφερα να απαλλαγώ εδώ από αυτόν σε μεγάλο βαθμό. Και αυτό στην αρχή και κάποιες φορές στη συνέχεια δεν ήταν καθόλου εύκολο, εξαιτίας του θέματος της ανάρτησης.

Αισθάνθηκα την ανάγκη να «εξομολογηθώ» όλα αυτά σήμερα και εισαγωγικώς, επειδή σκοπεύω να υποταχθώ στην εσωτερική παρόρμηση να σημειώσω κάτι για το οποίο πολύ ζορίζομαι. Το έχω καιρό μέσα μου, αλλά δεν μπορώ να το βγάλω ευθέως. Παρακολουθώντας τις τελευταίες ημέρες τον γενικότερο χειρισμό στα ελληνοτουρκικά (κυβέρνηση, αντιπολίτευση, κοινωνία των πολιτών, ΜΜΕ) δεν άντεξα. Δεν αντέχω πλέον να μην μιλήσω με δύο κουβέντες για το κορυφαίο πρόβλημα της πατρίδας που λατρεύω και ας παρεξηγηθώ εντελώς.   

Αναγνώστη μου, η Ελλάδα είναι σήμερα η πλέον παιδαριώδης αν και ρυτιδιασμένη χώρα της Ευρώπης, παρότι «κυβερνάται» μάλιστα από νέους ανθρώπους! Αυτό είναι για εμένα συγκλονιστικό και αβάστακτος καημός. Έχει ασφαλώς λογική ερμηνεία και θα μπορούσες να γράψεις πολλά βιβλία επ΄αυτού, στο πλαίσιο της πολιτικής ψυχολογίας, κοινωνιολογίας ή ακόμη συγχρόνων κλάδων της πολιτικής επιστήμης, αλλά δεν παύει να αποτελεί «καημό»: να σε πληγώνει καθημερινά, στο βαθμό που αποκρυσταλλώνεται μέσα σου μια οποιαδήποτε (πολιτικώς) εθνική ταυτότητα. 

Πώς να το πω απλά; Είναι ντροπή, ρε γαμώ το, μια παλαιά χώρα της νεότερης και σύγχρονης Ευρώπης να συμπεριφέρεται σαν τσόλι, χωρίς πολιτική, διοικητική και ακαδημαϊκή επάρκεια, χωρίς δέμας στην εξωτερική της και οικονομική της πολιτική και στις σχέσεις της στο πλαίσιο της παγκόσμιας αγοράς! Είναι μεγάλη ξεφτίλα που αφορά σε όλους, από τον αριστεριστή και τον συγκροτημένο αναρχικό έως τον δεξιό. Αν έχεις ιδέα - και ταυτόχρονα δεν είσαι προπαγανδιστής - τι είναι η Ελλάδα από προσωπικό, από γνώση, δομές, ακόμη και εξειδίκευση θα μείνεις άφωνος με αυτό που συμβαίνει. Υπάρχει δραματική αναντιστοιχία μεταξύ του πραγματικού «Είμαι» στην Ελλάδα και του «Υπάρχειν» της. Είναι εξωφρενικό αυτό που συμβαίνει και δεν επιλύεται δυστυχώς χωρίς εθνική τραγωδία. Αυτό από τη γνώση μου στη μελέτη της πολιτικής ιστορίας της Ευρώπης και ασφαλώς μακάρι να κάνω λάθος. Αλλά δεν κάνω, καθώς αυτό που συμβαίνει είναι το πρελούδιο της ίδιας και αυτής τραγωδίας.

Δεν έχω πλέον λύσεις σοβαρές, πολιτικές, στο κορυφαίο αυτό ζήτημα εθνικού και κοινωνικού χαρακτήρα (: γενικευμένη κουλτούρα), που αποτελεί την πηγή όλων των επιμέρους προβλημάτων στη χώρα. Η Ελλάδα χρειάζεται επανεκκίνηση σε μια νέα, σύγχρονη, πολιτική, ηθική, διανοητική, ποιοτική, αισθητική και κοινωνική βάση. Αλλά πώς; Αυτό είναι το κορυφαίο θέμα. Αυτό προϋποθέτει πολιτική ωριμότητα και ανιδιοτέλεια. Δεν γίνεται χωρίς μακρόπνοο Εθνικό Σχέδιο και ανυπόκριτη στάση. Δεν γίνεται χωρίς ξεγύμνωμα όλων. Δεν γίνεται χωρίς κοινωνικές αναταράξεις και ανατροπές κατεστημένων σχέσεων. Δεν γίνεται χωρίς καί εσωτερική ήττα της λεγόμενης διαπλοκής. Δεν γίνεται χωρίς ειλικρίνεια και εντιμότητα. Και δεν γίνεται με εθνικισμό, πατριδοκαπηλία και καραγκιοζλίκια θρασύδειλων υπάρξεων. Δεν γίνεται με μαγκιές και από συμπλεγματικά «παιδάκια» - ή ακόμη χειρότερα «γερόντια» - με εφηβικά καμώματα. Δεν γίνεται με αυτό το επίπεδο στη τηλεόραση και στον Τύπο!

Για ποια ικανότητα «διαχείρισης κρίσης» μιλάς; Δεν έχεις καταλάβει! Από την  απέραντη παραμυθία και διαρκή εξαπάτηση του ελληνικού λαού από όλους - εκτός από ελάχιστα «μαύρα πρόβατα» της ακαδημαϊκής κοινότητας και του δημόσιου λόγου - έχει εξαφανιστεί απολύτως η πραγματικότητα. Η βάση της εσωτερικής, εξωτερικής και διεθνούς πραγματικότητας έχει υποχωρήσει και εξαφανιστεί από το βάρος της υπερκατασκευής μιας απολύτως φανταστικής και ταυτόχρονα υπερφίαλης και συνειδητά ψευδούς αναφερόμενης πραγματικότητας, κατασκευασμένης από όλους τους φορείς του λεγόμενου δημόσιου συμφέροντος και σημαίνουσες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών. Η μόνη πραγματική «συναίνεση» στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή δομείται εμμέσως στο πεδίο ενός «θεάτρου σκιών». Στην «παιδική χαρά»  κορυφαίων υποκριτών, κορυφαίων συμπλεγματικών, κορυφαίας βαρβαρότητας και εξευτελισμού κάθε ποιότητας. Τι να σου πω μετά από αυτά, αν θέλεις να μιλήσει η ψυχή μου; Θλίβομαι ειλικρινά και «αναζητώ» εναγωνίως Σοβαρούς ανθρώπους, που δεν έχουν ήδη ακυρωθεί από κανενός είδους σοβαροφάνεια, πατρωνία και πολιτική ή κοινωνική δέσμευση… 



Ποτέ άλλοτε το ξέπλυμα δεν ήταν τόσο της μόδας. Ξέπλυμα μαύρου χρήματος, μαύρων ιδεολογιών, μαύρων συμπεριφορών, «μαύρων κι άραχνων» γενικώς και επιτηδείων σε κάθε χώρο όπου τέμνεται το δημόσιο με το ιδιωτικό συμφέρον.

Δεν είναι πλέον της μόδας η πολιτική νομιμοποίηση εγκλημάτων και εγκληματιών να επιχειρείται αμέσως μέσω της νομοθετικής λειτουργίας και της άμεσης επιρροής στα Όργανα του Κράτους, τις τράπεζες και Διεθνείς Διακυβερνητικούς Οργανισμούς. Όσοι επιμένουν ακόμη σε αυτά είναι «ξεπερασμένοι» ιστορικώς. Είναι ανίκανοι να παρακολουθήσουν την εξέλιξη στην στρατηγική πολιτικής νομιμοποίησης ανήθικων και εκτός του αναφερόμενου καθεστώτος νομιμότητας ενεργειών. Είναι λούζερς! Είναι παρωχημένες υπάρξεις! Είναι ίσως ιδεοληπτικοί. Και είναι σίγουρα άσχετοι με την μεταμοντέρνα πολιτική, μεταμοντέρνα νομική και μεταμοντέρνα οικονομία, ως επιστήμες της καθημερινής ζωής.

Οι φιλόδοξοι άνθρωποι που επιδιώκουν να κινούν τα νήματα σε όλες τις εκφάνσεις της πραγματικής ζωής (οι νικητές, όπως τους αρέσει να αυτοπροσδιορίζονται) και να κερδίζουν βαθύτερη ικανοποίηση, πλούτο και προνόμια από την δράση τους στη καθημερινότητα, δεν ασχολούνται με τους παραδοσιακούς τρόπους δόμησης πολιτικής νομιμοποίησης, αν και αυτούς επικαλούνται όταν βρεθούν ενώπιον του ανακριτή και του εισαγγελέα ή του «λαού»: Ό, τι είναι νόμιμο ως διαδικασία είναι ηθικό ως οντολογία και ό, τι είναι παράνομο ως διαδικασία είναι ηθικό ως λειτουργία (στο πλαίσιο της ανταγωνιστικής αγοράς, ασφαλώς).

Τι είναι αυτό που αποδίδει καλύτερα το κεντρικό μήνυμα του λεγόμενου παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού (σύγχρονη παγκοσμιοποίηση): «η γη είναι επίπεδη» / «το τέλος της ιστορίας»; Η μεθοδολογία του ξεπλύματος χρήματος, ιδεολογιών και συμπεριφορών καταδικασμένων στη συνείδηση μας σύμφωνα με το κυρίαρχο αφήγημα της ύστερης νεωτερικότητας και του μοντερνισμού. Και αυτά τα τρία πάνε μαζί. Δεν γίνεται να ξεπλύνεις το ένα χωρίς να ξεπλύνεις ταυτόχρονα και παράλληλα τα άλλα. Ας μην αναφερθώ σε παραδείγματα. Θα στεναχωρούσα πολλούς και δεν είναι αυτός ο σκοπός μου! Τις Ιερές Αγελάδες του ξεπλύματος δεν έχει νόημα να τις αποκαλύπτεις. Σχεδόν όλοι πλέον τις γνωρίζουν, αλλά όλοι αρκούνται στο κουτσομπολιό, ανεχόμενοι ένα φαινόμενο που στην πραγματικότητα αποτελεί σύγχρονη επανάσταση εναντίον όλων των γνωστών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών μεθοδολογιών. Είναι επαναστάτης ο κάθε παράγοντας στα κυκλώματα ξεπλύματος. Έτσι νοιώθει και μπορεί έτσι να είναι. Ο πλέον χυδαίος επαναστάτης όλων των εποχών!

Και ασφαλώς το ξέπλυμα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί γνώση, χαρακτήρα, καινοτομία, τεχνογνωσία, εφευρετικότητα και τεράστια αποθέματα θράσους! Οι καλύτεροι παράγοντες του είδους είναι τα πλέον κακομαθημένα και μάλλον συμπλεγματικά «παιδιά» του δημόσιου χώρου ή επιμέρους χώρων μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού. Ξεπλένει, ωστόσο, καλά αυτός που εκμεταλλεύεται την μπουγάδα άλλου. Άμα όλη την δουλειά στην αλυσίδα του ξεπλύματος την κάνει ένας/μία για μεγαλύτερη θεωρητικά ασφάλεια της μηχανής, κάπου θα στραβώσει η δουλειά και θα παρέμβουν οι αρχές παρακινούμενες ή πιεζόμενες από ανταγωνιστές (πολιτικούς, εμπορικούς, ή ακόμη και απλώς μεσολαβητικούς που κάνουν την ίδια δουλειά με τον χειριστή στο συγκεκριμένο πλυντήριο).   

Γίνεται ξέπλυμα χωρίς προμήθεια ή /και πολιτική σκοπιμότητα / ωφέλεια; Γίνεται ξέπλυμα χωρίς «ώσμωση» του πολιτικού με το οικονομικό στοιχείο; Μα, δεν παρακολουθείς τι γράφω! Ασφαλώς και όχι. Το ξέπλυμα είναι η κορυφαία πολιτικοοικονομική δραστηριότητα της εποχής μας. Η απομυθοποίηση του νομικού και ηθικού πολιτισμού μας. Η κανονικότητα της αγοράς που χλευάζει την υποκριτική κανονικότητα των μεταμοντέρνων κοινωνιών μας.

Το ξέπλυμα είναι ο μοναδικός ρεαλισμός που δεν απαιτεί θεωρία για να αποκτήσει διάσταση πολιτικού νομιμοποιητή. Αποτελεί από μόνο του τη κεντρική θεωρία της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης. Και όσοι δεν το καταλαβαίνουν ή κάνουν πως δεν το καταλαβαίνουν είναι εν τέλει (εμμέσως) ηθικοί αυτουργοί των καθημερινών εγκλημάτων εναντίον του δημοσίου συμφέροντος και κάμποσων άλλων που έχουν συνήθως θύματα εργαζόμενους, μετανάστες, δημοκράτες, φιλότιμους δημόσιους λειτουργούς και συντηρητικούς επιχειρηματίες.